Της Δανάης Λυπιρίδη,
Στην Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η οποία έλαβε χώρα στις 24-25 Ιουνίου 2021, οι ευρωπαίοι ηγέτες απέρριψαν την γαλλογερμανική πρόταση για διεξαγωγή Συνόδου Κορυφής με τη Ρωσική Ομοσπονδία, στο πλαίσιο διαμόρφωσης ενός νέου σχεδίου επανεκκίνησης των ευρωρωσικών σχέσεων που παραμένουν στην κατάψυξη μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014. Η εν λόγω πρόταση υποστηρίχτηκε από την Ιταλία και την Αυστρία, οι οποίες έχουν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα με τη Ρωσία. Εντούτοις, η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής, με έντονες τις μνήμες της εποχής της ΕΣΣΔ, προέβαλαν σφοδρή αντίδραση στο προτεινόμενο σχέδιο. Η Γαλλία και η Γερμανία, με την πρότασή τους, ενθάρρυναν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη διπλωματική υπηρεσία της ΕΕ να αναπτύξουν «συγκεκριμένες προτάσεις» με σκοπό την «επιλεκτική συνεργασία» για θέματα σχετικά με το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, την Αρκτική, τη διασυνοριακή συνεργασία, την υγεία, το διάστημα, τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και διάφορους τομείς εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του συριακού εμφυλίου πολέμου και του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.
Η γαλλογερμανική πρωτοβουλία έλαβε χώρα μια ημέρα μετά το επεισόδιο μεταξύ πολεμικών πλοίων Ρωσίας και Μ. Βρετανίας, σε ρωσικά χωρικά ύδατα ανοικτά της Κριμαίας, και την τηλεφωνική επικοινωνία της Γερμανίδας καγκελαρίου, Angela Merkel, με τον Ρώσο πρόεδρο, Vladimir Putin, για την συμπλήρωση 80 ετών από τη ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας τους, σύμφωνα με το Κρεμλίνο, «επισημάνθηκε ότι η υπέρβαση της αμοιβαίας εχθρότητας και η επίτευξη συμφιλίωσης μεταξύ του ρωσικού και του γερμανικού λαού ήταν ζωτικής σημασίας για το μεταπολεμικό μέλλον της Ευρώπης και ότι η διασφάλιση της ασφάλειας στην κοινή μας ήπειρο τώρα είναι δυνατή μόνο μέσω κοινών προσπαθειών».
Οι Γερμανοί –μαζί με τους Γάλλους και άλλους δυτικοευρωπαίους– συχνά πιέζουν για την διεύρυνση των δυνατοτήτων «επιλεκτικής συνεργασίας» σε τομείς «κοινού ενδιαφέροντος» με τη Ρωσία. Ωστόσο, η Ρωσία δεν έχει πλέον την ίδια προθυμία για συνεργασία σε ενωσιακό επίπεδο με τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη. Σύμφωνα με την ρωσική θεώρηση, η ΕΕ παραμένει εγκλωβισμένη στις ηγεμονικές αξιώσεις των ΗΠΑ και συντηρεί το καθεστώς που υπήρχε επί ψυχρού Πολέμου, λειτουργώντας ανασταλτικά στην επιδίωξη των ουσιωδών ρωσικών συμφερόντων. Επιπρόσθετα, η μέχρι στιγμής διαδικασία οικοδομήσεως μίας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας έχει υπάρξει σταδιακή, επίπονη και εξαιρετικά αμφιλεγόμενη, καθώς η ΕΕ είναι μία κοινότητα οικονομικών συμφερόντων που στερείται κοινού οράματος και κοινού σχεδιασμού σε θέματα στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής. Η εν λόγω αδυναμία της φάνηκε όταν ο Josep Borrell, ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, ταξίδεψε τον Φεβρουάριο στη Μόσχα, εξ’ αφορμής της υπόθεσης Navalny, σε μια προσπάθεια επανεκκίνησης των τεταμένων ευρωρωσικών σχέσεων. Εντούτοις, κατά την διάρκεια της επίσκεψής του, η Μόσχα απέλασε Γερμανούς, Πολωνούς και Σουηδούς διπλωμάτες, αποδεικνύοντας ότι η Ένωση δεν μπορεί να εμπλακεί στις εσωτερικές υποθέσεις της Ρωσίας και το ρωσικό κράτος δεν πρόκειται να ενστερνιστεί τις ευρωπαϊκές αξίες ή να ευθυγραμμιστεί με τις ενωσιακές δομές και κανόνες. Η Ρωσία επιμένει να διατηρεί ισχυρές διμερείς σχέσεις με τα ευρωπαϊκά κράτη, οι οποίες καθιστούν πιο ευέλικτη την άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ισχυρών διμερών σχέσεων της Ρωσίας με ευρωπαϊκά κράτη αποτελούν οι δεσμοί Ρωσίας-Γερμανίας, καθώς κατέχουν ιδιαίτερη σημασία για την εξωτερική πολιτική και τα οικονομικά των δυο χωρών. Μέχρι στιγμής, οι καλές σχέσεις μεταξύ των δυο κρατών εκφράζονται κυρίως στον ενεργειακό και εμπορικό τομέα, με τον σημαντικό αριθμό γερμανικών επενδύσεων στην Ρωσία (το 80% των ρωσικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιούν προηγμένους στροβίλους που κατασκευάζονται από τη γερμανική εταιρεία Siemens) και την κατασκευή δικτύου αγωγών που διαμετακομίζουν ρωσικό φυσικό αέριο στην γερμανική οικονομία· επίκαιρο παράδειγμα εδώ αποτελεί ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2. Τόσο για το Βερολίνο όσο και για την Μόσχα, ο αγωγός θα έχει σημαντικά οικονομικά οφέλη. Όσον αφορά την Γερμανία, θα επιτραπεί η άμεση σύνδεση του εθνικού της συστήματος διανομής φυσικού αερίου με τα πλούσια ρωσικά κοιτάσματα και παράλληλα το γερμανικό κράτος θα καταστεί σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο του ρωσικού φυσικού αερίου στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επιπρόσθετα, η κατασκευή του Nord Stream 2 αποτελεί μέρος της γενικότερης γερμανικής στρατηγικής έναντι της Ρωσίας. Κύριος πυλώνας της είναι η πεποίθηση ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση καθιστά την Ρωσία λιγότερο επιθετική και κατά συνέπεια λιγότερο επικίνδυνη για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Σε γενικές γραμμές, η Γερμανία θεωρεί την Ρωσία ως έναν εταίρο ο οποίος δύναται, αφενός, να της προσκομίσει οικονομικά και ενεργειακά οφέλη, αφετέρου, να την ισχυροποιήσει στον ευρωπαϊκό χώρο.
Όσον αφορά την Ρωσία, η ολοκλήρωση της κατασκευής του Nord Stream 2 θα της επιτρέψει την άμεση εξαγωγή φυσικού αερίου στον σημαντικότερο αγοραστή της, την Γερμανία, αλλα και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, μειώνοντας την εξάρτηση της από το δίκτυο αγωγών διερχόμενων της Ουκρανίας κι άλλων κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι, οι οικονομίες των εν λόγω χωρών θα αποδυναμωθούν, καθώς θα στερηθούν των εσόδων διαμετακόμισης, και η γεωστρατηγική τους σημασία θα αποδυναμωθεί, εφόσον δεν θα θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικοί κόμβοι διαμετακόμισης του ρωσικού φυσικού αερίου. Ως εκ τούτου, πολιτικοί στην Πολωνία και την Ανατολική Ευρώπη, εκφράζοντας ανησυχίες για αύξηση επιθετικών κινήσεων εκ μέρους της Ρωσίας, ονόμασαν τον αγωγό Nord Stream 2 αγωγό «Ρίμπεντροπ – Μολότωφ 2». Επιπλέον, οι ΗΠΑ είναι κάθετες ως προς την υλοποίηση του εν λόγω αγωγού, επειδή επιθυμούν να αυξήσουν την πώληση του αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά εις βάρος του ρωσικού φυσικού αερίου. Τέλος, σε γενικές γραμμές, η Ρωσία θεωρεί την Γερμανία ως δίοδο για τον περαιτέρω δομικό εκσυγχρονισμό της και ως παράγοντα ο οποίος δύναται να εξισορροπήσει την ισχύ της ΗΠΑ στον ευρωπαϊκό χώρο.
Καταληκτικά, δεν προβλέπεται στο άμεσο μέλλον κάποιο σχέδιο επανεκκίνησης των ευρωρωσικών σχέσεων στα πλαίσια μιας ενιαίας ευρωπαϊκής προσέγγισης, λόγω έλλειψης κοινού οράματος και κοινού σχεδιασμού σε θέματα στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Επομένως, θα συνεχιστούν οι επωφελείς, ιδιαίτερα για την Ρωσική εξωτερική πολιτική και οικονομία, σχέσεις Ρωσίας και ευρωπαϊκών χωρών σε διμερές επίπεδο. Εξάλλου, σύμφωνα με δήλωση του Ρώσου Υπουργού Εξωτερικών: «Δεν υπάρχουν σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως οργανισμό. Ολόκληρη η υποδομή αυτών των σχέσεων καταστράφηκε από τις μονομερείς αποφάσεις των Βρυξελλών». Εντούτοις, φαίνεται ότι υπάρχει και η ανάγκη για την δημιουργία ενιαίας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής με στόχο την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συμφερόντων και της σταθερότητας στην ήπειρο. Η καγκελάριος Μerkel ήταν ξεκάθαρη: «Εμείς, ως ΕΕ, πρέπει να επιδιώξουμε απευθείας επαφή με τη Ρωσία και τον πρόεδρό της. Δεν είναι αρκετό να συνομιλεί μαζί του ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Ασφαλώς καλωσορίζω το γεγονός, αλλά η ΕΕ οφείλει και αυτή να δημιουργήσει φόρουμ διαλόγου».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γιατί Γερμανία και Γαλλία επιδιώκουν συνάντηση ΕΕ-Ρωσίας, iefimerida.gr, διαθέσιμο εδώ
- France and Germany drop Russia summit plan after EU’s east objects, Reuters, διαθέσιμο εδώ
- Σύνοδος Κορυφής: Γαλλογερμανικό ναυάγιο στις Βρυξέλλες, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, διαθέσιμο εδώ
- Μέρκελ, Μακρόν καλούν Πούτιν σε διάλογο, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, διαθέσιμο εδώ
- Borrell stands by as Lavrov calls EU ‘unreliable partner’, POLITICO, διαθέσιμο εδώ
- Lavrov pronounces Russia-EU relations as dead, EURACTIV.com, διαθέσιμο εδώ
- Dead-end pragmatism: Germany’s Russia strategy after Merkel, European Council on Foreign Relations, διαθέσιμο εδώ
- The Vicious Cycle: German-Russian Relations, theTrumpet.com, διαθέσιμο εδώ