16.9 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηFuture Combat Air System: Ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας

Future Combat Air System: Ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας


Της Δανάης Λυπιρίδη,

Σχεδόν πέντε μήνες πριν από τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές και η Γερμανία περνάει μια προεκλογική περίοδο αβεβαιότητας. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αναμένεται να παραδώσει τα ηνία της χώρας με το πέρας των εκλογών του Σεπτεμβρίου, ωστόσο η μέχρι πρότινος αυτονόητη παραδοχή ότι ο διάδοχός της θα προέρχεται από την παράταξή της -την Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Γερμανίας- τίθεται εν αμφιβόλω. Εξετάζοντας τα αποτελέσματα των εκλογών που έλαβαν χώρα σε δύο ομοσπονδιακά κρατίδια της Γερμανίας (Βάδη-Βυρτεμβέργη και Ρηνανία-Παλατινάτο) στις 14 Μαρτίου 2021, παρατηρείται ότι οι Πράσινοι της Γερμανίας δύνανται να παίξουν σημαντικό ρόλο στην συγκρότηση του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού, καθώς το κόμμα τους εκλέχτηκε πρώτο στην Βάδη-Βυρτεμβέργη, λαμβάνοντας το 32,4% των συνολικών ψήφων, ενώ στην Ρηνανία-Παλατινάτο αύξησαν τις ψήφους στο 8,8%. Σε γενικές γραμμές, οι Πράσινοι υποστηρίζουν τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της Γερμανίας στην διεθνή σκηνή, με την υιοθέτηση μιας πιο φιλόδοξης ενεργειακής πολιτικής (η οποία δίνει έμφαση στην ανάπτυξη πολιτικών πιο φιλικών προς το περιβάλλον), την υλοποίηση καινοτόμων ιδεών σχετικά με το παρόν αναπτυξιακό μοντέλο της γερμανικής οικονομίας και την μεγαλύτερη ευθυγράμμισης της χώρας στον ευρωατλαντικό άξονα, ελαχιστοποιώντας την εξάρτηση της από τις ρωσικές πηγές ενέργειας και την κινεζική αγορά.

Οι Πράσινοι αυτοχαρακτηρίζονται ως το πιο φιλοευρωπαϊκό κόμμα στην Γερμανία και θεωρούν την Γαλλία ως τον πιο σημαντικό εταίρο τους για την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του πράσινου και κοινωνικά δίκαιου μετασχηματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συμμερίζονται το όραμα του Γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν για «μια ισχυρή και κυρίαρχη» Ευρώπη, εντούτοις διστάζουν να επιτρέψουν στην Γαλλία να αναλάβει έναν πιο ηγετικό ρόλο σε αυτό το εγχείρημα. Υποστηρίζουν ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική κυριαρχία μπορεί να εξασφαλισθεί πιο αποτελεσματικά αφενός με την αποδοχή και ενδυνάμωση (ή και την ελαχιστοποίηση όπου κρίνεται απαραίτητο) των αλληλεξαρτησιακών δεσμών, τόσο μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης όσο και με τρίτα κράτη, αφετέρου μέσω της ενδυνάμωσης των διατλαντικών δεσμών της Ε.Ε. με τις Η.Π.Α., ιδιαίτερα επί προεδρίας Biden. Επομένως, δεν είναι απίθανο, στην περίπτωση που συμμετάσχουν στην επόμενη κυβέρνηση συνασπισμού, να σταματήσουν τις διεργασίες για την υλοποίηση του γαλλογερμανικού (τώρα και ισπανικού) αμυντικού προγράμματος Future Combat Air System (FCAS).

Πηγή εικόνας: defencereview.gr

Το FCAS είναι ένα ευρωπαϊκό «σύστημα συστημάτων» υπό ανάπτυξη από την Airbus, την Thales Group, την Indra Sistemas και την Dassault Aviation, το οποίο θα περιλαμβάνει αεροσκάφη, drones, όπλα, διασυνδεσιμότητα και ασφαλείς επικοινωνίες. Η Γαλλία και η Γερμανία εξέφρασαν για πρώτη φορά την πρόθεσή τους να συνεργαστούν στην ανάπτυξη ενός νέου ευρωπαϊκού μαχητικού αεροσκάφους σε συνεδρίαση κοινού υπουργικού συμβουλίου το 2017. Τα διάφορα κενά στον σχεδιασμό και στην παραγωγή προσέφεραν την κατάλληλη ευκαιρία για την συμμετοχή από το 2019 των ισπανικών εταιρειών στο πρόγραμμα, ικανοποιώντας έτσι τα συμφέροντα της στρατιωτικής βιομηχανίας της Ισπανίας. Το FCAS θα συνίσταται από ένα σύστημα όπλου επόμενης γενιάς (Next-Generation Weapon System-NGWS) καθώς και από άλλα αεροπορικά περιουσιακά στοιχεία. Ειδικότερα, το NGWS θα αποτελείται από μη επανδρωμένα στρατιωτικά αεροσκάφη (UCAV-swarming drones) καθώς και από ένα μαχητικό επόμενης γενιάς (New Generation Fighter-NGF), το οποίο προβλέπεται το 2035-2040 να αντικαταστήσει τα μαχητικά Ráfale της Γαλλίας, τα Eurofighter Typhoon και Tornado της Γερμανίας και τα EF-18 Hornets της Ισπανίας, λειτουργώντας στα πλαίσια ενός Combat Cloud και διασφαλίζοντας την διασυνδεσιμότητα και τις ασφαλείς επικοινωνίες στο πεδίο δράσης. Η ανάπτυξη ενός νέου ευρωπαϊκού πολεμικού αεροσκάφους αντικατοπτρίζει τις προσπάθειες εξέλιξης της ενιαίας ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και ενδυνάμωσης των γαλλογερμανικών σχέσεων μετα την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. – η οποία ήταν μέχρι πρότινος η ηγέτιδα στρατιωτική δύναμη της Ένωσης. Μέχρι στιγμής, το Βερολίνο έχει δεσμεύσει περίπου 110 εκατ. ευρώ για το FCAS, λίγο περισσότερο από το 0,1% του εκτιμώμενου συνόλου των 100 δισ. ευρώ.

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν και η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ παρευρίσκονται σε συνέντευξη Τύπου μετά από συνεδρίαση κοινού υπουργικού συμβουλίου στο Elysée το 2017. Πηγή εικόνας: REUTERS / Stephane Mahe.

Ωστόσο, οι πολιτιστικές και διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας στις πολιτικές και στρατιωτικές διαδικασίες προμηθειών τους έχουν οδηγήσει σε ένα κλίμα δυσφορίας. Ένα σημείο διαφωνίας αφορά τη σχετική σημασία που έχουν οι διάφοροι πυλώνες του έργου για κάθε χώρα, ενώ υπήρξαν και διαφωνίες σχετικά με τους κανονισμούς εξαγωγών οι οποίοι θα καθόριζαν τους μελλοντικούς πελάτες των τεχνολογιών του FCAS. Η Γαλλία και η Γερμανία επιδιώκουν αμφότερες τα δικά τους εθνικά (οικονομικά) συμφέροντα μέσω της υλοποίησης του προγράμματος FCAS. Ο αμυντικός τομέας της Γαλλίας είναι διαρθρωμένος θεμελιωδώς διαφορετικά από τον αντίστοιχο της Γερμανίας, καθώς η γαλλική αμυντική βιομηχανία είναι στενά συνδεδεμένη με το κράτος και μοιάζει με μια συνεκτική οντότητα. Πιο συγκεκριμένα, το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Γαλλίας υποστηρίζεται κυρίως από μεγάλες βιομηχανίες όπλων και βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών (la Direction générale de l’Armement–DGA), η οποία παρέχει στρατηγικό σχεδιασμό και μεγάλα κρατικά προγράμματα. Ο αμυντικός τομέας της Γερμανίας, εντούτοις, στερείται μια Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών και η γερμανική αμυντική βιομηχανία είναι λιγότερο ομοιογενής. Αυτή η ανισορροπία μεταξύ των αμυντικών τομέων των δύο χωρών τόσο από θεσμική άποψη όσο και από την άποψη μηχανικής κουλτούρας οδηγεί σε παρανοήσεις και από τις δύο πλευρές.

Παρά το γεγονός ότι οι Πράσινοι της Γερμανίας «συμφωνούν καταρχήν» ότι η επόμενη γενιά αμυντικών τεχνολογιών πρέπει να αναπτυχθεί από κοινού με τη Γαλλία για να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή κυριαρχία, συγκρούονται ταυτόχρονα με τους Γάλλους για τους εξαγωγικούς περιορισμούς και ασκούν κριτική στην σημερινή γερμανική κυβέρνηση η οποία υποχωρεί κάτω από την πίεση που ασκεί το Παρίσι. Ωστόσο, η αυτονομία και η δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων του NGF είναι τα στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους Πράσινους να διακόψουν την γαλλογερμανική συνεργασία FCAS εάν συμμετάσχουν στον μελλοντικό γερμανικό κυβερνητικό σχηματισμό.

Πηγή εικόνας: Airbus.

Για τους Πράσινους, τα αυτόνομα όπλα είναι απαγορευτικά, καθώς βλέπουν τα σημερινά τηλεκατευθυνόμενα οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη ως πρόδρομο των μελλοντικών πλήρως αυτόνομων οπλικών συστημάτων. Επομένως, οι Πράσινοι δύνανται να τεθούν σε μια δύσκολη θέση· εάν ενταχθούν στην επόμενη κυβέρνηση μαζί με τους Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι υποστηρίζουν την απόκτηση οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών, η αντίθεση τους θα μπορούσε να αμαυρώσει την εικόνα τους ως υπεύθυνος πολιτικός παράγοντας, ενώ η συναίνεση τους δύναται να πλήξει την εικόνα τους στους ειρηνιστές ψηφοφόρους τους. Άλλο ένα μεγάλο απαγορευτικό για το κόμμα των Πρασίνων είναι τα πυρηνικά όπλα. Το NGF σχεδιάζεται να αντικαταστήσει τα αεροσκάφη Rafale και Tornado, τα οποία μπορούν να μεταφέρουν πυρηνικά όπλα (γαλλικούς πυραύλους cruise και gravity bombs των ΗΠΑ, αντίστοιχα). Για τη Γαλλία, η μετάβαση από το Rafale στο πρόγραμμα FCAS θα είναι απρόσκοπτη, εντούτοις εάν η Γερμανία απορρίψει τον επιμερισμό των πυρηνικών όπλων, όπως στοχεύουν οι Πράσινοι, δεν θα χρειασθεί να συμμετάσχει στην κατασκευή του εν δυνάμει πυρηνικού NGF. Επιπλέον, η συμβολή της Γερμανίας στην χρηματοδότηση της ανάπτυξης ενός πυρηνικού συστήματος δεν θα είναι σημαντική, καθώς οι Πράσινοι πρόσφατα παρότρυναν την σημερινή γερμανική κυβέρνηση να προσχωρήσει στην Συνθήκη για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων (Treaty on the Prohibition of Nuclear Weapons).

Ιστορικά, η Γερμανία έχει προωθήσει την πολυεθνική ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία για την κατασκευή των ευρωμαχητικών Tornado και Eurofighter Typhoon. Αντιθέτως, η Γαλλία προτιμά την υποστήριξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας της. Το Βερολίνο και το Παρίσι είναι άνισοι εταίροι, ενωμένοι σε ένα φιλόδοξο σχέδιο ανάπτυξης αμυντικών εξοπλισμών. Ωστόσο, οι διαφορετικές πολιτικές και στρατηγικές κουλτούρες τους επηρεάζουν κοινά έργα όπως το FCAS. Το συγκεντρωτικό προεδρικό σύστημα της Γαλλίας έρχεται σε αντίθεση με το ισχυρό κοινοβουλευτικό σύστημα της Γερμανίας, ενώ η δυνατότητα της Γαλλίας να αναλάβει μονομερή στρατιωτική δράση έρχεται σε αντίθεση με τον προσανατολισμό της Γερμανίας προς τις πολυμερείς ευρωπαϊκές δομές. Ως εκ τούτου, το FCAS είναι ένα εξίσου στρατιωτικό όσο και πολιτικό εγχείρημα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Consent, Dissent, Misunderstandings – The Problem Landscape of Franco-German Defense Industrial Cooperation, DGAP, διαθέσιμο εδώ
  • France and Germany to develop new European fighter jet, Reuters, διαθέσιμο εδώ
  • Future Combat Air System: Too Big to Fail, swp-berlin.org, διαθέσιμο εδώ
  • How Germany’s Greens could spell the end for the Franco-German fighter jet, European Council on Foreign Relations, διαθέσιμο εδώ
  • We need to pull our own weight, European Council on Foreign Relations, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δανάη Λυπιρίδη
Δανάη Λυπιρίδη
Είναι τελειόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα άπτονται θεμάτων άμυνας, ενεργειακής ασφάλειας και διεθνών σχέσεων, ενώ παράλληλα με τη σχολή της σπουδάζει πιάνο σε επίπεδο ανωτέρας στο Ωδείο Αθηνών. Κατέχει επίπεδο C2 στην αγγλική και γαλλική γλώσσα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ερασιτεχνική κριτική κινηματογράφου, το κλασσικό μπαλέτο και το χειμερινό σκι.