13.3 C
Athens
Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΗ λύση στο διχασμό είναι πάντα ο πλουραλισμός!

Η λύση στο διχασμό είναι πάντα ο πλουραλισμός!


Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,

Το παρόν κείμενο αποτελεί το ξεχωριστό φόρο τιμής των Πολιτικών Θεμάτων στην επέτειο λειτουργίας τριών χρόνων του ΟffLine Post, το οποίο αδιαλείπτως προσφέρει βήμα έκφρασης σε δεκάδες νέους επιστήμονες από όλο το επιστημονικό και πολιτικό φάσμα, δείχνοντας εμπράκτως το σεβασμό που θρέφει τόσο στις αξίες της επιστημονικής εγκυρότητας όσο και στη διαφορετική γνώμη. Επιδιώκει να επιδείξει ότι απάντηση στην πόλωση είναι η πολυφωνία που ενοποιεί την πολιτική σκηνή και κοινωνία. Οι επιταγές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ηθικής δεοντολογίας καθίστανται οδηγός στην προσπάθεια ανάδειξης της αλήθειας και της παρουσίασης ποικίλων πρισμάτων των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα σε όλα τα πεδία.

Οι διχαστικές τάσεις στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και, κατ’ επέκταση, στην ελληνική κοινωνία εντοπίζονται εκ συστάσεως του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Παρότι πολιτειολογικά η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει κανένα κοινό τόπο με την Καποδιστριακή και την Οθωνική περίοδο, εντούτοις η πόλωση είναι διάχυτη σε κάθε ιστορική φάση της πολιτικής μας ιστορίας, άλλες φορές σε ηπιότερο βαθμό και άλλες σε εντονότερο, λαμβάνοντας ακόμη και διαστάσεις ολοκληρωτικού διχασμού, οι οποίες κατέληξαν σε διάσπαση της ενιαίας κρατική οντότητας με εκτεταμένα φαινόμενα βίας στην περίπτωση του Εθνικού Διχασμού και σε ένοπλη σύγκρουση στην περίπτωση του Εμφυλίου Πολέμου. Εάν συλλογιστεί κανείς τη μακιαβελική θεώρηση περί του δικαίου του ισχυρότερου, εύκολα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μοναδικό ζητούμενο είναι η εξουσία και δη στην ελληνική περίπτωση η ιδεολογική υπεροχή της Δεξιάς ή της Αριστεράς, και στερεί οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία, η οποία θα μπορέσει να διαφωτίσει τα συστατικά χαρακτηριστικά αυτής της τάσης στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας.

Από την άλλη πλευρά, η δημοκρατική θεώρηση «βλέπει» τη διαφωνία ως υγιή εκδήλωση του πλουραλισμού, σε σημείο το οποίο δε θίγονται τα δικαιώματα των πολιτών. Η αξία της πολυφωνίας είναι από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της μετα-νεωτερικότητας, αφού ο δημοκρατικός πλουραλισμός επιτάσσει την ελεύθερη έκφραση όχι μόνο της πλειοψηφίας, έστω και εάν αυτή είναι δημοκρατικά εκλεγμένη, αλλά και των μειοψηφιών, καθώς ο κυρίαρχος λαός εμπεριέχει και τις δύο. Η πλειοψηφία καθίσταται ως ο εκτελεστικός δρων, καθώς για να είναι λειτουργική η δημοκρατία πρέπει να ποσοτικοποιεί τα εκτελεστικά της όργανα, τους έχοντες την πολιτική εξουσία και κατά συνέπεια, τους κυβερνητικούς αποφασίζοντες. Η ποσοτική αυτή υπεροχή δεν αποκλείει τη συμμετοχή των μειοψηφιών στην πολιτική διαδικασία, καθώς η αρχή της αμεροληψίας, που εμπεδώνεται στην ελληνική έννομη τάξη, αποσαρθρώνει το μονισμό της πλειοψηφίας και προωθεί τον πλουραλισμό.

Πηγή εικόνας: zarpanews.gr

Ο διανοητής και διακεκριμένος πολιτικός επιστήμονας Giovanni Sartori ορίζει την πόλωση «ως μια φυγόκεντρο διαδικασία τείνουσα στη διάρρηξη της βασικής ομοφωνίας (consensus)» του πολιτικού συστήματος. Η ίδια η έννοια του “consensus”, όμως, εάν δε συνοδεύεται από αποφάσεις λαμβανόμενες από την ενισχυμένη πλειοψηφία, χάνει το ουσιαστικό της περιεχόμενο έναντι του πλουραλισμού, διότι η ευρεία συναινετική βάση απουσιάζει σε ένα πλουραλιστικό μοντέλο αποφάσεων. Το πολιτικό μας σύστημα μεταπολιτευτικά βασίστηκε στην εδραίωση του δικομματισμού, τον οποίο ήρθε να διασαλεύσει κατά τρόπο ιδιότροπο η οικονομική κρίση το 2008, θεωρώντας κάθε μικρότερο κόμμα στη Βουλή ως «αντι-συστημικό». Πρέπει να προσέχουμε, όμως, ότι αυτή τους η «αντι-συστημικότητα» δεν έγκειτο τόσο σε ιδεολογικά κριτήρια όσο σε ό,τι σχετίζεται με το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, το πελατειακό σύστημα, καθώς ανεξαρτήτως κομματικού καταστατικού, ο κάθε κομματικός πόλος –Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) και Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ)– είχε τόσο μία κατά αποκλειστικότητα εκλογική βάση με ποικίλα ιδεολογικά χαρακτηριστικά σε διαφορετικούς τομείς πολιτικής όσο και μία κοινή που εναλλασσόταν μεταξύ των δύο σε κάθε εκλογική αναμέτρηση και αναδείκνυε αντίστοιχα το «νικητή». Η πόλωση, λοιπόν, κατά Sartori, πηγάζει από την ευθεία σύγκρουση δύο ευρέων συναινετικών βάσεων που εναλλάσσονταν μεταξύ τους στην εξουσία. Ο πολιτικός ανταγωνισμός ήταν επί της ουσίας αυτός που πόλωνε την κοινωνία, η οποία με τη σειρά της επεδίωκε τα δικά της πελατειακά συμφέροντα.

Η πολυκομματική Βουλή μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση, διατηρεί το κομματικό χαρακτηριστικό του πολιτικού ανταγωνισμού, περιλαμβάνοντας δύο ισχυρά κέντρα πολιτικής επιρροής —ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ— με αποδυναμωμένο ρόλο, ωστόσο, σε σχέση με το παρελθόν, καθώς έχουν αυξηθεί σημαντικά οι έδρες των υπολοίπων κομμάτων, τα οποία, αν και δε μπορούν να αποτρέψουν την αυτοδυναμία της Κυβέρνησης στην ψήφιση νόμων, έχουν την πολλά υποσχόμενη δυναμική να επηρεάσουν τις αποφάσεις της μέσω του κοινοβουλευτικού ελέγχου και των προτάσεών τους στη διαβούλευση των νομοσχεδίων, που κατατίθενται στο Κοινοβούλιο. Για να συμβεί το τελευταίο, η καταγγελτική τους ρητορική πρέπει να συνοδεύεται από προτάσεις υλοποιήσιμων εναλλακτικών λύσεων και παραγωγικών παρατηρήσεων, εάν επιδιώκεται η μειοψηφία να αντιπροσωπεύεται επάξια και να προστατεύεται αποτελεσματικά από την αυθαιρεσία της πλειοψηφίας.

Το φαινομενικό τέλος της οικονομικής κρίσης, ενώ θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια νέα εποχή για την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, με τα προβλήματα και τις διαφωνίες που καλείται να αντιμετωπίσει κάθε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, αναλόγως των στόχων που έχει θέσει και των μεταρρυθμιστικών του προοπτικών, συνοδεύτηκε σχεδόν αμέσως από την πρωτοφανή παγκόσμια υγειονομική κρίση, η οποία έκαμψε την κανονικότητα του πολιτικού ανταγωνισμού. Η μνημονιακή περίοδος έθεσε σε κίνδυνο την οικονομική ασφάλεια του ατόμου, η οποία καθορίζει όχι μόνο τον αξιοπρεπή τρόπο διαβίωσής του, αλλά και το δικαίωμα να υλοποιήσει το δικό του σχέδιο ευτυχίας, το οποίο μέχρι τότε νοείτο για τον Έλληνα πολίτη ως ο καταναλωτικός παράδεισος αγαθών και υπηρεσιών, η δυνατότητα να αγγίξει την πολυτέλεια, όπως εκείνος την αντιλαμβανόταν από την ασφάλεια της μεσαιοστρωματικής βαθμίδας, όπου ανήκε. Η οικονομική κρίση τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι η άνεση που απολάμβανε στη σφαίρα της ατομικότητάς του, έπρεπε να ανατραπεί και να περιοριστεί σε καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες θεμελιώδους χαρακτήρα, εξαιτίας του περιορισμού της αγοραστικής του δύναμης, χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείψει όλες τις κοινωνικές του δραστηριότητες.

Πηγή εικόνας: news2u.gr

Εν αντιθέσει με την μνημονιακή περίοδο, όπου το «μήλο της έριδος» αφορούσε τα δημοσιονομικά της χώρας και τον αισθητό περιορισμό των οικονομικών και κοινωνικών παροχών, θέτοντας ως δίλημμα ποια απόφαση είναι καλύτερη και κατ’ επέκταση ποιο κόμμα, ακόμη και με ιδεολογικούς όρους, είναι το καταλληλότερο να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση, η πανδημία επηρέασε την πολιτική σκηνή με ένα και μοναδικό ερώτημα: «ποια είναι η ορθή απόφαση;». Αναλυτικότερα, μία είναι η σωστή απόφαση, γιατί ένας είναι ο ιός και μία είναι η ζωή που αυτός απειλεί. Για πρώτη φορά μεταπολεμικά, τέθηκε στο προσκήνιο η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής, όχι απλά η αξιοπρεπής διατέλεσή της, που κατοχυρώνεται συνταγματικά από μία σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων, γραφειοκρατικά από την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και οικονομικά από την ελευθερία της αγοράς και τις ευκαιρίες οικονομικής ευμάρειας που μπορεί να προσφέρει με όρους ρίσκου-οφέλους. Εντυπώθηκε ο φόβος στους πολίτες όχι για το πώς θα είναι η αυριανή του ημέρα, αλλά για το αν θα υπάρξει αυτή η μέρα. Σε πολιτικούς όρους, ο φόβος αυτός μεταφράστηκε ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης, με την αναστολή της ομαλής λειτουργίας του Κοινοβουλίου και τη θέσπιση μέτρων κατά της πανδημίας, μέσω Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, οι οποίες διαθέτουν προσωρινό και έκτακτο χαρακτήρα.

Ο πλουραλισμός των απόψεων σε συνδυασμό με μία σειρά συνταγματικών δικαιωμάτων (ελευθερία κυκλοφορίας, δημόσια συνάθροιση κ.λπ.)  αναστάλθηκαν  και αντικαταστάθηκαν από το μονισμό της επιστήμης, καθώς σε αυτήν μία είναι η αντικειμενική αλήθεια. Δύο ήταν τα διαθέσιμα όπλα στην αντιμετώπιση του αόρατου εχθρού: το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), σε συνδυασμό με τις υποδείξεις που παρείχαν βάσει της ειδίκευσής τους τα μέλη του και κρίθηκαν ως οι καθ’ ύλην αρμόδιοι από τους κυβερνώντες –με τις όποιες παθογένειες παρουσίαζε και συνεχίζει να παρουσιάζει– και η ατομική ευθύνη. Το πρώτο υποτάσσεται στον άμεσο έλεγχο και στις εντολές της Πολιτείας, ενώ το δεύτερο επιστρατεύεται δυσκολότερα, διότι η ελεύθερη βούληση του ατόμου είτε ορθολογική είτε ανορθολογική, έλλογη ή ψυχοσυναισθηματική είναι θεμιτή στο πλαίσιο της δημοκρατικής έκφρασης, αλλά δύσκολα κατευθύνεται. Η ελεύθερη έκφραση της ατομικότητας στην αστική δημοκρατία δύναται να καμφθεί —όπως όντως συνέβη– από την επιταγή του γενικού συμφέροντος και της δημόσιας υγείας, λόγω του ότι η κατάλυση της γενικής ευημερίας συνεπάγεται και αδυναμία εκδήλωσης του ατομισμού. Στην περίπτωση του κορονοϊού απειλήθηκαν και τα δύο προαναφερθέντα και κάθε αντίθετη άποψη κρίθηκε επιζήμια και μετέπειτα ποινικά κολάσιμη με τη μορφή προστίμου ή/και φυλάκισης, στοχεύοντας στην επικινδυνότητα της συνωμοσιολογίας και της άρνησης συμμόρφωσης στις συστάσεις των ειδικών.

Τα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας και των αντοχών του ΕΣΥ αμφισβητούνταν όλο και περισσότερο, όταν η παροδικότητα της έκτακτης ανάγκης έπαιρνε —και συνεχίζει να παίρνει— έναν πιο μόνιμο χαρακτήρα, χωρίς να μπορούν οι επιστήμονες, οι οποίοι έχουν κριθεί πολιτικά και κοινωνικά ως αρμόδιοι, να υπολογίσουν, ακριβώς, το τέλος της πανδημίας και την επιστροφή στην κανονικότητα. Ο φόβος και η είσοδος της κοινωνίας σε μια «εμπόλεμη» κατάσταση, που της στερεί την παλιά της καθημερινότητα, αλλά ενισχύει τα ήδη υπάρχοντα οικονομικά της προβλήματα, έχει ξεπεράσει τα όρια της υπομονής της και ψάχνοντας να αποδώσει την ευθύνη για τους σωστούς και λάθος χειρισμούς στην πολιτική, ορθώς πράττοντας, καταβάλλοντας, ταυτοχρόνως, προσπάθεια να προσαρμόσει το χθες της στο σήμερα, μεταφέροντας την πόλωση για τις ποικίλες θεωρήσεις του ενός κορονοϊού σε όλα τα επίπεδα. Οι παραδοσιακοί πολιτικοί παράγοντες, τα κόμματα, πολιτικοποιούν τον «ανθρώπινο» ιό, αυτοαναιρώντας τα λεχθέντα και πεπραγμένα τους αναλόγως των εξελίξεων, διαφωνώντας ακόμη και εσωκομματικά. Η έκτακτη συνθήκη επιφέρει μεγάλη σύγχυση, η οποία διογκώνεται, όταν αντί της προώθησης της κοινωνικής συσπείρωσης για ένα πρόβλημα, που αφορά όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, εισοδήματος, τόπου διαμονής, φύλου και εν γένει, οποιουδήποτε άλλου ταυτοτικού προσδιορισμού, γίνεται μικροπολιτική αντιπαράθεση, όχι στο πλαίσιο του γόνιμου διαλόγου που θα τονίσει τις αδυναμίες και θα επιφέρει λύσεις, αλλά στην επιμονή του αλάθητου της γνώμης του καθενός.

Πηγή εικόνας: philenews.com

Το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί έτη περαιτέρω με την εκστρατεία του εμβολιασμού. Η υποχρεωτικότητα ή μη του εμβολίου θίγει ευθέως την αυτοδιάθεση του ατόμου για το πώς διαθέτει το σώμα του, αλλά καθίσταται ταυτοχρόνως απαραίτητη, ώστε να προστατευτεί το συλλογικό αγαθό της δημόσιας υγείας. Χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν μας τις συνωμοσιολογικές και καταστροφολογικές ερμηνείες περί εμβολίου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πέραν του φόβου για τις συνέπειες του ιού, υπάρχει και ο φόβος να χορηγήσει κανείς στον εαυτό του κάτι το οποίο δεν εμπιστεύεται. Η έλλειψη εμπιστοσύνης μπορεί να οφείλεται σε ελλιπή ενημέρωση για την ασφάλεια των εμβολίων, σε διαφωνίες που υπάρχουν εντός της ίδιας της ιατρικής κοινότητας για το συγκεκριμένο ζήτημα και προκαλούν σύγχυση στους πολίτες, στην απεριόριστη πρόσβαση που προσφέρει η τεχνολογία σε πληροφορίες, η οποία, ωστόσο, προκαλεί την αμφισβήτηση προς την επιστημοσύνη με τη νοοτροπία του «το έχω διαβάσει, το ξέρω» ή ακόμη και στον ενδογενή ανθρώπινο φόβο. Η πόλωση πραγματώνεται με πολιτικούς όρους, όταν το κράτος θεσπίζει μέτρα για εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, θέτοντας πλήθος περιορισμών στην εργασιακή και κοινωνική τους καθημερινότητα, ώστε να διχάζονται τόσο απέναντι στην Πολιτεία όσο και στους εμβολιασμένους συμπολίτες τους, οι οποίοι με τη σειρά τους περνούν σε ένα αλόγιστο κατηγορητήριο ανευθυνότητας, εξισώνοντας όλες τις κατηγορίες των συμπολιτών τους.

Ο σεβασμός της αντίθετης άποψης και η μη δίωξη για αυτήν καθίσταται η πεμπτουσία της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Το γενικό συμφέρον θεμελιώνει τη δημοκρατία, ώστε να μετουσιώνονται εμπράκτως οι λειτουργίες της και να εναποτίθεται στα χέρια του κυρίαρχου λαού το μέλλον της με μοναδική ρήτρα την προστασία αυτής. Όταν, όμως, η αντικειμενική αλήθεια της επιστήμης συγκρούεται με τον πλουραλισμό των απόψεων και ιδιαίτερα, εντός του πλαισίου έκτακτης ανάγκης, οφείλεται να ανευρίσκεται από τους πολιτικούς ιθύνοντες η χρυσή τομή που θα συμφιλιώνει κρατοδικαιικά το άσπρο με το μαύρο σε μια γκρίζα ζώνη, η οποία θα προστατεύει τους πολίτες από τον κίνδυνο, θα εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας και θα σέβεται την αντίθετη γνώμη, προβάλλοντας το κοινό συμφέρον χωρίς να διχάζει την κοινωνία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Βλαχόπουλος Σ. (2017), Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη
  • Βούλγαρης Γ., Νικολακόπουλος Η., Ριζάς Σ., Σακελλαρόπουλος Τ., Στεφανίδης Ι. (2011), Ελληνική Πολιτική Ιστορία 1950-2004, Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ
  • Τασόπουλος Γ. Α. (2014), Η ΛΑΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ, Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ
  • Σπανού Κ. (2000), Διοίκηση, Πολίτες και Δημοκρατία, Εκδόσεις Παπαζήση
  • Clogg R. (2012), Σύντομη Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ-Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοδώρα Αγγελοπούλου
Θεοδώρα Αγγελοπούλου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτη του Πρότυπου ΓΕΛ Αναβρύτων και πλέον πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων, ημερίδων και προσομοιώσεων σχετικά με την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, την άμυνα και τη δημόσια διοίκηση ήδη από τα σχολικά χρόνια και το ενδιαφέρον της προς αυτά συνεχίζει αμειώτο. Γνωρίζει άριστα αγγλικά και γαλλικά ενώ στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον κλασσικό και σύγχρονο χορό.