Της Ελευθερίας – Μαρίας Γκίκα,
Έχοντας πρόσφατα την ευκαιρία να επισκεφθώ το διάσημο κυκλαδονήσι της πίστης, της τέχνης και της γαστρονομίας, την Τήνο, δε θα μπορούσα να παραλείψω μια επίσκεψη στο γραφικό χωριό του Πύργου, τον οικισμό στον οποίο βρίσκεται το σπίτι του Γιαννούλη Χαλεπά.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1851 από πατέρα τεχνίτη, ενώ για τη μητέρα του λέγεται πως πρόκειται για μια αυστηρή, καταπιεστική γυναίκα που σε μεγάλο μέρος ευθύνεται για τις τραγικές δυσκολίες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος ο διάσημος γλύπτης. Το έντονο ενδιαφέρον του Γιαννούλη για την τέχνη του πατέρα του, ξεκίνησε από πολύ νεαρή ηλικία, ωστόσο η μητέρα του, έχοντας άλλα σχέδια για τον πρωτότοκο γιο της, τον τιμωρούσε και τον εκφόβιζε με βία, όταν εκδήλωνε αυτή του την αγάπη.
Το 1869, όλη η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα, όπου ο Χαλεπάς σπουδάζει γλυπτική στο Πολυτεχνείο, τελειώνοντας, αν μη τι άλλο, με άριστα. Οι σπουδές του δεν περιορίστηκαν στην Αθήνα, καθώς μετά την αποφοίτησή του από το Πολυτεχνείο, με υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελίστριας της Τήνου, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, όπου εξέθεσε τα διάσημα έργα του «Το παραμύθι της Πεντάμορφης» και το «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα», έργα που του χάρισαν το Χρυσό Μετάλλιο.
Ύστερα από διάφορα προβλήματα που του δημιούργησε για πολλοστή φορά η αγαπημένη του πατρίδα, ο Γιαννούλης επιστρέφει το 1876 στην Αθήνα, διατηρώντας το δικό του εργαστήρι, ενώ αποφασίζει να ταξιδέψει στον τόπο του για να ζητήσει σε γάμο την αγαπημένη του συγχωριανή Μαριγώ. Η άρνηση των γονιών της, σηματοδοτεί μία αξεπέραστη για εκείνον πληγή και την αρχή της κατάρρευσής του, όπως γράφει ο ίδιος. Λίγο αργότερα, με την «Ωραία Κοιμωμένη», το ταφικό μνημείο της κόρης της Σοφίας Αφεντάκη, ένα έργο που σημάδεψε την καριέρα του και τη νεοελληνική γλυπτική, ο Χαλεπάς εισπράττει αμέριστο φθόνο από τους ανταγωνιστές του, και η μεγαλειότητα του έργου αποσιωπάται, ανοίγοντας την αυλαία για τον ψυχικό κλονισμό του μεγάλου Έλληνα καλλιτέχνη.
Ύστερα από πολλές απόπειρες αυτοκτονίας, ο Χαλεπάς παραμένει για 13 ολόκληρα χρόνια, στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας, όπου μοναδικός επισκέπτης υπήρξε ο αγαπημένος του φίλος από το Μόναχο, Γιώργος Κωνσταντινίδης. Μετά το πέρας της τραγικής 13ετίας, οπότε και κρίνεται ότι μπορεί να πάρει εξιτήριο, επιστρέφει στο χωριό του, τον Πύργο, φέροντας το στίγμα του «τρελού του χωριού», εγκαταλείποντας τη γλυπτική, με τη μητέρα του να καταστρέφει ολοσχερώς τα έργα του σπουδαίου καλλιτέχνη, θεωρώντας τα υπαίτια για τις συμφορές του.
Μόνο μετά το θάνατο της μητέρας του καταπιάστηκε ξανά με το μεγάλο του ταλέντο αποσπώντας βραβεία και αναγνωρίσεις, παρά την πικρία που εξακολουθούσε να υπάρχει λόγω της ετεροχρονισμένης αυτής εκτίμησης. Μετακομίζοντας λίγο αργότερα στη Νεάπολη, μαζί με την ανιψιά του, επαναλαμβάνει διάφορα έργα που είχαν καταστραφεί από εκείνον και τη μητέρα του, απολαμβάνοντας έστω και στα 76 του χρόνια τον θαυμασμό και την εκτίμηση ολόκληρου του πνευματικού κόσμου. Σε αυτό το κλίμα, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938 ο Γιαννούλης Χαλεπάς φεύγει από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του ανυπολόγιστη πολιτιστική παρακαταθήκη και μια ζωή που εύκολα φαντάζει σενάριο δραματικού κινηματογράφου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Γιαννούλης Χαλεπάς, nationalgallery.gr, διαθέσιμο εδώ