17.9 C
Athens
Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΙστορία1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΤα πρωτόκολλα του Λονδίνου κατά τα έτη 1828-1829 και οι διπλωματικές ενέργειες...

Τα πρωτόκολλα του Λονδίνου κατά τα έτη 1828-1829 και οι διπλωματικές ενέργειες του Ιωάννη Καποδίστρια


Της Ευαγγελίας Κατσιγιάννη,

Η ελληνική επανάσταση από την έναρξή της δεν υπήρξε απλώς ένα στρατιωτικό κίνημα. Είναι γεγονός πως πέραν των πολεμικών επιχειρήσεων, καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνικού επαναστατικού αγώνα, η διπλωματία διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο για την επιτυχή εξέλιξη των πραγμάτων. Ιδίως μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1828, δεν είναι υπερβολή να θεωρηθεί ότι οι διπλωματικές συζητήσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, δηλαδή τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία υπήρξαν το κατεξοχήν μέσο για την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων, κυρίως όσον αφορά την οριοθέτηση του πολιτεύματος, την επίλυση του ζητήματος της έκτασης των συνόρων και της επικυριαρχίας του Σουλτάνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό αποτελούν τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου, που υπογράφηκαν λίγο μετά τη Διάσκεψη του Πόρου κατά τα έτη 1828 και 1829. Πρόκειται για συμφωνίες μεταξύ των εκπροσώπων των Μ. Δυνάμεων αναφορικά με τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος.

Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 16ης Νοεμβρίου 1828 αρχικά συνήφθη από τους πρέσβεις της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με στόχο τη σύσταση ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους στην περιοχή της Πελοποννήσου και των Κυκλάδων, υπό την προϋπόθεση να απομακρυνθούν τα ελληνικά στρατεύματα εκτός του Ισθμού και να εκκενωθεί η Πελοπόννησος από τα γαλλικά στρατεύματα του στρατηγού Joseph Maison. Βέβαια, η συμφωνία αυτή δυσαρέστησε την ελληνική πλευρά. Παράλληλα, ενώ το ελληνικό ζήτημα έως τότε φαινόταν να εξελίσσεται ικανοποιητικά, με τους πρεσβευτές των ξένων δυνάμεων να δηλώνουν τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους στον Πόρο ότι είναι διατεθειμένοι να δεχτούν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, με σύνορα από την Άρτα μέχρι τον Παγασητικό Κόλπο, συμπεριλαμβανομένων και των νησιών της Εύβοιας της Σάμου και ίσως της Κρήτης, η ελληνική κυβέρνηση καλούνταν να αντιμετωπίσει μια δυσμενή για την Ελλάδα πολιτική από την πλευρά της Ευρώπης.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831), προσωπογραφία από το ζωγράφο Διονύσιο Τσόκο,Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα. Πηγή εικόνας: sansimera.gr

Ο Ιωάννης Καποδίστριας μπροστά σ’ αυτή τη δεινή εξέλιξη αποφάσισε να λάβει αμέσως δράση. Στις 3 Ιανουαρίου 1829 έστειλε επιστολή στον Υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, Auguste De La Feronnays, διευκρινίζοντας πως δεν ήταν δυνατόν η έκταση της Ελλάδας να περιοριστεί στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες, μήτε να τερματιστούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα ή να αποχωρήσουν ολοσχερώς τα γαλλικά στρατεύματα από την Πελοπόννησο, αφήνοντας απροστάτευτες τις ελληνικές δυνάμεις. Ερχόμενος, επίσης, στις 14 Δεκεμβρίου 1828 σε επικοινωνία με τον Ρώσο Αντιπρεσβευτή της Ελλάδας μετέφερε εν συνεχεία μέσω αυτού ένα υπόμνημα στον Τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο Α’, ζητώντας την υποστήριξή του για το αίσιο τέλος της ελληνικής υπόθεσης. Ο Τσάρος, που στο μεταξύ είχε ξεκινήσει νέο πόλεμο κατά του Σουλτάνου, έχοντας βλέψεις στο Αιγαίο και βλέποντας στο πρόσωπο του Καποδίστρια έναν αξιόλογο σύμμαχο για τη Ρωσία, φάνηκε αρκετά πρόθυμος να αλλάξει την πολιτική του απέναντι στους Έλληνες. Οι διπλωματικές κινήσεις του Κυβερνήτη εν τέλει δεν φάνηκαν χωρίς αντίκρισμα κι έτσι κατά τους πρώτους μήνες του 1829 η στάση της Ρωσίας και της Γαλλίας φάνηκε να αλλάζει εκ νέου.

Αυτή η ξαφνική αλλαγή συμπεριφοράς της Γαλλίας και τις Ρωσίας οδήγησε στην τροποποίηση του Πρωτοκόλλου του 1828, με τη σύναψη ενός νέου στην αγγλική πρωτεύουσα στις 22 Μαρτίου 1829. Ο Έλληνας Κυβερνήτης, λοιπόν, κατόρθωσε μέσω της διπλωματικής οδού να ανατρέψει κατά μεγάλο μέρος αυτή την πρώτη απευκταία συμφωνία του Λονδίνου, αντικαθιστώντας τη με μία νέα αρκετά πιο κοντινή στις συστάσεις της Διάσκεψης του Πόρου, αν και πάλι όχι ιδανική. Το Πρωτόκολλο της 22ης Μαρτίου 1829 προέβλεπε τη δημιουργία μιας αυτόνομης Ελλάδας εντός της συνοριακής γραμμής Αμβρακικού-Παγασητικού, συμπεριλαμβανομένων των Κυκλάδων υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης προς την οποία θα καταβάλλονταν ετησίως 1.500.000 γρόσια, καθώς και την παροχή αμνηστίας και δικαιώματος μετανάστευσης εκατέρωθεν αλλά και αποζημιώσεων για τα οθωμανικά κτήματα στον ελλαδικό χώρο. Παράλληλα, κατόπιν προτροπής του Άγγλου αντιπροσώπου, ο Σουλτάνος θα είχε δικαίωμα όχι μόνο να αναθεωρήσει τα ελληνικά σύνορα, σε περίπτωση που η πρόταση των ξένων δυνάμεων δεν τον έβρισκε σύμφωνο, αλλά και να συμμετέχει στην ανάδειξη του ανώτατου άρχοντα της Ελλάδας. Το πιο δυσμενές, ωστόσο, κομμάτι του νέου Πρωτοκόλλου ήταν η απόφαση για ανακωχή και άμεση εκκένωση της Στερεάς Ελλάδας από τα ελληνικά στρατεύματα.

Ο Τσάρος Νικόλαος Α’ (1796-1855), ελαιογραφία του Franz Krüger (1830), μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Η νέα αυτή συμφωνία –όπως ήταν φυσικό– προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στην ελληνική πλευρά. Το αποκορύφωμα των αρνητικών συνεπειών της ήρθε όταν ο Άγγλος Αντιπρέσβης Edward Dawkins ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση την ανάκληση όλων των στρατευμάτων εντός των ορίων της χώρας, όπως εκείνα προβλέπονταν βάσει του Πρωτοκόλλου του 1828. Ο Καποδίστριας δεν δέχθηκε να συμμορφωθεί με αυτή την εντολή και, αξιοποιώντας τη διπλωματική του ευστροφία, αποφάσισε να στείλει στον Βρετανό Αντιπρέσβη απάντηση, με την οποία ανέτρεπε τη νομική βάση της αιτήσεως των Δυνάμεων, επικαλούμενος άγνοια για το Πρωτόκολλο της 16ης Νοεμβρίου 1828, που άλλωστε δεν είχε κοινοποιηθεί από τις Δυνάμεις στην Ελλάδα, ζητώντας επαναδιαπραγμάτευση των όρων της συμφωνίας. Προς επίρρωση των λόγων του, ο Κυβερνήτης ανέφερε, επίσης, τη σύναψη συνθήκης με τις τουρκικές φρουρές της δυτικής Ελλάδας για την απελευθέρωσή της τελευταίας στο μεσοδιάστημα της υπογραφής του Πρωτοκόλλου του 1829, ελπίζοντας σε παρόμοια ενέργεια για το κομμάτι της ανατολικής Ελλάδας, καθώς και τη νομική αδυναμία της κυβέρνησης να επικυρώσει την απόφαση, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο και το θέμα της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Λίγες ημέρες αργότερα, ο Καποδίστριας επανήλθε με νέα επιχειρήματα, υποστηρίζοντας πως η ανακωχή που ζητούσαν οι σύμμαχοι ήταν χωρίς εγγύηση και επομένως οι Έλληνες θα διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο σε περίπτωση εφαρμογής της. Αξιοποιώντας παράλληλα τις αποφάσεις της Συνθήκης του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827, αντέκρουσε τα κακώς κείμενα του νέου Πρωτοκόλλου, προβάλλοντας συνάμα το αίτημα της ενεργής συμμετοχής της Ελλάδας στη λήψη των αποφάσεων σχετικά με την εκλογή των διοικητικών αρχών και τη ρύθμιση των αποζημιώσεων. Παρόμοια επιχειρηματολογία χρησιμοποίησε και στην επιστολή της 9ης Ιουνίου προς τους τρεις πρεσβευτές της Σμύρνης αλλά και στο υπόμνημα που έστειλε στον Λεοπόλδο του Saxe-Coburg, ο οποίος την περίοδο εκείνη θεωρούνταν ο επικρατέστερος υποψήφιος για τον ελληνικό θρόνο. Την ίδια στιγμή ενόσω εξελίσσονταν αυτά τα γεγονότα, ο Έλληνας κυβερνήτης φρόντισε να ενισχύσει την εξουσία του στην Δ´ Εθνική Συνέλευση του Άργους τον Ιούλιο του 1829 και να περάσει ψήφισμα που θέσπιζε ότι οι αποφάσεις των συνδιασκέψεων του Λονδίνου δεν θα έπρεπε να θεωρούνται δεσμευτικές για την Ελλάδα μέχρι να επικυρωθούν από το ελληνικό νομοθετικό σώμα.

Βέβαια, ο Καποδίστριας δεν αρκέστηκε απλώς σ’ αυτές τις κινήσεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια των διπλωματικών του ενεργειών παρακολουθούσε με άγρυπνο βλέμμα και τις εξελίξεις στο εξωτερικό. Αντιλαμβανόμενος το ξέσπασμα του νέου Ρωσοτουρκικού Πολέμου, ήλπιζε σε στρατιωτική νίκη των Ρώσων και συνάμα υπολόγιζε ότι η Πύλη δεν θα δεχόταν το νέο Πρωτόκολλο, μιας και η δημιουργία ακόμη και μιας αυτόνομης Ελλάδας θα της προκαλούσε μεγάλο πλήγμα. Οι εκτιμήσεις του Καποδίστρια, πράγματι, αποδείχθηκαν σωστές. Οι Οθωμανοί, μη θέλοντας να παραχωρήσουν τις κατεχόμενες θέσεις τους στην Ανατολική Ελλάδα, απέρριψαν τις προτάσεις του Πρωτοκόλλου της 22ας Μαρτίου 1829 και μόνο μετά την ήττα τους από τους Ρώσους υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν μια πολύ ευνοϊκότερη πολιτική για τους Έλληνες, αναγκαζόμενοι στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 να δεχτούν την αυτονομία της Ελλάδας στην Αδριανούπολη. Απότοκο της επικράτησης των Ρώσων και των αντιζηλιών μεταξύ των Μ. Δυνάμεων, που ανέκυψαν μετά τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, ήταν το Πρωτόκολλο της 3ης Φεβρουαρίου 1830, με το οποίο η Ελλάδα γινόταν και επισήμως ανεξάρτητο κράτος.

Τα σύνορα του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους όπως διαμορφώθηκαν από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Πηγή εικόνας: topontiki.gr

Ο Καποδίστριας, λοιπόν, ανέτρεψε μέσω της διπλωματικής οδού τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου των ετών 1828-1829 που προέβλεπαν ότι οι Έλληνες δεν θα ήταν σε θέση να αποφασίζουν για την εξωτερική τους πολιτική. Εκμεταλλευόμενος συγκεκριμένα τη διαφαινόμενη αύξηση της ρωσικής επιρροής και την ανησυχία που αυτή προκαλούσε στους Άγγλους και τους Γάλλους, κατόρθωσε να πραγματώσει τον μεγαλύτερο στόχο του, που δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, όπως εξομολογείται και ο ίδιος σε γράμμα του προς τον αρχιστράτηγο των ρωσικών στρατευμάτων στην Αδριανούπολη, Hans Karl von Diebitsch. Συνεπώς, η συμβολή του Καποδίστρια στη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους υπήρξε καθοριστική.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Δεσποτόπουλος, Αλέξανδρος Ι. (1996) Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας και η απελευθέρωσις της Ελλάδος, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (MIET)
  • Finley, George (2021) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Γ’, Αθήνα: ειδική έκδοση για την εφημερίδα Το Βήμα
  • Καλεβράς, Παναγιώτης (1873) Πολιτικός βίος του Αοίδιμου Ι. Καποδίστρια, Κυβερνήτου της Ελλάδος, Αθήνα: Τυπογραφείο Δ.ΑΘ. Μαυρομμάτη

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ευαγγελία Κατσιγιάννη
Ευαγγελία Κατσιγιάννη
γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998 και είναι απόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ο προσανατολισμός των σπουδών της είναι η Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία. Στα άμεσα ενδιαφέροντά της συγκαταλέγονται η Νεότερη και Σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία και η Νεοελληνική Λογοτεχνία.