16.8 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΔιμετωπικά αισθήματα

Διμετωπικά αισθήματα


Του Δημήτρη Τόλια, 

Παρατηρώντας και συζητώντας τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην Ουκρανία κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, πέφτω πάνω σε μια ισχυρή ανορθολογική αντίφαση. Παρόλο που τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους είναι με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, η στήριξη στην Ουκρανία θεωρείται αυτονόητη και το «ανήκομεν εις την δύση» επιδρά καθοριστικά στους εξωτερικούς προσανατολισμούς της Ελλάδας, αντιφατικά εκφράζεται από μεγάλες μερίδες της κοινής γνώμης ένας έντονος φιλορωσισμός. Μια οικειότητα και μια συμπάθεια προς την ανατολική υπερδύναμη στα όρια του απόκρυφου φετιχισμού.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο προσανατολισμός της ελληνικής κοινής γνώμης στρέφεται προς τη Ρωσία σε αντιδιαστολή με έναν σαφή πολιτικό προσανατολισμό προς τη Δύση. Είναι ίσως διαχρονικός. Η πιο αξιοσημείωτη, μάλιστα, ιδιαιτερότητα του φαινομένου αυτού είναι ότι δεν ακολουθεί σε καμιά περίπτωση αδιάσπαστα το νήμα κάποιας ιδεολογικής κατεύθυνσης. Ο φιλορωσσισμός έχει εκφραστές και στα αριστερά και στα δεξιά. Σε αυτό το άρθρο, λοιπόν, θα μελετήσουμε τον παράδοξο αυτόν φιλορωσσισμό της ελληνικής κοινής γνώμης, που έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη κρατική κατεύθυνση των διεθνών σχέσεων.

Πηγή εικόνας: romfea.gr

Η ελληνική ρωσσοφιλία ακολουθεί την ιστορία του ελληνικού κράτους. Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος διακρίνει τρείς παράγοντες που συνέβαλαν στη συγκρότηση ενός από τα κάτω ρωσόφιλου ρεύματος στην ελληνική κοινωνία: την Ορθοδοξία, τον κοινό Οθωμανό εχθρό και τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Η ορθοδοξία συνέθετε την εικόνα του «ομόδοξου ξανθού γένους», το οποίο μέσω της δυναμικής που διέκρινε μια ισχυρή Αυτοκρατορία, θα συνέβαλε στην απελευθέρωση των ομόδοξων Ελλήνων από τη μουσουλμανική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο μύθος του ισχυρού ομόδοξου φίλου-σωτήρα δείχνει να τροφοδοτεί με ερμηνείες πολλές και διαφορετικές «στιγμές» της ελληνικής ιστορίας.

Από τη βοήθεια στο Ναυαρίνο και το Κρητικό ζήτημα το 1898 μέχρι τη συμμαχία ενάντια στη ναζιστική κατοχή, την αντανάκλαση του αντιαμερικανισμού των δεκαετιών του 1960-1990 και την κοινή συμπόρευση στο ζήτημα του Κοσόβου, εμφανίζεται η εικόνα του φίλου προστάτη ως εγγυητής της (εναλλακτικής;) αίσθησης του ανήκειν της ελληνικής κοινωνίας. Φυσικά, κατά τη μακρά αυτή ιστορική πορεία πάντοτε βρίσκονταν πρόθυμοι πομποί του άλλοτε φυσικού, άλλοτε παράνομου και άλλοτε ανορθολογικού ρωσόφιλου φετιχισμού. Από το ρωσόφιλο «Κόμμα των Ναπαίων», οργάνωση υποστηρικτών του έργου του Ιωάννη Καποδίστρια και εκφραστής των θέσεων του ρωσικού προξενείου στην Ελλάδα, στο ΚΚΕ της σοβιετικής περιόδου και, τέλος, στους συντηρητικούς θεματοφύλακες της ελληνοχριστιανικής παράδοσης, ΛΑ.Ο.Σ, Ανεξάρτητοι Έλληνες και Ελληνική Λύση.

Πηγή εικόνας: ant1.gr

Σήμερα στην ελληνική κοινή γνώμη παρατηρούμε ότι οι θετικές γνώμες για τη Ρωσία είναι υψηλότερες από αυτές για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ οι θετικές γνώμες και η εμπιστοσύνη προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν ξεπερνά συντριπτικά οποιονδήποτε άλλον συμμαχικό ηγέτη. Η Ρωσία συγκεντρώνει το 57,5% των θετικών γνωμών (56,5% η ΕΕ) και ο Πούτιν το 67% (16,5% ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τράμπ).

Πηγή εικόνας: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Γίνεται αντιληπτό ότι για ακόμη μια φορά, παρότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι στραμμένη στη Δύση και στους εχθρούς της Ρωσίας, το κοινωνικό φαντασιακό εξακολουθεί να πλάθει τον ρωσικό μύθο και να ερμηνεύει το ουκρανικό με τους όρους ενός αφηγήματος που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους πολιτικούς προσανατολισμούς του ελληνικού κράτους. Λέω ακόμη μια φορά, υπενθυμίζοντας τα γεγονότα στη Γεωργία, στο Κόσοβο και στην θέση της κοινής γνώμης στην διάλυση της Γιουγκοσλαβίας εν συνόλω.

Πηγή εικόνας: kathimerini.gr

Ο ελληνικός φιλορωσσισμός σήμερα φαίνεται να πηγάζει από δύο διαφορετικές δεξαμενές, εν δυνάμει ιδεολογικές σε ένα βαθμό. Μια συντηρητική και μια αριστερή. Η συντηρητική αποτελεί τον θεματοφύλακα του μύθου του ισχυρού ομόδοξου φίλου-σωτήρα μέσω της ανάγνωσης της ελληνικής ταυτότητας με πολιτισμικούς όρους. Για την ταυτότητα αυτή το κράτος των Ελλήνων των κοινών πολιτισμικών αρχών, με εξέχουσα αυτή του κοινού ορθόδοξου δόγματος, οφείλει να συμμαχεί με την ορθόδοξη υπερδύναμη. Η πολιτισμική οικειότητα της θρησκευτικότητας και οι κοινές αξίες της παράδοσης-οικογένειας αντιδιαστέλονται με την καχυποψία προς τη Δύση και τους συμμάχους για τη στάση τους στα εθνικά θέματα. Το νήμα αυτό πατά στέρεα στο ιστορικό σχήμα του φίλου-σωτήρα που ανακυκλώνεται, επιβεβαιώνοντας το αυτονόητο του συν-ανήκειν.

Η αριστερή δεξαμενή φιλορωσσισμού δεν πηγάζει κατ’ αποκλειστικότητα από το σοβιετικό παρελθόν. Ο ρωσικός χώρος ως επίκεντρο της εφαρμογής της κομμουνιστικής ιδεολογίας σίγουρα αποτελεί την αφετηρία της ελληνικής ρωσόφιλης αριστεράς. Ωστόσο, θεωρώ πως δεν είναι κατ’ αποκλειστικότητα μόνο αυτή η αφετηρία που συντηρεί μέχρι και σήμερα τα ρωσόφιλα αισθήματα μιας αριστερής κοινής γνώμης στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι η διάσταση αυτή εκφράζεται ως αντανάκλαση του αντι-αμερικανισμού. Όχι, όμως, του αντι-αμερικανισμού του σχήματος της εθνικής κυριαρχίας, όπως αυτός εκφράστηκε στον λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και το ’90.

Αντίθετα, ένας αντι-αμερικανισμός ως απόρριψη του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης με γεωγραφικό επίκεντρο τις ΗΠΑ τροφοδοτεί έναν απόκρυφο φετιχισμό προς την κατά τα άλλα αναγνωρισμένη εξ αριστερών συντηρητική στο εσωτερικό Ρωσία, ως τον αντίθετο πόλο. Θυμίζω τη φράση του Αλέξη Τσίπρα κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα τον Απρίλιο του 2015, σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα, έχοντας υποστεί σημαντικές απώλειες λόγω της οικονομικής κρίσης του 2008, διαπραγματευόταν τις μνημονιακές συμβάσεις της: «Δεν πιστεύω ότι ο φαύλος κύκλος των κυρώσεων κατά της Ρωσίας βοηθάει να προσεγγίσουμε μια λύση επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου».

Πηγή εικόνας: naftemporiki.gr

Με λίγα λόγια, η μονοαιτιακή αναγωγή της κρίσης στο σύστημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης προκάλεσε ρωσόφιλα αντανακλαστικά. Όχι γιατί η Ρωσία ήταν προοδευτική ή σοσιαλιστική, το αντίθετο ήταν. Τα προκάλεσε, διότι η Ρωσία αποτελεί τον «άλλο» απέναντι στον εκπρόσωπο του καπιταλισμού και συνάμα τον φανταστικό φίλο της κοινής γνώμης ή αυτού που αποκαλείται «λαός». Παραμένει ο λαοφιλής ισχυρός και ιστορικός «σωτήρας» που εγκολπώνει τους δυσαρεστημένους με τον βασικό εκπρόσωπο του ισχύοντος μοντέλου ανάπτυξης στην χώρα. Αυτή θεωρώ πως είναι η αριστερή δεξαμενή του φιλορωσσισμού στην Ελλάδα.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, εκτιμώ ότι ο φιλορωσσισμός στην Ελλάδα έχει αίτια, τα οποία εντοπίζονται στα μέσα εσωτερίκευσης των πολιτισμικών νοημάτων στην ελληνική κοινωνία κατά τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης. Το ίζημα αυτό, ωστόσο, ενεργοποιείται στη σύγχρονη εποχή είτε ως μοχλός αντίδρασης στην παγκοσμιοποίηση των κοινωνικών αξιών (θρησκεία-οικογένεια-συντηρητισμός) είτε ως μοχλός αντίστασης στο καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης (αριστερός αντιαμερικανισμός). Φυσικά, όλα αυτά αποτελούν απλούς ισχυρισμούς και απαιτούν αρκετή ιστορική και συγκριτική έρευνα για να επιβεβαιωθούν.

Πηγή εικόνας: GZERO Media

Κλείνω με έναν προβληματισμό για το μέλλον. Μια καθόλου απίθανη μεγέθυνση της ισχύος της συμμάχου της Ρωσίας-Κίνας σε συνάρτηση με μια συρρίκνωση της δύναμης των ΗΠΑ και με την ελληνική γνώμη δυσαρεστημένη από τις συνέπειες των κρίσεων του ισχύοντος μοντέλου ανάπτυξης, θα ήταν ικανές να μετασχηματίσουν τον φιλορωσσισμό σε έναν νέο, φίλο-σινικό πόλο, που θα αποτελούσε κυρίαρχη τομή στην ελληνική πολιτική σκηνή ή έστω μια τομή που θα ταυτιστεί με άλλες ήδη υπάρχουσες (δεξιά-αριστερά, εκσυγχρονισμός-παράδοση κ.α.);


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Αντώνης Λιάκος, Πώς στοχάστηκαν το Έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;, Αθήνα 2005, εκδ. Πόλις.
  • Έκπληκτη από τις δηλώσεις Τσίπρα για τις κυρώσεις στην Ρωσία η Λετονή πρωθυπουργός, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Τόλιας
Δημήτρης Τόλιας
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι αριστούχος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ασχολείται με την πολιτική ανάλυση και την πολιτική επικοινωνία έχοντας εργασιακή και ερευνητική εμπειρία στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Ερευνητικά του ενδιαφέροντα αποτελούν τα πολιτικά κόμματα, τα πολιτικά και εκλογικά συστήματα και η πολιτική κοινωνιολογία.