19.8 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΗ υπόθεση του «αιρετικού» Θεόφιλου Καΐρη

Η υπόθεση του «αιρετικού» Θεόφιλου Καΐρη


Της Θεοδώρας Κρέπη,

Το 1839, μια πολύκροτη υπόθεση συντάραξε το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, προκαλώντας αντιδράσεις όχι μόνο σε θρησκευτικούς, αλλά και πολιτικούς κύκλους. Επρόκειτο για την υπόθεση του Θεόφιλου Καΐρη, Άνδριου λόγιου, ιερωμένου και φιλοσόφου, ενός εκ των εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο οποίος κατηγορήθηκε για ίδρυση νέας θρησκείας και προσηλυτισμό. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος και πώς έφτασε η υπόθεσή του να απασχολεί τόσο ευρέως την ελληνική κοινωνία; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Θεόφιλος Καΐρης γεννήθηκε στην Άνδρο, το 1784. Σπούδασε στην περίφημη Σχολή των Κυδωνιών και, όταν έγινε 18 ετών, αφού χειροτονήθηκε διάκονος, έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Πίζας και έπειτα βρέθηκε στο Παρίσι, όπου και συνδέθηκε με σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής. Εκεί ήταν που δέχτηκε την επίδραση των διανοητών του Διαφωτισμού.

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, δέχτηκε πρόταση να αναλάβει τη διεύθυνση της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης, όπου παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα. Η επόμενη πρόταση ήρθε από τη Σχολή των Κυδωνιών, η οποία τον κάλεσε να αντικαταστήσει τον απερχόμενο διευθυντή, Βενιαμίν τον Λέσβιο. Ο Καΐρης αποδέχτηκε και, από το 1812 μέχρι και το 1821, οπότε και αποχώρησε, κατάφερε να διευρύνει με τη διδασκαλία του ακόμη περισσότερο τη φήμη της Σχολής.

Ο Θεόφιλος Καΐρης. Λιθογραφία του Betannier (Παρίσι, 1844), βασισμένη στον πίνακα του ζωγράφου Κριεζή. Πηγή εικόνας: now24.gr

Μετά την έκρηξη της Επανάστασης, ο Καΐρης κατάφερε να διαφύγει από τις Κυδωνιές και, συνοδεία μερικών μαθητών του, να περάσει στα Ψαρά, όπου και παρακίνησε τους κατοίκους να εξεγερθούν. Από εκεί έφυγε για την πατρίδα του, την Άνδρο. Στις 10 Μαΐου, κήρυξε την έναρξη της Επανάστασης στο νησί. Γενικά, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή του Αγώνα. Υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ήδη από το 1819, συμμετείχε το 1822, για δύο μήνες, σε εκστρατεία στον Όλυμπο (στην οποία, μάλιστα, τραυματίστηκε), συγκρότησε σώμα πολεμιστών από πρόσφυγες Κυδωνιάτες, ενώ συμμετείχε στις Εθνοσυνελεύσεις ως αντιπρόσωπος («παραστάτης») της Άνδρου. Μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην πολιτική του καριέρα ήρθε στις 11 Ιανουαρίου 1828, όταν εκφώνησε λόγο για την υποδοχή του Καποδίστρια στην Αίγινα.

Μετά το τέλος της Επανάστασης, νέος στόχος του έγινε η ίδρυση ενός Ορφανοτροφείου στην Άνδρο, στο πλαίσιο του οποίου θα λειτουργούσε και σχολή. Για τον σκοπό αυτό, έχοντας εν τω μεταξύ χειροτονηθεί πρεσβύτερος, ξεκίνησε περιοδεία στις ακμάζουσες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, ώστε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα κεφάλαια. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1835 και, λίγο αργότερα, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του Ορφανοτροφείου. Στο Ορφανοτροφείο, ο Καΐρης δίδασκε μόνος του (ενώ εφάρμοζε και το αλληλοδιδακτικό σύστημα) και σύντομα πέτυχε να διαδώσει τη φήμη της σχολής του. Ωστόσο, η διδασκαλία του στο Ορφανοτροφείο ήταν και αυτή που θα αποτελούσε την αρχή του τέλους της καριέρας του. Σύντομα άρχισαν να διαδίδονται φήμες, διστακτικά στην αρχή, εντονότερα στη συνέχεια, ότι ο Καΐρης δίδασκε στη σχολή του τις αρχές μιας δικής του έμπνευσης νέας θρησκείας, της «Θεοσέβειας».

Από νεαρή ηλικία, ο Καΐρης είχε αναπτύξει θρησκευτικές ανησυχίες. Η επαφή του με τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού έδρασε καταλυτικά, από κοινού με τις ανησυχίες του αυτές, στην αμφισβήτηση αρκετών δογμάτων της Ορθοδοξίας και στο σχηματισμό ενός νέου θρησκευτικού συστήματος, της Θεοσέβειας. Στο πλαίσιο αυτής, ο Καΐρης απέρριπτε τη θεϊκή φύση του Χριστού, την τριαδική υπόσταση του Θεού, την αυθεντία των Γραφών και πολλά από τα μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεχόταν την ύπαρξη ενός και μοναδικού Θεού, δημιουργού των πάντων, ο οποίος έπρεπε να γίνεται αντικείμενο σεβασμού από όλους, ενώ επέμενε στη μη αναγκαιότητα ύπαρξης μεσαζόντων ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό. Εισηγήθηκε, επίσης, νέες τελετές, νέο υμνολόγιο, γραμμένο στην αρχαία δωρική διάλεκτο, και νέο ημερολόγιο.

Το Ορφανοτροφείο του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο. Πηγή εικόνας: now24.gr

Πολύ σύντομα, οι φήμες περί διάδοσης μιας νέας θρησκείας άρχισαν να φουντώνουν, αναστατώνοντας την Ιερά Σύνοδο. Εκείνη την εποχή, μαίνονταν οι συγκρούσεις για το ζήτημα του Αυτοκέφαλου της Ελληνικής Εκκλησίας, οπότε επικρατούσε ήδη μεγάλη αναταραχή στη θρησκευτική ζωή της χώρας. Όταν ανέκυψε το ζήτημα του Καΐρη, η Ιερά Σύνοδος απαίτησε να εμφανιστεί και να ομολογήσει την πίστη του, τον Ιούλιο του 1839. Ο Καΐρης αρνήθηκε, για να λάβει, λίγο αργότερα, κυβερνητικό έγγραφο, με το οποίο η Σύνοδος εξέφραζε το ίδιο αίτημα, σε πιο αυστηρό τόνο. Όταν ο Καΐρης αρνήθηκε για δεύτερη φορά, η Σύνοδος προχώρησε σε πιο δραστικά μέτρα. Τον Οκτώβριο του 1839, ο Καΐρης συνελήφθη και μεταφέρθηκε από την Άνδρο με το πλοίο «Αθηνά», με κυβερνήτη τον Κωνσταντίνο Κανάρη.

Στις 21 Οκτωβρίου, η Ιερά Σύνοδος τον κάλεσε να ομολογήσει την πίστη του. Ο Καΐρης διατήρησε αδιάλλακτη στάση, αρνούμενος να υπακούσει, και παρατηρώντας ότι ένα ευνομούμενο κράτος, που καυχιέται ότι παρέχει στους πολίτες του το δικαίωμα στην ανεξιθρησκία, δε μπορεί να ελέγχει και να ζητά πειστήρια για την πίστη τους, διαφορετικά δεν απέχει πολύ από το Μεσαίωνα και τα δικαστήρια της Ιεράς Εξέτασης. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν ραγδαίες. Στις 23 Οκτωβρίου, η Ιερά Σύνοδος καθαίρεσε τον Καΐρη, απόφαση που τελικά αναβλήθηκε, κατόπιν παρεμβάσεως της Γραμματείας των Εκκλησιαστικών, η οποία ζητούσε να μην εκτελεστεί άμεσα η εντολή, με την ελπίδα ότι ο Καΐρης θα ακολουθούσε, τελικά, τον «ίσιο δρόμο». Η Σύνοδος αποδέχτηκε την απόφαση αυτή, επέμεινε, όμως, στην ανάγκη απομόνωσης του Καΐρη, τον οποίο και τελικά έθεσε υπό περιορισμό, πρώτα στη μονή Ευαγγελίστριας στην Σκιάθο και, κατόπιν, στη μονή Προφήτη Ηλία στη Σαντορίνη.

Όλο αυτό το διάστημα, ο Καΐρης προσπαθούσε, με τη βοήθεια των συγγενών του, να του παραχωρηθεί το δικαίωμα του επαναπατρισμού ή, έστω, της διαφυγής στο εξωτερικό. Τελικά, του επετράπη το δεύτερο και, την άνοιξη του 1842, αναχώρησε από τη Σύρο. Μετά από το πέρασμά του από διάφορες πόλεις, κατέληξε στο Λονδίνο, όπου τον περίμενε η θερμή υποδοχή και φιλοξενία ορισμένων παλιών μαθητών του. Ο Καΐρης δίδαξε για ένα διάστημα στην πόλη, σύντομα, όμως, η ανάγκη για επιστροφή στην πατρίδα έγινε εντονότερη.

Το 1844, μετά την εφαρμογή του Συντάγματος, και με βάση την αρχή περί ελευθερίας συνείδησης, αλλά και με τη βοήθεια του παλιού συμμαθητή του, Ιωάννη Κωλέττη, και του Γραμματέα των Εκκλησιαστικών, Μιχαήλ Σχινά, ο Καΐρης επέστρεψε στην Άνδρο. Εκεί παρέμεινε για τα επόμενα χρόνια της ζωής του, διδάσκοντας τους ελάχιστους πλέον μαθητές του Ορφανοτροφείου. Η αντιπαλότητά του, όμως, με την Εκκλησία δεν είχε λήξει. Το 1852, αναζωπυρώθηκαν ξανά οι φήμες γύρω από τη δημιουργία νέας θρησκείας, και στις 21 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, βρέθηκε να κατηγορείται για προσηλυτισμό και να δικάζεται στο Πλημμελειοδικείο της Σύρου, μαζί με 3 μαθητές του (τους Σπυρίδωνα Γλαυκωπίδη, Γρηγόριο Δεσποτόπουλο και Θεόφιλο Λουλούδη ή Μονοκόνδυλο). Το δικαστήριο καταδίκασε τον Καΐρη σε φυλάκιση δύο ετών και δέκα ημερών, ενώ τους μαθητές του σε μικρότερες ποινές. Κατόπιν αιτήματος της οικογένειάς του, όμως, η υπόθεση εξετάστηκε εκ νέου από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος απεφάνθη την αθώωση του Καΐρη, στις 19 Ιανουαρίου 1853. Ωστόσο, ήταν αργά γι’ αυτό, καθώς εκείνος είχε πεθάνει λίγο νωρίτερα, τη νύχτα της 9ης προς 10 Ιανουαρίου, στη Λαζαρέττα της Σύρου.

Προτομή του Θεόφιλου Καΐρη στη Χώρα της Άνδρου. Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Η μισαλλοδοξία της Εκκλησίας και των αρχών γέννησε μια στάση εξαιρετικά σκληρή απέναντι στο νεκρό «αιρετικό», όπως τον αποκαλούσαν. Έτσι, ο Καΐρης ετάφη στη Σύρο (και όχι στην αυλή του Ορφανοτροφείου του στην Άνδρο, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία), χωρίς να πραγματοποιηθεί νεκρώσιμη ακολουθία και χωρίς να επιτραπεί στον αδελφό του, Δημήτριο, να παρευρίσκεται. Σαν να μην έφτανε αυτό, την επομένη, μια ομάδα φανατισμένων πιστών, αφού ξέθαψε τη σορό του, άνοιξε το σώμα του και έριξε μέσα ασβέστη, ώστε να είναι σίγουρο πως δε θα μείνει ίχνος από το αιρετικό σώμα του. Αυτό ήταν το τρομερό τέλος ενός μεγάλου δασκάλου της Άνδρου, που, εξαιτίας των ιδεών του και παρά τη θέλησή του, έπεσε θύμα των θρησκευτικών συγκρούσεων και του φανατισμού της εποχής, γεγονός που του στοίχισε ακριβά.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό έργο (2000), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ΄: Νεώτερος ελληνισμός από 1833 ως 1881, Αθήνα: Εκδ. Αθηνών, σ. 81, 141-142.
  • Ευαγγελίδης, Τ. (1894), Ιστορία του Όθωνος Βασιλέως της Ελλάδος (1832-1862), Αθήνα: Αριστοτέλης Γαλανός, σ. 174-179, 425-442.
  • Frazee, C. (1987), Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, Αθήνα: Εκδ. Δόμος, σ. 187-190.
  • Θεοδοσίου, Σ., Δανέζης, Μ. (Φεβρουάριος 2006), Θεόφιλος Καΐρης, Ο εισηγητής του Θεοσεβισμού στην ΕλλάδαΙστορικά Θέματα, τ. 48, σελ. 104-117. Διαθέσιμο εδώ 
  • Πολέμης, Δ. Ι. (2003), Αλληλογραφία Θεοφίλου Καΐρη, εκδιδομένη υπό Δ. Ι. Πολέμη, Μέρος έκτον: Προσωπογραφικά, Άνδρος: Καΐρειος Βιβλιοθήκη, σ. 138-148. Διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοδώρα Κρέπη
Θεοδώρα Κρέπη
Γεννήθηκε το 2000 και ζει στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στην Καλαμάτα. Την ενδιαφέρουν η βυζαντινή και η σύγχρονη ιστορία. Επίσης, της αρέσουν τα ταξίδια, το διάβασμα και η μαγειρική.