Της Άννας-Μαρίας Μακρή,
Σε φάση αποστασιοποίησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση φαίνεται να περνά η Ελβετία, μετά τη διακοπή διαπραγμάτευσης για μια θεσμική συμφωνία-πλαίσιο στις 26 Μαΐου. Με δήλωσή του ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Ignazio Cassis, έκανε ξεκάθαρο πως οι διαφορές με την ΕΕ είναι αξεπέραστες, με τα επίμαχα σημεία να αφορούν κυρίως τα «ουσιώδη συμφέροντα της Ελβετίας».
Η Κομισιόν, λαμβάνοντας γνώση της απόφασης της ελβετικής κυβέρνησης, εξέφρασε τη λύπη της για αυτήν την εξέλιξη. Μετά το Brexit έρχεται το Swexit της Ελβετίας να ταράξει τα νερά της ΕΕ -μιας χώρας που δεν αποτελεί καν μέλος της Ένωσης, αλλά αποδεικνύει με την περαιτέρω αποστασιοποίηση της πως η ΕΕ έχει πάψει πια να αποτελεί μια εγγύηση τόσο για τις χώρες που τη συναποτελούν, όσο και για τις χώρες με τις οποίες έχει στενές συνδιαλλαγές. Φαινομενικά, η ΕΕ αποτελεί περισσότερο έναν δεσμευτικό κρίκο που θέτει περιορισμούς και εγκλωβίζει αποφάσεις, παρά έναν ενοποιητικό παράγοντα.
Η Ελβετία, εμπλεκόμενη εδώ και επτά χρόνια σε διαπραγματεύσεις με τη Ένωση, με σκοπό την αντικατάσταση των έως τότε συμφωνιών που ρύθμιζαν τις σχέσεις των δύο μερών με μια συνθήκη, αποφάσισε να τραβήξει έναν -κάπως- μοναχικό δρόμο, μακριά από τους αδιέξοδους χειρισμούς της ΕΕ. Επίκεντρο των αγεφύρωτων διαφορών είναι η προστασία των μισθών, οι κανόνες για την κρατική βοήθεια και η πρόσβαση των πολιτών της Ένωσης στα ελβετικά προνόμια κοινωνικής ασφάλισης, εμπόδια τα οποία παρακωλύουν την πρόοδο των συνομιλιών τα τελευταία χρόνια και τα οποία φαίνεται να οδήγησαν την Ελβετική κυβέρνηση σε ένα τέλμα για την λήψη της οριστικής απόφασης. Άλλωστε το προηγούμενο διάστημα, οι δύο πλευρές είχαν καταλήξει σε ένα προσχέδιο συμφωνίας η οποία θα ρύθμιζε τα παραπάνω (με την πρόβλεψη, για παράδειγμα, της αυτόματης μεταφοράς δικαιωμάτων για την πρόσβαση στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά). Εντούτοις, αυτή η συμφωνία παρέμεινε ανυπόγραφη.
Η αντίδραση του βρετανικού τύπου, των συντηρητικών και φανατικών του Brexit είχε έντονο στίγμα κατά της ΕΕ, τοποθετώντας την Ελβετία «με το μέρος της Βρετανίας». Τα «όχι» της Ελβετίας και της Μ. Βρετανίας, αντιπροσωπεύουν αμφότερα την αποστασιοποίηση από την ιδέα της «ενωμένης Ευρώπης», μιας Ευρώπης που σε επίπεδο αποφάσεων όχι μόνο δεν συμφέρει αλλά και ζημιώνει. Η Ελβετία παίρνει από την Αγγλία τη σκυτάλη του ευρωσκεπτικισμού, ο οποίος φαίνεται να οξύνεται για τα καλά, σε μια φάση που η ΕΕ φαίνεται, κατά τα άλλα, να ανακάμπτει μετά από μια δύσκολη περίοδο λόγω της πανδημίας και των συνεπειών της.
Η Ελβετία, παρόλο που απέρριπτε και σε προηγούμενη περίοδο την συμμετοχή της στην Ένωση, επιθυμούσε πάντα τη μέγιστη δυνατή συμμετοχή στην ενιαία αγορά, χωρίς όμως υπερβολικές παραχωρήσεις σε ευαίσθητα θέματα, όπως στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων. Και στην περίπτωση του Swexit, το δίπολο των αποφάσεων κυμάνθηκε ανάμεσα σε οικονομικά συμφέροντα και στον φόβο για την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας δείχνει πως το οικονομικό κόστος της απόρριψης συμφωνιών με τη ΕΕ είναι σημαντικό, πράγμα στο οποίο βασίζεται η Ένωση για να πετύχει την δέσμευση των εταίρων της στις συμφωνίες που θέτει. Έτσι λοιπόν, απορρίπτοντας την, η Ελβετία αναλαμβάνει και το οικονομικό βάρος των συνεπειών.
Οι κινήσεις των χωρών που δείχνουν μια διάθεση προς απομάκρυνση από την ΕΕ αποτελούν από τη μια πλευρά μονομερείς αποφάσεις που εξυπηρετούν περισσότερο εσωτερικά οφέλη, από την άλλη, όμως, έρχονται και λειτουργούν ως κριτήρια αξιολόγησης της ευρωπαϊκής πορείας. Η Ένωση φαίνεται να χάνει την δύναμη της, με τους δεσμούς των κρατών-μελών αλλά και των κρατών εταίρων της να χαλαρώνουν, επιβεβαιώνοντας μια περίοδο κρίσης για την ΕΕ που βιώνουμε και συνάμα αγνοούμε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τώρα και …Swexit μετά το Brexit;, DW, διαθέσιμο εδώ
- Switzerland’s slow-motion Swexit will still be harmful, διαθέσιμο εδώ