18.3 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΤο «λυκαυγές» με το Κραχ του 1929, η κρίση του 2008 και...

Το «λυκαυγές» με το Κραχ του 1929, η κρίση του 2008 και η Κρίση Χρέους του 2020


Της Σταυρούλας Παπαποντικού,

Βιώνοντας την πρόσφατη οικονομική κρίση του 2008, με την όξυνση φαινομένων οικονομικής παθογένειας, όπως η καλπάζουσα ανεργία και ο απότομος πληθωρισμός, στο γενικό επίπεδο τιμών εντείνοντας ένα κλίμα οικονομικής ανασφάλειας, την ύπαρξη περικοπών είτε συνταξιοδοτικών είτε μισθολογικών, την ανάδυση οικονομικών ανισοτήτων, τις φορολογικές αφαιμάξεις, τις πτωχεύσεις, την έλλειψη ρευστότητας αλλά και τα αποτελέσματα της πανδημικής κρίσης του 2020 παγκοσμίως, δεν απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια ώστε να προσεγγιστεί η έννοια της οικονομικής κρίσης. Η μεγαλύτερη έως σήμερα παγκόσμια και συνάμα ευρωπαϊκή οικονομική κρίση της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, αποτελεί η κρίση της περιόδου 1929-1932. Ωστόσο, ακολούθησαν και εκείνες του 2008 και του 2020.

Το ιστορικό Κραχ του 1929

Η εποχή μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου χαρακτηρίσθηκε άκρως οπτιμιστική για το μέλλον στις Η.Π.Α. Τη δεκαετία του 1920, αναπτύχθηκε ένα πρωτοποριακό καταναλωτικό πρότυπο στην αμερικανική ήπειρο, με τα αυτοκίνητα, τις ηλεκτρικές συσκευές και τα ραδιόφωνα να εμφανίζονται ως προϊόντα μαζικής κατανάλωσης. Η δεκαετία του 1920 έχει χαρακτηριστεί ως η εποχή της μεγάλης ευημερίας της αστικής τάξης. Τότε, η Αμερική απασχολούσε πάνω από 45 εκατομμύρια κατοίκους, στους οποίους μοίραζε πάνω από 77 δις δολάρια σε μισθούς, κέρδη και τόκους. Τότε, η μέση αμερικανική οικογένεια βιοποριζόταν και είχε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο. Οι άνθρωποι της εποχής επένδυσαν αυξανόμενα ποσά σε μετοχές και ομόλογα, επιτρέποντάς τους να αγοράσουν εταιρικές μετοχές με δανειακά κεφάλαια. Τον Σεπτέμβριο του 1929, ο χρηματιστηριακός δείκτης Dow Jones έφτασε στις 381,17 μονάδες, φτάνοντας στο ανώτατο σημείο του, ενώ η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών είχε ομοίως ανέβει στα ύψη, κάνοντας κάποιους να προοικονομούν ένα επερχόμενο κραχ, παρά τις προσπάθειες εφησυχασμού του τύπου.

Το Σάββατο 19 Οκτωβρίου 1929, το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είχε έντονους ρυθμούς κατιούσας κλίμακας, ενώ στις 24 του μηνός κανείς δεν ήθελε πλέον να αγοράσει μετοχές. Στις 29 Οκτωβρίου, η Wall Street κατέρρευσε. Περίπου 16.400.000 μετοχές έχασαν την όποια αξία τους. Ο Dow Jones έχασε 12% εκείνη την ημέρα και η αγορά 14 δις δολάρια. από την αξία της, φέρνοντας τις απώλειες της εβδομάδας σε 30 δις δολάρια. Το αποτέλεσμα του Κραχ σε αριθμούς υπολογίζεται ως εξής: περίπου 12 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν άνεργοι, 12 χιλιάδες έχαναν τη δουλειά τους κάθε μέρα, 20 χιλιάδες επιχειρήσεις και 1.616 τράπεζες έβαλαν «λουκέτο» και 23 χιλιάδες άνθρωποι αυτοκτόνησαν μέσα σε έναν χρόνο.

Πηγή εικόνας: businessinsider.com

Η 24η Οκτωβρίου του 1929 αποτελεί προάγγελο της Παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που θα ακολουθήσει κυρίως στις Η.Π.Α., ενώ η κρίση θα διασχίσει τον Ατλαντικό, επιφέροντας παρόμοιες οικονομικές δυσχέρειες και κρίσεις και στο ευρωπαϊκό τοπίο. Η κρίση έπληξε σχεδόν το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων. Σε πρώτη φάση, το βασικότερο πλήγμα δέχθηκε ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Το αυστριακό τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε τον Μάιο του 1931, λόγω της χρεοκοπίας του πιστωτικού κολοσσού της Κεντρικής Ευρώπης Creditanstalt, συμπαρασύροντας και το ήδη κλυδωνιζόμενο γερμανικό τραπεζικό σύστημα τον Ιούλιο του 1931, όταν χρεοκόπησαν οι Darmstädter και Nationalbank. Η πιστωτική ασφυξία και η αδυναμία αποπληρωμής του χρέους οδήγησαν την Αυστρία και τη Γερμανία στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης. Μεταξύ 1929 και 1932, η μεταποιητική (κυρίως βιομηχανική) παραγωγή της Γερμανίας μειώθηκε κατά 40,8%, της Πολωνίας κατά 38,6%, της Αυστρίας κατά 34,3% και της Τσεχοσλοβακίας κατά 26,5%. Κάνοντας, ωστόσο, έναν απολογισμό στον ρου της Ιστορίας μέχρι τις μέρες μας, συνάγουμε το συμπέρασμα ότι οι επιπτώσεις αυτής της κρίσης είχαν αποβεί οι πιο καταστροφικές στην ιστορία κοινωνικο-πολιτικά. Από την άλλη, ως κρίση της νέας εποχής, ή κρίση αναφοράς καθίσταται η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και πολύ λιγότερο το Κραχ.

Η ανάδυση της οικονομικής κρίσης του 2008

Μέχρι το καλοκαίρι του 2007, οι χρηματοπιστωτικές αγορές σε όλο τον κόσμο έδειχναν σημάδια ότι ο απολογισμός ήταν καθυστερημένος για χρόνια. Οι ζημίες άνευ προηγουμένου που καταγράφηκαν στα δύο «αποτυχημένα» hedge funds της Bear Stearns Companies, Inc. είναι τέτοιες, που ο οίκος ανακοίνωσε στους επενδυτές των δύο funds ότι θα λάβουν ελάχιστη ή καθόλου επιστροφή χρημάτων στην αξία των αξιολογημένων με AAA χρεογράφων που χρησιμοποιήθηκαν από τα funds για να στοιχηματίσουν στην αγορά ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου. Η BNP Paribas προειδοποιούσε τους επενδυτές ότι ενδέχεται να μην μπορούσαν να αποσύρουν χρήματα από δύο από τα κεφάλαιά της και η βρετανική τράπεζα Northern Rock επρόκειτο να αναζητήσει έκτακτη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Αγγλίας. Ωστόσο, παρά τα προφητικά σημάδια, λίγοι επενδυτές προοικονόμουσαν ότι η χειρότερη κρίση σε σχεδόν οκτώ δεκαετίες επρόκειτο να κατακλύσει το παγκόσμιο σύστημα, ταλανίζοντας τους τιτάνες της Wall Street και πυροδοτώντας τη Μεγάλη Ύφεση. Η κρίση του 2008-2009 ήταν μια χρηματοπιστωτική και οικονομική κατακρήμνιση, που κόστισε πολλές θέσεις εργασίας σε πολλούς πολίτες, τις οικονομίες ζωής τους, τις ιδιοκτησίες τους ή και τα τρία.

Πηγή εικόνας: astutestrategist.com

Η πτώχευση της Lehman Brothers ήταν αφορμή και όχι το αίτιο της επερχόµενης πιστωτικής κρίσης. Η κρίση ήταν συνέπεια της δυσλειτουργίας του σύγχρονου διεθνούς χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, του αρίφνητα µεγάλου µεγέθους και της πολυπλοκότητας των χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων, της µεγάλης αλληλεξάρτησής τους, των ισχυόντων µεθόδων δανεισµού και της συστηµατικής αποφυγής επιβολής ρυθµίσεων για τον έλεγχο των νέων επενδυτικών προϊόντων. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, το «λυκαυγές» της κρίσης συναρτάται από μία πληθώρα παραγόντων. Εν αρχή, η παγκόσµια υπερπροσφορά (global glut) αποταµίευσης κυρίως από την Ασία και το αµερικανικό έλλειµµα τρεχουσών συναλλαγών δηµιούργησαν συνθήκες υπερβάλλουσας ρευστότητας, που, μαζί µε µια διευκολυντική νοµισµατική πολιτική, οδήγησαν σε χαµηλά επιτόκια χορηγήσεων και άνοδο των τιµών των χρηµατιστηριακών αξιών. Η αέναη εισροή φθηνών δανειακών κεφαλαίων προς, λ.χ. χώρες της «Νέας Ευρώπης», αλλά και η Ιρλανδία και η Ισλανδία, διευκόλυνε την πιστωτική επέκταση, που συνετέλεσε στην −προ-κρίσης– οικονομική μεγέθυνση των κρατών. Δεύτερος παράγοντας αποτέλεσε η ύπαρξη κινδύνων από διαρθρωτικές µεταβολές, όπως η απελευθέρωση των αγορών στη δεκαετία του 1990 και τα νέα χρηµατοοικονοµικά προϊόντα, αυξάνοντας τον βαθμό μόχλευσης.

Τρίτον, κατά την περίοδο κρίσης, ανέδυσαν προβλήματα επικοινωνίας µεταξύ των εποπτικών αρχών, τόσο διασυνοριακά όσο και εγχώρια. Έως τώρα, έµφαση δινόταν κυρίως στη µικροπροληπτική εποπτεία (micro-prudential supervision), δηλαδή στην εποπτεία των επιµέρους πιστωτικών ιδρυµάτων, και λιγότερο στη µακροπροληπτική εποπτεία (macro-prudential surveillance), δηλαδή στους κινδύνους που απορρέουν από τις διασυνδέσεις και αλληλεξαρτήσεις των χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων, των αγορών και της µακροοικονοµικής συγκυρίας. Τέταρτον, οι µέτοχοι και τα υψηλότερα ιστάμενα στελέχη κυριαρχούνταν από κίνητρα, που οδηγούσαν στην αποσταθεροποίηση του συστήµατος. Από τη µια πλευρά, εξαιτίας της επιδίωξής τους για υψηλές βραχυπρόθεσµες ανταµοιβές και της αδιαφορίας τους για τη µακροχρόνια απόδοση των επιλογών τους, απέτυχαν να εκτιµήσουν ρεαλιστικά το είδος και το µέγεθος των κινδύνων που αναλάµβαναν. Από την άλλη πλευρά, ο επιµερισµός του κινδύνου σε όλο το τραπεζικό σύστηµα δηµιουργούσε την ψευδαίσθηση του περιορισµού του. Τέλος, σηµαντικό µερίδιο ευθύνης φέρουν οι εταιρείες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, οι οποίες, ελλείψει ιστορικής πληροφόρησης, βαθµολογούσαν τα νέα και πολυσύνθετα παράγωγα προϊόντα εξοµοιώνοντάς τα µε τα κρατικά οµόλογα υψηλής διαβάθµισης, µε συνέπεια οι επενδυτές να υποεκτιµούν τον κίνδυνο.

Η απάντηση στην κρίση του 2008 ήρθε με αλλαγές που επήλθαν στις δομές. Συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε η Σύνοδος Κορυφής του G20, το Financial Stability Board (FSB) αλλά και μεταβλήθηκαν τα μερίδια των κρατών-μελών στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Συνεχίστηκαν οι μεταρρυθμίσεις με μεταβολές στην Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση, στη Σύνθεση της Επιτροπής
της Βασιλείας, στο Ευρωπαϊκό Χρηματοπιστωτικό Εποπτικό Πλαίσιο, τη δημιουργία ενός νέου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ESRB), του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ESFS,) στο οποίο θα συμμετέχουν και τρείς νέες εποπτικές αρχές: η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA), η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA). Επίσης, εκτός των μεταβολών στις δομές, έγιναν και αλλαγές στο περιεχόμενο, ασκούμενης μίας μακροοικονομικής πολιτικής, δημιουργώντας το πλαίσιο μίας βιώσιμης ανάπτυξης αλλά και αυξάνοντας τη χρηματοδότηση του ΔΝΤ για την αντιμετώπιση κρίσεων. Επίσης, επήλθαν μεταρρυθμίσεις του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Κανονιστικού και Εποπτικού Χρηματοπιστωτικού, αλλά και της Ευρωπαϊκού Χρηματοπιστωτικού Πλαισίου και της Οικονομικής Διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συνεπάγεται η κρίση του 2008 εκείνη του 2020;

Αποτελεί σύγχρονο φαινόμενο –και ίσως εύλογο– το γεγονός ότι πολλοί οικονομολόγοι χρησιμοποιούν την κρίση του 2008 ως «πυξίδα» για να εκτιμήσουν τις αναμενόμενες επιπτώσεις που θα έχει η οικονομική κρίση από την πανδημία. Με τον ίδιο τρόπο που το 2008 βιώνουμε μία κατακρήμνιση των τιμών που θα αναπροσαρμόσει τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων, οι οποίες θα προσπαθήσουν να μειώσουν τα κόστη, αναβάλλοντας τα μελλοντικά αναπτυξιακά έργα. Αν και τα συμπτώματα των δύο κρίσεων στις χρηματαγορές και στην πραγματική οικονομία ομοιάζουν, η κρίση του 2008 χαρακτηρίζεται ως μια ενδογενής κρίση, αφού δημιουργήθηκε είτε από την ίδια την οικονομία είτε από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αντιθέτως, στην τρέχουσα κρίση, η αιτία είναι εξωγενής. Η πανδημία δεν προήλθε από κάποια ανισορροπία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ούτε από την ίδια την οικονομία. Μάλιστα, οι προβλέψεις πριν από την εξάπλωση του ιού μίλησαν για γενική ανάπτυξη.

Πηγή εικόνας: aidc.org.za

Η απουσία του ηθικού κινδύνου δίνει τη δυνατότητα στις Κεντρικές Τράπεζες και τα κράτη να λάβουν μέτρα χωρίς τον φόβο του πολιτικού κόστους. Η κοινωνική αποδοχή της αναγκαιότητας για μια ισχυρή οικονομική «θεραπεία» αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα για την αποτελεσματικότητά της. Επιπλέον παράγοντας σταθεροποίησης είναι το γεγονός ότι η πανδημία, μη γνωρίζοντας σύνορα, επηρεάζει το σύνολο του αναπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου. Η κρίση που βιώνουμε θα έχει σημαντικές βραχυπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις, αλλά και ίσως γενικές μεταβολές στο μακροπρόθεσμο μέλλον. Όμως, η απόλυτη ομοφωνία στην κοινωνία και το πολιτικό προσωπικό για την αναγκαιότητα των έκτακτων και αντισυμβατικών μέτρων, θα βοηθήσει στην αποτελεσματικότητά τους. Ωστόσο, συνιστά τροφή για σκέψη το γεγονός ότι, μέσα σε τόσο λίγα χρόνια, συναντώνται δύο τόσο μεγάλες οικονομικές κρίσεις.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

  • Κώστας Ράπτης, Η Οικονομική Κρίση 1929-1932 στην Κεντρική Ευρώπη, 2011, Τομέας Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διαθέσιμο εδώ
  • Κωνσταντίνα Μπριόλα, Η κρίση των ετών 1929 και 2008. Μια πολιτικο-οικονομική προσέγγιση, Student Association For International Affairs,2019. Διαθέσιμο εδώ
  • Ευάγγελος Δρέλλιας, Από το 1929 στο 2008, Association of International & European Affairs, 2017. Διαθέσιμο εδώ
  • Παύλος Καραμπίδης, Η «Μαύρη Πέμπτη» του 1929: Το Κραχ που έκανε τις μετοχές απλά χαρτιά, MAXMAG,2021. Διαθέσιμο εδώ
  • Τράπεζα της Ελλάδος, Η Κρίση του 1929, η ελληνική οικονομία και οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τα έτη 1928-1940, Αθήνα, 2009. Διαθέσιμο εδώ
  • Παναγιώτης Αβραμίδης, Η οικονομική κρίση του 2008 και της πανδημίας, Καθημερινή, 2020. Διαθέσιμο εδώ
  • Γεώργιος Μοσχονάς, Η κρίση του κορωνοϊού υπό το Φως του Παρελθόντος, Διανέοσις, Οργανισμός Έρευνας και Ανάλυσης, Αθήνα, 2020. Διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σταυρούλα Παπαποντικού
Σταυρούλα Παπαποντικού
Γεννήθηκε το 1999 στον Πειραιά. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου με κατεύθυνση σπουδών τα Δημόσια Οικονομικά. Είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και έχει την επαγγελματική ταυτότητα του Οικονομολόγου και του Λογιστή Φοροτεχνικού Β’ Τάξης. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά. Την ενδιαφέρει κυρίως η μελέτη μακροοικονομικών φαινομένων, ζητημάτων οικονομικής μεγέθυνσης και των εξελίξεων στην εγχώρια και διεθνή πολιτική σκηνή, ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει σε σχετικά συνέδρια. Επί του παρόντος, φέρει την ιδιότητα της οικονομικής συντάκτριας του OffLine Post.