20.4 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΌταν η φύση ματώνει: Η εισαγωγή του εγκλήματος της οικοκτονίας στη γαλλική...

Όταν η φύση ματώνει: Η εισαγωγή του εγκλήματος της οικοκτονίας στη γαλλική έννομη τάξη και τα ανακύπτοντα ερωτήματα της αποτελεσματικής περιβαλλοντικής προστασίας


Του Πέτρου – Ορέστη Κατσούλα,

Με τη συνταγματική αναθεώρηση της 1ης Μαρτίου 2005, τέθηκε στη Γαλλία σε ισχύ ο Χάρτης του Περιβάλλοντος, στον οποίο προσδόθηκε ισχύς ισότιμη με το Σύνταγμα. Η συνταγματική ισχύς του Χάρτη επιβεβαιώθηκε και από το Συνταγματικό Συμβούλιο, το οποίο στην απόφαση Loi OGM αναγνώρισε ρητώς τη συνταγματική ισχύ «όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον Χάρτη και τα οποία επιβάλλονται σε όλες τις δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». [1] Με το Χάρτη αναγνωρίστηκε το δικαίωμα του καθενός να ζει σε ένα ισορροπημένο περιβάλλον, κατάλληλο για την υγεία του ατόμου, η αρχή της πρόληψης, προστασίας και βελτίωσης του φυσικού περιβάλλοντος (άρθρο 3), καθώς και η υποχρέωση συμβολής στην άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον.

Ως προς την αρχή της πρόληψης περιβαλλοντικών καταστροφών, το ίδιο το Συνταγματικό Συμβούλιο, βασιζόμενο στα άρθρα 1 και 2 του Χάρτη, συνήγαγε την υποχρέωση της επαγρύπνησης απέναντι σε κάθε απειλή που μία δραστηριότητα μπορεί να έχει για το φυσικό περιβάλλον, με τη σχετική υποχρέωση να βαρύνει ιδίως τις δημόσιες αρχές.  Υπό την έννοια αυτή, η αρχή της πρόληψης, η οποία βρίσκει τα θεμέλιά της στην ενωσιακή έννομη τάξη [2], διαμορφώθηκε από τον Γάλλο συντακτικό νομοθέτη σε κορωνίδα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Πράγματι, με το άρθρο L. 110-1 του Κώδικα Περιβάλλοντος προβλέφθηκε η υποχρέωση πρόληψης κάθε κινδύνου πρόκλησης σοβαρών ή μη αναστρέψιμων καταστροφών στο περιβάλλον. Η αρχή της πρόληψης προσέδωσε μία ενεργητική προοπτική στην προστασία του περιβάλλοντος, αφού, σηματοδότησε ένα «δέον» έγκαιρης και αποτελεσματικής λήψης μέτρων, τόσο νομοθετικών όσο και υλικών, για την ολοκληρωμένη προστασία του οικοσυστήματος.

Παρά το σημαντικό αυτό νομικό πλαίσιο, το οποίο άλλωστε έδωσε τη βάση για μια πραγματική ενεργητική νομολογία από την πλευρά του Γάλλου διοικητικού δικαστή, ο οποίος επιστράτευσε τόσο το εθνικό όσο και το υπερεθνικό νομικό πλαίσιο, η ποινική διάσταση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ειδικά σε περιπτώσεις δόλιας πρόκλησης ιδιαίτερα επαχθών καταστροφών δεν παρείχε ένα ισχυρό πεδίο καταστολής ή αποτροπής.  Με τον νέο νόμο για το κλίμα, η Γαλλία επιχειρεί μία σημαντική τομή στην ποινική διάσταση της περιβαλλοντικής προστασίας, μέσα από την εισαγωγή μίας ρηξικέλευθης έννοιας που έχει απασχολήσει τη διεθνή βιβλιογραφία, αυτή της «οικο-κτονίας».

Πηγή Εικόνας: cnews.fr

Η απόπειρα αναγνώρισης της οικοκτονίας ως διεθνούς εγκλήματος

Στη διεθνή βιβλιογραφία, η έννοια της οικοκτονίας καλύπτει όλες τις δράσεις που έχουν ως αποτέλεσμα τη μαζική καταστροφή του περιβάλλοντος ή γενικά του οικοσυστήματος.  Η εμφάνιση της έννοιας δεν είναι νέα, αλλά  χρονολογείται στην πραγματικότητα από τον πόλεμο του Βιετνάμ (1954-1975) και, πιο συγκεκριμένα, από τη μαζική χρήση ζιζανιοκτόνων από αμερικανικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, οι Αμερικανοί βομβαρδιστές έριξαν δεκάδες εκατομμύρια λίτρα “Agent Orange” στο Βιετνάμ, ένα όνομα που προέρχεται από το χρώμα των βαρελιών που περιέχει το θανατηφόρο υγρό. Αυτό το εξαιρετικά ισχυρό ζιζανιοκτόνο, με κύριο συστατικό τη διοξίνη, θα προκαλέσει την καταστροφή εκατομμυρίων εκταρίων δάσους και θα επηρεάσει ολόκληρο το οικοσύστημα, με σοβαρότατες επιπτώσεις και στην υγεία.

Πολύ γρήγορα, η σοβαρότητα της οικολογικής κατάστασης θα ωθήσει μια σειρά πολιτικών και επιστημονικών παραγόντων να κάνουν τις φωνές τους να ακουστούν: συγκεκριμένα, ο Arthur W. Galston και ο Richard Falk που θα χρησιμοποιήσουν τον όρο ecocide για να καταγγείλουν την καταστροφή ολόκληρων φυσικών οικοσυστημάτων, καθώς και τις καταστροφικές συνέπειες για την υγεία και τις συνθήκες διαβίωσης των πληγέντων βιετναμέζικων πληθυσμών. Το 1972, ο Σουηδός πρωθυπουργός Ούλωφ Πάλμε άνοιξε τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Στοκχόλμη, χαρακτηρίζοντας τον πόλεμο στο Βιετνάμ ως «οικοκτόνο». Ο Βρετανός δικηγόρος Polly Higgins βοήθησε στη διάδοση του όρου κατά τη σύνταξη ενός βιβλίου, ως αντίδραση στην υπόθεση DeepWater Horizon, η οποία οδήγησε στη δημιουργία του Stop Ecocide Foundation. Επιπλέον, το κίνημα των πολιτών που ξεκίνησε από τον Γάλλο νομικό Valérie Cabanes “End Ecocide on Earth” άρχισε να εργάζεται για την καθιέρωση της οικοκτονίας ως διεθνούς ποινικού αδικήματος .  Σημαντική υπήρξε και η πρωτοβουλία της κοινωνίας των πολιτών το 2016, όταν  συστάθηκε ένα «Διεθνές Δικαστήριο των πολιτών» με την κωδική ονομασία “Monsanto”,  με στόχο την παροχή νομικής γνώμης αναφορικά με τις περιβαλλοντικές βλάβες στην υγεία που προκλήθηκαν από την  δράση της  γνωστής πολυεθνικής, εκφράζοντας την πρόθεση να εμπλουτίσει τη διεθνή συζήτηση με σκοπό να συμπεριληφθεί στις ποινικές-εσωτερικές και διεθνείς-έννομες τάξεις.

Από τη δεκαετία του 1980 θα ξεκινήσει ένας προβληματισμός σε διεθνές επίπεδο για να συμπεριληφθεί η οικοκτονία  στο Καταστατικό της Ρώμης, το οποίο καθιδρύει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και τη δικαιοδοσία του και το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 2002. Το Καταστατικό τιμωρεί την «εκτεταμένη, διαρκή και σοβαρή ζημιά στο φυσικό περιβάλλον», που θεωρείται έγκλημα πολέμου εάν είναι προφανώς υπερβολικό σε σχέση με το συνολικό στρατιωτικό πλεονέκτημα.

Παρά τη σχετική πρόβλεψη, υπήρχε σημαντικό νομικό κενό για ιδιαίτερα επαχθείς και εκτεταμένες καταστροφές του φυσικού περιβάλλοντος σε καιρό ειρήνης. Αυτός ήταν και ο λόγος που η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα καλούσε στην αναγνώριση της οικοκτονίας ως αυτοτελούς διεθνούς εγκλήματος, υπαγόμενου στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, αυτός ο προβληματισμός δεν έχει αποφέρει επίσημα αποτελέσματα σε διεθνές επίπεδο, ενώ ασάφεια προκύπτει και γύρω από την ίδια έννοια της οικοκτονίας, η οποία δεν έχει ακόμα πλήρως οριοθετηθεί.

Οι πρωτοβουλίες της Ένωσης και οι μεμονωμένες εθνικές προσπάθειες αναγνώρισης της οικοκτονίας

Θεμελιώδης πτυχή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας αποτέλεσε η αναγνωριζόμενη πλέον διεθνώς αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», που διατυπώθηκε για πρώτη φορά σε σύσταση του ΟΟΣΑ το 1972, με στόχο την μετακύλιση των οικονομικών επιπτώσεων μίας ρυπογόνας ενέργειας στο πρόσωπο που συνέβαλε στην εξάπλωσή της, θέση η οποία έγινε μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης το 1975 με τον Κανονισμό 75/346/Ευρατόμ.   Ήδη από τη σύλληψή της, η αρχή είχε αποχρώντα οικονομικό χαρακτήρα, στοχεύοντας στην ανάληψη από τον ρυπαίνοντα κάθε περιβαλλοντικού κόστους και τον αποκλεισμό κρατικών ενισχύσεων κάθε μορφής από δημόσιους φορείς. Προοδευτικά, με πρωτοβουλία του ΟΟΣΑ, η αρχή θα διεισδύσει και σε ατυχήματα συνδεόμενα με επικίνδυνες ουσίες,  και θα αποτελέσει τη βάση για την καθιέρωση υποχρέωση λήψης προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων περιορισμού και άμβλυνσης των συνεπειών της ζημιογόνου ενέργειας από τον ρυπαίνοντα.  Ωστόσο, η αρχή δεν προσφέρει πλήρη προστασία από μαζικούς κινδύνους στο φυσικό περιβάλλον, δεδομένου ότι επιρρίπτεται στον ρυπαίνοντα μόνο το κόστος των εύλογων μέτρων πρόληψης ή διόρθωσης.

Προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότερης προστασίας μέσω από την αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Φεβρουάριο του 2007 η στοιχειοθέτηση  υποχρέωσης των κρατών-μελών να θεωρούν ως ποινικά αδικήματα πράξεις οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα σοβαρές περιβαλλοντικές ζημιές, μεταξύ των οποίων η παράνομη μεταφορά αποβλήτων, ή εκπομπή επικίνδυνων ουσιών, ο αφανισμός προστατευόμενων ζώων. Πράγματι η οδηγία 2008/99/ΕΚ για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω ποινικού δικαίου εισήγαγε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, θεσπίζοντας ένα ελάχιστο επίπεδο ποινικής προστασίας των περιβαλλοντικών έννομων αγαθών, δεδομένου και του διασυνοριακού έλεγχο. Στην οδηγία προβλέφθηκε ακόμη και η ποινική ευθύνη  των νομικών προσώπων σε περίπτωση τέλεσης αδικημάτων κατά του φυσικού περιβάλλοντος, εισάγοντας και την αντικειμενική ευθύνη των διαχειριστών τους ή των φυσικών προσώπων που ασκούν καθήκοντα διοίκησης.

Σε αντίθεση με  την παλαιότερη έλλειψη κοινοτικής αρμοδιότητας στον τομέα της επιβολής και του προσδιορισμού του είδους και του ύψους των επιβλητέων ποινικών κυρώσεων, η Συνθήκη της Λισαβόνας απονέμει σημαντικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή στο χώρο της ποινικής καταστολής.  Πάντως το ΔΕΕ είχε αναγνωρίσει πως, παρά το ότι η ποινική νομοθεσία δεν ενέπιπτε στις αρμοδιότητες του κοινοτικού νομοθέτη, η ανάγκη εφαρμογής αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών ποινικών κυρώσεων εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών καθιστά επιτακτική την καταπολέμηση των σοβαρών προσβολών του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου. [3]

Αξίζει κανείς να σταθεί στις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια και αφορούν στην αναθεώρηση της τρέχουσας οδηγίας για τα περιβαλλοντικά εγκλήματα, η οποία αναμένεται στα τέλη του 2021 προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικής πρόληψης περιβαλλοντικών εγκλημάτων, την αποτελεσματική  δίωξη των δραστών και το καθήκον επαγρύπνησης.

Σε εθνικό επίπεδο, τα αδικήματα που συνδέονται με την οικοκτονία έχουν ήδη κατοχυρωθεί σε περίπου δέκα εθνικούς ποινικούς κώδικες: αυτό ισχύει για το Βιετνάμ (1990), τη Ρωσία (1996), το Καζακστάν (1997), το Κιργιζιστάν (1997), το Τατζικιστάν (1998), τη Γεωργία (1999), Λευκορωσία (1999), Ουκρανία (2001), Μολδαβία (2002) και Αρμενία (2003). Η Ιταλία, από την πλευρά της, αναθεώρησε τον ποινικό της κώδικα το 2015, ο οποίος τιμωρεί πλέον με ποινή φυλάκισης την πρόκληση «περιβαλλοντικών καταστροφών», οι οποίες προβάλλονται ως «μη αναστρέψιμες αλλαγές στην ισορροπία ενός οικοσυστήματος ή  που προκαλούν αλλοίωση της ισορροπίας ενός οικοσυστήματος,  του οποίου η εξάλειψη  έχει ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες για μια κοινότητα».

Πηγή Εικόνας: consoglobe.com

Η εισαγωγή του εγκλήματος της οικοκτονίας στη γαλλική έννομη τάξη

Με πρωτοβουλία του Γάλλου Προέδρου, μία εκτενής διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών, περιβαλλοντικούς φορείς και τοπικούς παράγοντες έλαβε χώρα το προηγούμενο διάστημα, με στόχο την αναβάθμιση του νομοθετικού πλαισίου για την προστασία του περιβάλλοντος, την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και της εισδοχής της οικολογικής σκέψης στην χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής. Μετά από συμμετοχικές διαδικασίες, η συζήτηση αυτή, στην οποία ενεπλάκησαν 150 διαφορετικά πρόσωπα,  κατέληξε στην διατύπωση 149 προτάσεων  που θεωρήθηκαν κομβικές  και που ενσωματώθηκαν στη διατύπωση του νομοσχεδίου για το κλίμα (Loi de climat). Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε μια ρηξικέλευθη απάντηση στις περιβαλλοντικές προκλήσεις για την κυβέρνηση του Εμμανουέλ Μακρόν.

Με τον νέο νόμο,  επιδιώκεται η επιτάχυνση της μετάβασης σε ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, σε μία κοινωνία μηδενικού άνθρακα, στη μεταβίβαση σημαντικών αρμοδιοτήτων στις τοπικές αρχές για τον έλεγχο και την εφαρμογή των στόχων. Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση, βασικός πυλώνας του νέου νομοθετικού πλαισίου αποτελεί η «μετάβαση σε μία κοινωνία που σέβεται τη φύση και την οικολογική ισορροπία, μίας κοινωνίας πιο δίκαιης και αλληλέγγυας, με την οποία ο πολίτης γίνεται ενεργός παράγων διασφάλισης και προστασίας της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας». Ταυτόχρονα, ο νόμος επιφέρει  ουσιώδεις αλλαγές, μέσα από τη μεταστροφή του καταναλωτικού, παραγωγικού, μεταφορικού, στεγαστικού και επισιτιστικού μοντέλου, ενώ επιδιώκει μια ένταξη της περιβαλλοντικής προστασίας σε όλους τους οικονομικούς τομείς, στοχεύοντας στην ενεργειακή αναβάθμιση, την ενίσχυση της επιμόρφωσης και της ευαισθητοποίησης σε ζητήματα οικολογίας και την ενδυνάμωση των περιβαλλοντικών ελεγκτικών οργάνων.

Με το άρθρο 68 εισάγεται η έννοια της οικοκτονίας (écocide), η οποία  ορίζεται ως  «οποιαδήποτε σκόπιμη συμπεριφορά η οποία οδηγεί σε σοβαρή και διαρκή βλάβη στο περιβάλλον». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νόμος αυξάνει το πλαίσιο ποινής, αφού πλέον η τιμωρία έγκειται σε έως 10 έτη φυλάκισης καθώς και σε πρόστιμο 4,5 εκ ευρώ. Για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού, όπως εξειδικεύεται και με την τροποποίηση στο άρθρο  L. 230-2 του Κώδικα Περιβάλλοντος, το οποίο κατηγοριοποιεί ως διακεκριμένη περίπτωση την χρήση των απαγορευμένων μεθόδων στο άρθρο L. 173-3 [4] με γνώση και αποδοχή [5] του ιδιαίτερα επιζήμιου και χρόνιου χαρακτήρα της  βλάβης στην υγεία, στην πανίδα, τη χλωρίδα, την ποιότητα του αέρα, του νερού ή του εδάφους.

Στα μέσα Μαρτίου, η συνεδρίαση των βουλευτών στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή είχε ήδη δώσει το πράσινο φως σε αυτό το νέο αδίκημα. Επιπλέον, το ζήτημα της ποινικοποίησης του εγκλήματος της οικοκτονίας συνδέθηκε στενά με το ζήτημα του καθήκοντος επαγρύπνησης των εταιρειών και ειδικότερα της περιβαλλοντικής τους ευθύνης. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο είναι σαφείς: εκτός από την καταδίκη της σκόπιμης συμπεριφοράς που είναι επιβλαβής για το περιβάλλον, κοινός σκοπός τους είναι η καταστολή της σοβαρής έλλειψης πρόβλεψης ή προφύλαξης που οδηγεί σε σοβαρή ζημία στα οικοσυστήματα.

Πράγματι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, αυτό το αδίκημα «βασίζεται στην ενίσχυση των ποινικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση ρύπανσης των υδάτων, του αέρα και του εδάφους, μέσα από  σκόπιμη ενέργεια».  Πέρα από το αδίκημα  της οικοκτονίας, δημιουργείται ακόμη ένα «γενικό» αδίκημα της θέσης του περιβάλλοντος  σε κίνδυνο, τιμωρώντας τη με φυλάκιση τριών ετών και πρόστιμο 300.000 ευρώ, ενώ συγχρόνως αυξάνεται  το ποσό μιας ολόκληρης σειράς προστίμων που προβλέπονται από άρθρα του Περιβαλλοντικού Κώδικα που μπορούν τώρα να φτάσουν έως τα 100.000 ευρώ.

Πηγή Εικόνας: stop-ecocide.fr

Συμπεράσματα

Με το αδίκημα της οικοκτονίας προσδίδεται μια ιδιαίτερη απαξία στης σκόπιμες επιβαρυντικές ή επικίνδυνες ενέργειες για την αλληλουχία και συνοχή ενός οικοσυστήματος με τη θέσπιση ενός ιδιαιτέρου αυστηρού πλαισίου ποινής. Τοποθετεί το οικοσύστημα σε κεντρικό σημείο αναφοράς της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, αναγνωρίζοντας το ως ένα αυτοτελές και πολύτιμο έννομο αγαθό και όχι απλά ως παρακολούθημα της ανθρώπινης ευημερίας. Η δε ένταξη του εγκλήματος στον νέο νόμο για το κλίμα ιδρύει ένα συνεκτικό και ολιστικό νομικό πλαίσιο οικολογικής μετάβασης, το οποίο δεν αντιμετωπίζει την περιβαλλοντική ισορροπία αποσπασματικά, αλλά την τοποθετεί σε μία ευρύτερη προοπτική μίας πράσινης, αποκεντρωμένης και αλληλέγγυας ανάπτυξης, μίας οικολογικής χωροταξικής χάραξης και ενός πιο φιλικού παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Α. Ζήσης, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι,  Αθήνα, Σάκκουλας, τόμ. 2, 2018
  • Mark Allan Gray, The International Crime of Ecocide, 26 CAL. W. INT’l L.J. 215 (1996).
  • Ι. Κυριτσάκη, Το δικαίωμα στο περιβάλλον,Αθήνα, Σάκκουλας, 2010
  • Lardone-Clérac, « Droit penal de l’environnement » , Revue juridique de l’environnement, 2014/4, σ. 651-664
  • Κ. Πουϊκλή, Η αρχή « ο ρυπαίνων πληρώνει » στο Δίκαιο Περιβάλλοντος υπό το φως της οδηγίας 2004/35/ΕΚ σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη, Αθήνα, Σάκκουλας  2017
  • Prieur κ.α., Droit de l’environnement, Dalloz, 8η έκδ., 2019
  • Γ. Σιούτη, Εγχειρίδιο δικαίου περιβάλλοντος,  Σάκκουλας, 3η έκδ., 2018

    ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

    [1] Θέση που επιβεβαιώθηκε και από το γαλλικό Conseil d’Etat στην απόφαση Commune d’Annecy.

    [2] Με το άρθρο 191 της ΣΛΕΕ προβλέπεται η αρχή της πρόληψης ως γενική αρχή, με εφαρμογή στους τομείς της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας των καταναλωτών και  του περιβάλλοντος.

    [3] ΕΚ, απόφαση της 2.2.1989, Cowan κατά Trèsor, C-186/87 ,  ΔΕΚ, απόφαση της 27.3.1999, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C-9/89.

    [4]  Ήδη με το άρθρο L. 173-3 ποινικοποιείται η πρόκληση σοβαρής και διαρκούς βλάβης στην υγεία, την πανίδα, τη χλωρίδα, τους υδάτινους ορίζοντες, την ποιότητα του αέρα, το έδαφος.

    [5] Αρκεί συνεπώς οποιοδήποτε είδος δόλου, ενώ αποκλείεται από την υποκειμενική  υπόσταση του αδικήματος κάθε μορφής αμέλεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ζήτημα της σκόπιμης πρόκλησης σοβαρής βλάβης στο φυσικό περιβάλλον και στο οικοσύστημα δεν είχε ρυθμιστεί ειδικώς από το Γάλλο νομοθέτη.  Στην ελληνική έννομη τάξη, η περιβαλλοντική ευθύνη ερευνάται ως επί το πλείστον αντικειμενικά, ενώ ακόμη και η αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου με τον ν. 4042/2012, ο οποίος ενσωμάτωσε την οδηγία 2008/99/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη περιορίστηκε μάλλον στη θεσμοθέτηση ενός ελαχίστου επιπέδου προστασίας.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.