20.5 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΗ αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του στρατηγού Μακρυγιάννη: 'Hρωας της Επανάστασης ή μισθοφόρος του...

Η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του στρατηγού Μακρυγιάννη: ‘Hρωας της Επανάστασης ή μισθοφόρος του συμφέροντος;


Του Κωνσταντίνου Δήμου,

Πολλά είναι αυτά που έχουν ακουστεί και γραφτεί για την προσωπικότητα του Ιωάννη Μακρή ή, όπως είναι γνωστός στη λαϊκή συνείδηση, για το πρόσωπο του στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη, ενός σημαντικού αγωνιστή εξαιτίας της συνεισφοράς του στις επαναστατικές προσπάθειες, που γινόντουσαν στον ελλαδικό χώρο. Ωστόσο, στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε το Μακρυγιάννη κάτω από μια πιο κριτική ματιά, προσπαθώντας να τον αποτυπώσουμε περισσότερο ρεαλιστικά, παρά εξωραϊστικά. Ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχουμε, είναι μέσω της ενδελεχούς εξέτασης των «Απομνημονευμάτων» του, τα οποία αποτελούν την κατεξοχήν πρωτογενή ιστορική πηγή για τη μελέτη της ψυχοσύνθεσης του Στρατηγού.

Ο Μακρυγιάννης θα ξεκινήσει με τα λίγα κολλυβογράμματα που έμαθε, για να γράφει τα απομνημονεύματά του, εν είδει προσωπικού ημερολογίου, στις 26 Φεβρουαρίου 1826, στο Άργος, με φιλοδοξία του όχι την αναγνώρισή του ως ενός φιλολογικού έργου, αλλά ως μιας ιστορικής μαρτυρίας, με σκοπό την εξιστόρηση της ιστορικής αλήθειας. Ο ίδιος προσπάθησε να κρατήσει το συγγραφικό του έργο μυστικό, φοβούμενος ότι θα προσπαθούσαν να το καταστρέψουν, γι’ αυτό και τελικά, έκρυψε τα πρωτόλεια κείμενά του σε έναν τενεκέ στο υπόγειο του σπιτιού, χωμένο κάτω από κάτι παλιόξυλα. Τελικά, το 1901, ο γιος του Κίτσος Μακρυγιάννης θα τα ανακαλύψει και θα τα παραδώσει στο φίλο του και λόγιο Γιάννη Βλαχογιάννη, δημοσιεύοντάς τα αποσπασματικά, το 1904, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (3/7/1904-12/9/1904) και στη συνέχεια, εκδίδοντάς τα το 1907.

Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης αμύνεται στην Περαία, λιθογραφία του Peter Von Hess, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού. Πηγή εικόνας: el.m.wikipedia.org

Ο γραπτός λόγος του Μακρυγιάννη καταφέρνει να καλύψει σχεδόν στο σύνολό του όλο το χρονικό της Εθνική Παλιγγενεσίας του ’21, μέχρι και τα επακόλουθα της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και τη μετάβαση από την απόλυτη στη συνταγματική μοναρχία, μιλώντας για όλους και για όλα. Εδώ, όμως, είναι που εντοπίζεται και το πρόβλημα της αξιοπιστίας των γραπτών του Μακρυγιάννη: κανένας άλλος μάρτυρας δεν είναι πλέον ζωντανός, ώστε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τα λόγια του. Ο Μακρυγιάννης φαίνεται να αρέσκεται στη δημιουργία μιας εξιδανικευμένης εικόνας «υπερπατριώτη» για τον εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα δε διστάζει να υπονομεύσει τους πρώην συναγωνιστές, φίλους και συνεργάτες του, με την εξαίρεση ορισμένων προσώπων τα οποία βρέθηκαν κάτω από τη διοίκησή του, θέλοντας να αποδώσει τα του «Καίσαρος τω Καίσαρι» σ’ αυτούς που τον επιβουλεύονταν. Γι’ αυτό και αρκετές φορές, ο Μακρυγιάννης θα μνημονεύσει θετικά τον ηρωισμό και την αυτοθυσία που επέδειξαν οι Έλληνες στις μάχες της Αλαμάνας, των Βασιλικών, του Λαγκαδά, στο χάνι της Γραβιάς, αλλά θα συκοφαντήσει (;) τους πρωτεργάτες της Επανάστασης.

Εκτός αυτού, η αφήγηση του Στρατηγού και η παρακολούθηση των γεγονότων αποδεικνύεται πολύ δύσκολη και δυσερμήνευτη, όχι τόσο εξαιτίας της γλώσσας που χρησιμοποιεί και της προφορικότητας που διακατέχει το σύνολο του κειμένου, όσο μάλλον λόγω της γλαφυρής-πυκνογραμμένης αφήγησης που βρίθει από ιστορικά στοιχεία, ονόματα, ημερομηνίες, λεπτομέρειες και υποσημειώσεις.

Ο Μακρυγιάννης μαχόμενος, λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του βιβλίου “Ο μπαρμπα-Γιάννης Μακρυγιάννης”, εκδ. Στρατίκη. Πηγή εικόνας: ellada.cy

 Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο Μακρυγιάννης γεννήθηκε το 1797 στο Λιδορίκι, συγκεκριμένα στο χωριό Αβορίτη. Από πολύ νωρίς θα βιώσει την τουρκική καταπίεση, και αυτός και η οικογένεια του θα κινδυνεύσουν ουκ ολίγες φορές να χάσουν τη ζωή τους. Έκτοτε, από πολύ νεαρή ηλικία, θα θελήσει να αποτινάξει τον οθωμανικό ζυγό και να απελευθερώσει την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο ίδιος θα συμμετέχει και θα αφηγηθεί ορισμένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του Αγώνα, όπως οι συμπλοκές στην περιοχή της Άρτας κατά την κήρυξη της Επανάστασης το 1821, την κάθοδο του Δράμαλη (1822) και την απόβαση του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο (1825-6). Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησής του μάλλον αναλώνεται γύρω από τα πρόσωπα και τις σχέσεις -φιλικές και εχθρικές- που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον ίδιο, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και το πρωτοπαλίκαρο αυτού, τον Ιωάννη Γκούρα, αλλά και στον αρνητικό σχολιασμό πολλών εκ των οπλαρχηγών και πολιτικών που έδρασαν την εποχή εκείνη, κατηγορώντας τους ως υπεύθυνους για την κατάντια της χώρας και την απώλεια αθώων.

Συγκεκριμένα, σε όλη την έκταση της αφήγησής του, θα εκτοξεύσει δριμύτατο «κατηγορώ» κατά μελών της Πολιτικής Διοίκησης, όπως προς τον Ιωάννη Κωλέττη, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τους Λάζαρο και Γεώργιο Κουντουριώτη, τον Ανδρέα Μεταξά, τον Ανδρέα Ζαϊμη, τους Ανδρέα και Νικόλαο Λόντο, ενώ συχνά ειρωνεύεται και τους στρατιωτικούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και το Γεώργιο Καραϊσκάκη για τη φιλοχρηματία τους και το ελληνικό ιδίωμα της διχόνοιας, που χαρακτηρίζει τους Έλληνες, ειδικά τη στιγμή που η πατρίδα απειλείται από τις δυνάμεις της Υψηλής Πύλης και τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ. Στα επόμενα βιβλία του, μάλιστα, θα λοιδορήσει μέχρι και τον Ιωάννη Καποδίστρια και τα αδέλφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο, ως άτομα που δεν ήθελαν το καλό του τόπου, παρά μονάχα κοίταζαν το συμφέρον της τσέπης τους, ενώ θα ασκήσει στο «ψεύτη» και «υποκριτή» Κυβερνήτη αυστηρή κριτική για τις πολιτικές του αποφάσεις και με το ποιους συνδιαλέγεται.

Ο Καραϊσκάκης και ο Μακρυγιάννης στην Ακρόπολη των Αθηνών, σε ελαιογραφία του Θεόδωρου Βρυζάκη, Εθνική Πινακοθήκη. Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Εδώ είναι και το σημείο που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον: ο Μακρυγιάννης πολλές φορές πέφτει σε αντιφάσεις στην προσπάθεια του να παρουσιάσει τον εαυτό του ως άμοιρο ευθυνών. Οι αναφορές που κάνει στα γρόσια και στους μιστούς και στα κεκτημένα του από τις πολεμικές εκστρατείες και τις δηώσεις είναι υπερβολικά πολλές για να μη ληφθούν υπόψιν ως ένδειξη ενός φιλοχρήματου πνεύματος, το οποίο ναι μεν «γρόσια δεν θέλω, δεν πουλιώμαι δια γρόσια. Δεν ορκίστηκα δι’ αυτά, ορκίστηκα δια την πατρίδα», αλλά από την άλλη δε δίστασε να συνεργαστεί με αυτούς που πρωτύτερα κατηγορούσε (μη ξεχνάτε ότι γράφει σχεδόν παράλληλα, λίγο αργότερα αφότου έχουν συμβεί τα γεγονότα), ακόμη και να κάνει καβγά με τους Ρουμελιώτες του Καραϊσκάκη για τους μισθούς του ίδιου και των στρατιωτών του.

Ο Μακρυγιάννης κατέληξε να γίνει ένας από τους πλουσιότερους καπετάνιους της Ρούμελης, καθότι αποφάσισε να αυτομολήσει από το Εκτελεστικό (Ναύπλιο) τον Οκτώβριο του 1823, όντας δυσαρεστημένος με τη διακυβέρνηση των Κολοκοτρωναίων, και να υπηρετήσει στον τακτικό στρατό της «νόμιμης» κυβέρνησης που αργότερα συγκρότησε το Βουλευτικό (μεταφέρθηκε από τη Σαλαμίνα το Άργος) στις αρχές του 1823. Φυσικά, ο Μακρυγιάννης ισχυρίζεται ότι το έκανε «δια την πατρίδα», αλλά δε μπορεί να αποκλειστεί η άποψη πως ο Στρατηγός απλώς πρόσφερε τις μισθοφορικές υπηρεσίες του στο μεγαλύτερο πλειοδότη, αφού του προσφέρθηκαν 200.000 γρόσια. Άλλωστε, ο Μαυροκορδάτος από τη νέα θέση του ως πρόεδρος της Βουλής και διευθυντής της Δυτικής Ελλάδας ήταν ο διαχειριστής του αγγλικού δανείου και μαζί με τον Υδραίο και νέο πρόεδρο του Εκτελεστικού, Γεώργιο Κουντουριώτη (4/1/1824), είχαν βάλει ως στόχο να «ξεκάμουν» τους οπλαρχηγούς μεταξύ τους.

Όπλο του Μακρυγιάννη, φωτογραφία του Τηλέμαχου Ευθυμιάδη, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα. Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Ο Μακρυγιάννης θα αναφερθεί εκτενώς στο Μαυροκορδάτο με αποδοκιμαστικά λόγια, χαρακτηρίζοντας τον ειρωνικά ως «δουλευτή» και «ζυμάρι των Τούρκων», «Εκλαμπρότατο», «εντολοδόχο των ξένων» και «αγαπημένο των τυράγνων», που κατάφερε μαζί με τη συμμορία του τον εμφύλιο σπαραγμό, τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και την καταδίκη του αθυρόστομου Ρουμελιώτη Καραϊσκάκη. Πράγματι, ο Μακρυγιάννης αναφέρει πως οι αγωνιστές στη μεταοθωμανική Ελλάδα θα κυκλοφορούν πάμφτωχοι στους δρόμους, ενώ τα «παιδιά των Τούρκων» θα καταφέρουν τη διαγραφή των χρεών τους.

Οι χαρακτηρισμοί, όμως, αυτοί στα γραπτά του Μακρυγιάννη ενάντια στους κυβερνητικούς, δε σημαίνει ότι ο ίδιος δεν έστρεψε τα όπλα του ενάντια στους πρώην φίλους και συμμάχους του. Ο συναγωνιστής του Μακρυγιάννη, Κάρπος Παπαδόπουλος, θα δηλώσει ότι ο Μακρυγιάννης «ήταν ο κυριότερος μοχλός του Εμφυλίου Πολέμου, που προκάλεσε τον αφανισμό του Μοριά», χάρη στην εξαγορά των Ρουμελιωτών καπεταναίων με τέχνασμα. Με την άποψη αυτή θα συμφωνήσει και ο μετέπειτα υπουργός Γιαννάκης Βλαχάκος. Χαρακτηριστική είναι η φράση του: «Δυσσέας, Γκούρας και οι άλλοι Ρουμελιώτες, καθώς και οι Πελοποννήσιοι, σάς θέλουν δούλους, με τη δύναμη σας να τηράνε τα νιτερέσια τους, να γυμνώνουν την πατρίδα, καθώς τα λεπετε, να παίρνουν τα καλύτερα υποστατικά και να κάνουν συχνούς εφύλιους πολέμους (…)». Για τις υπηρεσίες του στον πόλεμο, η Διοίκηση θα τον κάνει αρχιστράτηγο τον Αύγουστο του  1824. Κατά τον Βλαχογιάννη, το Δεκέμβριο θα προβιβαστεί ως στρατηγός στο πλευρό του Κωλέττη.

Ο γηραιός πλέον Στρατηγός, του ζωγράφου Αιμίλιου Προσαλέντη. Πηγή εικόνας: el.m.wikipedia.org

Επιπροσθέτως, ο Μακρυγιάννης ισχυρίζεται ότι ο Κωλέττης είχε θητεύσει δίπλα στον Αλή πασά και το Μουχτάρπασιά με την ιδιότητα του γιατρού, προτού γίνει οπλαρχηγός και έπειτα πολιτικός, δίπλα στους «ξεκλισμένους» (διεφθαρμένους) ανθρώπους του Αρείου Πάγου. Τον κατηγορεί ως τον ηθικό αυτουργό που μηχανεύτηκε τις πάμπολλες απόπειρες κατά της ζωής του Ανδρούτσου, αλλά και την εκτέλεσή του στην Ακρόπολη από τον τότε φρούραρχο των Αθηνών, τον ανήθικο Γκούρα. Ο Ανδρούτσος αποτελούσε το αντίπαλο δέος και κατεξοχήν εμπόδιο για την κατάληψη της εξουσίας, καθώς ο τελευταίος είχε κερδίσει την επιρροή και τη συμπάθεια του λαού, ενώ στις 24 Σεπτεμβρίου 1822 είχε καταφέρει να αναλάβει το αξίωμα του αρχιστράτηγου της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Ο Κωλέττης είχε προτείνει στο Μακρυγιάννη να δολοφονήσει το συμπολεμιστή του Ανδρούτσο, αλλά αρνήθηκε, προφασιζόμενος, όπως και σε άλλα σημεία του έργου του, ότι κάτι τέτοιο μόνο τους Τούρκους και τα παιδιά τους θα ωφελούσε.

Εν κατακλείδι, τα παραπάνω μάς βάζουν σε σκέψεις σχετικά με την αξία των λόγων του Μακρυγιάννη: «Είμαστε στο εμείς, και όχι στο εγώ». Αξία λογοτεχνική, πολιτική, ιστορική, ή βιωματική;


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Στρατηγού Μακρυγιάννη (1907) Απομνημονεύματα, δίτομο έργο, μτφ.-επιμ. Γιάννης Βλαχογιάννης, Αθήνα: Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ειδική έκδοση για την εφημερίδα Η Καθημερινή
  • Παναγόπουλος, Θεόδωρος Δημοσθένης (2012), Όλα στο Φως, Αθήνα: Εκδ. Ενάλιος

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Δήμου
Κωνσταντίνος Δήμου
Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1996. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού στις Διεθνείς Σχέσεις από το Cardiff University της Ουαλίας και απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, με ειδίκευση στην Ιστορία. Ασχολείται με την αναθεωρητική ιστορική έρευνα και τις στρατηγικές σπουδές υπό το πρίσμα της σχολής σκέψης του Ρεαλισμού. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος εθελοντικών δράσεων, ενώ τα ενδιαφέροντα του περιλαμβάνουν το τένις, τη δυστοπική λογοτεχνία, τις ταινίες δράσης των 80s και την sci-fi pop κουλτούρα γενικότερα.