25.3 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΗ Ενεργειακή Ένωση της ΕΕ: Ένα όραμα υπό υλοποίηση (Μέρος B’)

Η Ενεργειακή Ένωση της ΕΕ: Ένα όραμα υπό υλοποίηση (Μέρος B’)


Της Δανάης Λυπιρίδη,

Το παρόν άρθρο αποτελεί συνέχεια του «Η Ενεργειακή Ένωση της ΕΕ: Ένα όραμα υπό υλοποίηση (Μέρος Α’)».

Η Ενεργειακή Ένωση αποτελεί μια προσπάθεια επίτευξης των φιλόδοξων στόχων της πολιτικής για το κλίμα. Τον Οκτώβριο του 2014, οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν να θέσουν στόχους για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την ενίσχυση της μετατροπής ενέργειας από ΑΠΕ έως το 2030. Οι «μακροπρόθεσμοι» στόχοι περιλαμβάνουν δέσμευση των κρατών για 40% μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990), ενίσχυση του μεριδίου των ΑΠΕ σε τουλάχιστον 27% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας και αύξηση της ενεργειακής απόδοσης κατά 27%. Οι εν λόγω στόχοι ήταν, επίσης, η βάση της διαπραγματευτικής θέσης της ΕΕ στη Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή στο Παρίσι το 2015, όπου συζητήθηκαν οι παγκόσμιοι στόχοι για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και συμφωνήθηκε να περιορισθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη κατά 1,5°C με την υπογραφή της Συμφωνίας των Παρισίων. Τέλος, οι «μακροπρόθεσμοι» στόχοι αναλύονται στους ενδιάμεσους «βραχυπρόθεσμους» στόχους που έχουν συμφωνηθεί για το 2020, οι οποίοι περιλαμβάνουν τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% (σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990), αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στη μετατροπή ενέργειας της ΕΕ στο 20% και βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20%. Τόσο οι βραχυπρόθεσμοι όσο και μακροπρόθεσμοι στόχοι αποσκοπούν στη μεγαλύτερη δυνατή απεξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας: καθώς η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων μειώνεται για να περιοριστούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, έτσι θα μειωθεί και η εξάρτηση της Ένωσης από τις εισαγωγές των ορυκτών καυσίμων. Έτσι, από την άποψη αυτή, οι σχεδιασμοί για το κλίμα και την ενέργεια και η Ενεργειακή Ένωση αποτελούν δύο βήματα προς την ίδια κατεύθυνση.

Μια πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταδεικνύει ότι η ΕΕ έχει επιτύχει τον στόχο μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20%, κυρίως λόγω του συστήματος εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ (ΣΕΔΕ). Ωστόσο, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από δράσεις που δεν καλύπτονται από το ΣΕΔΕ παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητες. Όσον αφορά τον στόχο αύξησης της μετατροπής ενέργειας από ΑΠΕ, το μερίδιο των ΑΠΕ στη συνολική κατανάλωση ενέργειας το 2019 ήταν 18,9% (ενώ έκθεση της Επιτροπής προέβλεπε ότι το 2020 θα έφτανε το 22,8%-23,1%) και τέλος, παρά το γεγονός ότι η ενεργειακή απόδοση αυξήθηκε σε όλα τα κράτη-μέλη, δεν επιτεύχθηκε ο στόχος του 20% σε ενωσιακό επίπεδο.

Πηγή εικόνας: www.amna.gr

Η Επιτροπή, σε έκθεσή της, ορίζει την ενεργειακή απόδοση ως «πηγή ενέργειας» και προσδιορίζει τους τομείς των μεταφορών και των κτιρίων ως κρίσιμης σημασίας για την ενεργειακή απόδοση, τονίζοντας παράλληλα ότι το 75% των κτιρίων στην ευρωπαϊκή επικράτεια είναι ενεργειακά μη αποδοτικά, ενώ όσον αφορά τον τομέα των μεταφορών, το 94% των μεταφορικών μέσων βασίζεται σε προϊόντα πετρελαίου, εκ των οποίων το 90% είναι εισαγόμενα. Δεδομένου ότι η πλειονότητα των εισαγωγών φυσικού αερίου της ΕΕ χρησιμοποιείται για τη θέρμανση και την ψύξη κτιρίων, η βελτίωση της ενεργειακής τους απόδοσης δύναται να μειώσει τόσο το κόστος όσο και την εξάρτηση από τις εισαγωγές φυσικού αερίου.

Η δέσμη μέτρων για την Ενεργειακή Ένωση αναφέρει, επίσης, ότι η ΕΕ χρειάζεται να καταστεί ηγέτιδα δύναμη στις ΑΠΕ. Εντούτοις, πέραν μιας νύξης σχετικά με την προετοιμασία και αναδιοργάνωση των ενεργειακών αγορών και δικτύων για την αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο των χωρών, δεν έγινε καμία άλλη αναφορά σχετικά με τον τρόπο επίτευξης του συγκεκριμένου στόχου. Η καινοτομία στις τεχνολογίες ΑΠΕ, στην αποθήκευση ενέργειας, στα έξυπνα δίκτυα και τις βιώσιμες μεταφορές θεωρείται αναγκαία από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Παρόλα αυτά, αρκετά κράτη-μέλη δεν αναλαμβάνουν σημαντικές πρωτοβουλίες σχετικά με την πλήρη «απανθρακοποίηση» των οικονομιών τους επενδύοντας στις ΑΠΕ, διότι η δέσμη μέτρων για την Ενεργειακή Ένωση, αφενός δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, αφετέρου αναφέρει ότι η ΕΕ δύναται να επενδύσει σε «καθαρά ορυκτά καύσιμα»· ένας σχετικά αντιφατικός όρος, εφόσον η καύση ορυκτών καυσίμων ρυπαίνει εξ’ ορισμού. Ωστόσο, επειδή η αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο και κυρίαρχη προτεραιότητα της Ενεργειακής Ένωσης, ο εν λόγω στόχος θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί μέσω της κατασκευής αγωγών που μεταφέρουν φυσικό αέριο –το οποίο θεωρείται «καθαρό» ορυκτό καύσιμο– από την Κεντρική Ασία και την Ανατολική Μεσόγειο στην Ευρώπη (όπως είναι ο Southern Gas Corridor και ο αγωγός EastMed αντίστοιχα) και της δημιουργίας κόμβων υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) στην Ανατολική-Κεντρική Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Οι εν λόγω υποδομές θα μπορούσαν κάλλιστα να συμπληρωθούν από νέες εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου και τη δυνατότητα χρήσης «αντίστροφων ροών», αυξάνοντας έτσι την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ στο σύνολό της.

Τέλος, η Επιτροπή τόνισε τη σημασία της χρήσης της τεχνολογίας δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (Carbon Capture and Storage – CCS) η οποία επιτρέπει τη συλλογή και αποθήκευση των εκπομπών άνθρακα πριν διοχετευθούν στην ατμόσφαιρα. Η χρήση της CCS στους τομείς της ενέργειας και της βιομηχανίας θεωρείται «κρίσιμη για την επίτευξη των κλιματικών στόχων του 2050 με οικονομικά αποδοτικό τρόπο». Ωστόσο, η τεχνολογία CCS είναι δαπανηρή και οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν επαρκούν μέχρι στιγμής για τη χρηματοδότησή της.

Διάγραμμα της τεχνολογίας δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα. Πηγή εικόνας: tudelft.openresearch.net

Η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης Ενεργειακής Ένωσης θα χρειαστεί χρόνο και θα αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις. Βραχυπρόθεσμα, θα πρέπει να βρεθούν τα απαραίτητα κονδύλια για τη χρηματοδότηση των έργων υποδομής που έχουν χαρακτηριστεί απαραίτητα για τη βελτίωση της ασφάλειας του εφοδιασμού και της ολοκλήρωσης της αγοράς. Ένα άλλο ζήτημα είναι εξεύρεση της κατάλληλης ισορροπίας, εκ μέρους της ΕΕ, ανάμεσα στην άρση της σχέσης- εξάρτησης και τη διατήρηση των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία. Ως εκ τούτου, οι Βρυξέλλες θα πρέπει να επιδιώξουν μια δίκαιη επιχειρηματική σχέση, διασφαλίζοντας παράλληλα την τήρηση των κανόνων της εσωτερικής αγοράς. Η ετοιμότητα των ευρωπαϊκών θεσμών, η πολιτική βούληση των κρατών μελών να συντονίσουν τις ενεργειακές πολιτικές τους, η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση σε ολόκληρη την Ένωση και η διαθεσιμότητα επαρκών κονδυλίων για την υλοποίηση έργων υποδομής φαίνεται να είναι οι βασικοί καθοριστικοί παράγοντες της επιτυχίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • The EU’s Energy Union: A Sustainable Path to Energy Security? – Energy News, Institute of Energy of South East Europe, διαθέσιμο εδώ
  • Progress made in cutting emissions | Climate Action, europa.eu, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δανάη Λυπιρίδη
Δανάη Λυπιρίδη
Είναι τελειόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα άπτονται θεμάτων άμυνας, ενεργειακής ασφάλειας και διεθνών σχέσεων, ενώ παράλληλα με τη σχολή της σπουδάζει πιάνο σε επίπεδο ανωτέρας στο Ωδείο Αθηνών. Κατέχει επίπεδο C2 στην αγγλική και γαλλική γλώσσα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ερασιτεχνική κριτική κινηματογράφου, το κλασσικό μπαλέτο και το χειμερινό σκι.