18.8 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο πλαίσιο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης από τα Ποινικά Δικαστήρια μέσα από...

Το πλαίσιο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης από τα Ποινικά Δικαστήρια μέσα από μια ιστορία


Της Δήμητρας Κουφωλιά,

Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις κοτσύφια. […] Τα κοτσύφια δε μας βλάπτουν σε τίποτα, κελαηδάνε μονάχα για να τ’ ακούμε εμείς και να χαιρόμαστε. Δε χαλάνε τους κήπους μας, δεν τρώνε τα σπαρτά μας, μόνο ομορφαίνουν τη ζωή μας με το τραγούδι τους χωρίς να ζητούν τίποτε. Γι’ αυτό είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια. Ένα από τα πιο αγαπημένα μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ, το “Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια” συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αξιολογότερα κλασικά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας. [. . .]   Το δίκαιο έχει επηρεάσει -κι έχει επηρεαστεί- από την Τέχνη κι τον εν γένει Πολιτισμό. Ενσωματωμένο σε λογοτεχνικά κείμενα, συγκινεί, λυτρώνει κι ταυτόχρονα αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού κι σύγκρισης διαφόρων δικαιοδοτικών συστημάτων, καθώς και αφετηρία κατανόησης πολλών νομικών εννοιών.

«Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώσεις τα κοτσύφια». Αυτή είναι η συμβουλή του δικηγόρου Άτικους Φιντς στα παιδιά του, καθώς ο ίδιος αποφασίζει να υπερασπιστεί στο δικαστήριο το πραγματικό «κοτσύφι» αυτής της υπέροχης ιστορίας, έναν νεαρό μαύρο. […] Τη ναρκωμένη συνείδηση της πόλης θα συνταράξει το σθένος ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για δικαιοσύνη. Ο Άττικους, πιστός στη συνείδησή του, αναλαμβάνει την ευθύνη να αποδείξει ενώπιον του Δικαστηρίου την αθωότητα ενός νεαρού μαύρου, του Τομ Ρόμπινσον, ο οποίος κατηγορείται για τον βιασμό μιας λευκής νεαρής γυναίκας. Αυτή η εισαγωγή από το οπισθόφυλλο του συγκεκριμένου βιβλίου είναι αρκετή για να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας και να περάσουμε με αυτόν τον τρόπο στο κύριο θέμα που θα μας απασχολήσει: τα ποινικά δικαστήρια στο πλαίσιο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.

Πηγή εικόνας: Provocateur.gr

Βάσει του άρθρου 93 του Συντάγματός μας, τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους. Τα ποινικά δικαστήρια, τα οποία απονέμουν την ποινική δικαιοσύνη και επιβάλλουν τις κατάλληλες ποινές ανάλογα με την πράξη του δράστη, προβλέπονται από τον κώδικα ποινικής δικονομίας και είναι τα εξής: το μονομελές πλημμελειοδικείο, το τριμελές πλημμελειοδικείο, το μονομελές εφετείο, το τριμελές εφετείο, το πενταμελές εφετείο, τα δικαστήρια ανηλίκων, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (Μ.Ο.Δ.) και το Μικτό Ορκωτό Εφετείο (Μ.Ο.Ε.). Στα τακτικά αυτά, δηλαδή, ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, η σύνθεσή τους καθορίζεται από τις διατάξεις του ΚΠΔ και βάσει συνταγματικής μας αρχής σύγκεινται από Δικαστές που απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.

Στη σύνθεση των  ΜΟΔ και  ΜΟΕ συμμετέχουν και τέσσερις λαϊκοί δικαστές που ονομάζονται ένορκοι. Συνυπάρχουν δηλαδή στη σύνθεση των δικαστηρίων που εκδικάζουν τα συγκεκριμένα κακουργήματα δικαστές και ένορκοι με στόχο, από τον συνδυασμό αυτό, να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό δικαιοδοτικό αποτέλεσμα σε σοβαρά ζητήματα, όπως είναι αυτά που πλήττουν απόλυτα έννομα αγαθά. Όπως επισημαίνεται και στο άρθρο 97 του Συντάγματός μας: «Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών υπόκεινται στα ένδικα μέσα που ορίζει ο νόμος.»

Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιοι είναι οι λαϊκοί δικαστές κι για ποιο λόγο να τους δίδεται το δικαίωμα να εκφέρουν λόγο πάνω στην εκκρεμή ποινική υπόθεση. Ένορκος είναι ο απλός πολίτης ο οποίος συμμετέχει ως λαϊκός δικαστής. Αν η απόφαση λαμβάνεται μόνο από ενόρκους, το δικαστήριο ονομάζεται αμιγές, ενώ αν η απόφαση λαμβάνεται από κοινού από δικαστές και ενόρκους, όπως συμβαίνει στην ελληνική έννομη τάξη, ονομάζεται μικτό. Στα αμιγή ορκωτά δικαστήρια ο επαγγελματίας δικαστής απλώς προεδρεύει και διευθύνει τη συνεδρίαση, δίνει οδηγίες στους ενόρκους και ενδεχομένως αποφασίζει για κάποια πρακτικά-διαδικαστικά ζητήματα. Το αμιγές ορκωτό δικαστήριο φαίνεται καθαρά στην παραπάνω ιστορία του δικηγόρου Άττικους. Το φαινομενικά γαλήνιο και ειρηνικό Μέικομπ της Αλαμπάμα είναι στην πραγματικότητα βουτηγμένο στην προκατάληψη, τη βία και την υποκρισία κι αυτό αντανακλάται στη δικανική κρίση που σχηματίζει το δικαστήριο των ενόρκων σχετικά με την ενοχή του Τομ, ο οποίος καίτοι αθώος, καταδικάζεται.

Πηγή εικόνας: Flix.gr

Πράγματι, υπάρχουν μειονεκτήματα στο σύστημα των ενόρκων, τα οποία ξεκινούν από το ότι επηρεάζονται πολύ εύκολα από τη συμπεριφορά, το όνομα, τη ρητορική δεινότητα, τις εκφράσεις ή τις πονηριές των συνηγόρων των διαδίκων και από τη θέση που παίρνουν οι εφημερίδες ή τα εν γένει ΜΜΕ σχετικά με την υπόθεση. Από την άλλη, η επαφή τους με τα νομικά εξαντλείται απλά στην εμπειρική πραγματικότητα και δεν διαθέτουν γνώσεις για να αντιληφθούν τα δύσκολα νομικά ζητήματα. («Τις πρώτες στιγμές προσπαθείς να καταλάβεις τη διαδικασία γιατί οι περισσότεροι ίσως να μην έχουν ξαναπαρακολουθήσει ούτε καν δίκη. Μόνο ίσως από την τηλεόραση».) Για αυτούς τους λόγους, το μικτό δικονομικό σύστημα που υιοθετεί το ελληνικό δίκαιο είναι η σοφότερη επιλογή του νομοθέτη, αφού επέρχεται ισορροπία μέσω της στάθμισης υπέρ και κατά. Δεν θα μπορούσε να παραλείψει κανείς ότι ο θεσμός αυτός έχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα: Οι ένορκοι, επειδή το να βρίσκονται στην έδρα του δικαστηρίου αποτελεί ένα εξαιρετικό γεγονός στη ζωή τους, εντείνουν την προσοχή τους σε κάθε λεπτομέρεια που λαμβάνει χώρα στο ακροατήριο («Ξαφνικά πρέπει να συγκεντρωθείς απόλυτα για να μην σου ξεφύγει το παραμικρό. Δεν πρέπει να κάνεις κάποιο λάθος, καθώς έχεις απέναντί σου τόσο έναν άνθρωπο του οποίου κρίνεται η τύχη, όσο και άλλους που ενδεχομένως να είναι θύματα και να ζητούν απόδοση δικαιοσύνης»), όπως επίσης και επειδή αντιπροσωπεύουν τον μέσο άνθρωπο, μπορούν να υπαγάγουν πολύ εύστοχα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στις αντίστοιχες νομικές έννοιες και να αποφανθούν σχετικά με ζητήματα καταλογισμού (π.χ. άρθρο 33 ΠΚ ή λόγους άρσης του αδίκου). Επιπρόσθετα, προέρχονται από διαφορετικά στρώματα, έχουν κοινό οπτικό πεδίο και εμπειρίες («Καθηγητές που άφησαν για λίγο το σχολείο, συνταξιούχοι που δεν πήγαν στο καφενείο, μητέρες που είπαν στις γιαγιάδες και τους παππούδες να φροντίσουν τα παιδιά τους… Καλούνται για λίγες ώρες να αντικρίσουν βλέμματα που δεν έχουν συνηθίσει»), ενώ η ρήση «βαριές ποινές μόνο το εκφρασμένο λαϊκό φρόνημα μπορεί να βαστάξει» σε συνδυασμό με το ότι μέσω της συμμετοχής του αντιλαμβάνονται πόσο δύσκολο είναι το δικαιοδοτικό έργο και ενδυναμώνεται η εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, συγκροτούν καλύτερα κάποια πλεονεκτήματα της συμμετοχής των ενόρκων στην απονομή της δικαιοσύνης.

Η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης είναι ένα σοβαρό και συνάμα ευαίσθητο θέμα. Ο Έλληνας νομοθέτης έχει ρυθμίσει τα δικονομικά ζητήματα με τρόπο σαφή κι ορθό, σταθμίζοντας καταστάσεις κι ενσωματώνοντας αρχές και δικαιώματα  για την καλύτερη δυνατή προστασία του κατηγορουμένου. Μα, το πιο σημαντικό είναι -θεωρώ- να κρατήσουμε στο νου μας τα τελευταία λόγια του Άττικους, όταν έκλεινε την αγόρευση υπεράσπισης του Τομ: «Μα υπάρχει και κάτι σε αυτή τη χώρα σε σχέση προς το οποίο όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι – υπάρχει ένας ανθρώπινος θεσμός που κάνει τον φτωχό ίσο με τον Ροκφέλερ, τον ανόητο ίσο με τον Αϊνστάιν και τον αμόρφωτο ίσο με τον κάθε πρύτανη του πανεπιστημίου. Ο θεσμός αυτός, κύριοι, είναι το Δικαστήριο. Μπορεί να είναι το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών ή το ταπεινότερο ειρηνοδικείο του κράτους ή αυτό εδώ το αξιότιμο Δικαστήριο που υπηρετείτε τούτη τη στιγμή. Τα δικαστήριά μας έχουν τις ατέλειές τους, όπως και κάθε ανθρώπινος θεσμός, όμως στην πατρίδα μας τα δικαστήρια προσπαθούν να εκδικάζουν αντικειμενικά τις υποθέσεις και για τα δικαστήριά μας οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι !!!!».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ποινική Δικονομία, Άλκης Β. Καραγιαννόπουλος
  •  Ένορκος: Τιμή ή… ατυχία;, άρθρο του Κώστα Γκιάστα στο eleftheria.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια, Lee Harper, εκδόσεις BELL, 2011

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Κουφωλιά
Δήμητρα Κουφωλιά
Βρίσκεται στο τρίτο έτος της Νομικής Σχολής Αθηνών κι από πάντα την γοήτευε ο κόσμος της συγγραφής και των κειμένων. Παράλληλα με την αφοσίωση στη νομική επιστήμη και το διάβασμα λογοτεχνικών κειμένων, λατρεύει τον χορό και θεωρεί πως συνδέεται άμεσα με την πνευματική καλλιέργεια, εφόσον αποτελεί κι αυτός έκφραση της ανθρώπινης ψυχής. Πιστεύει πως ό,τι κι αν επιλέξει κάποιος να κάνει στη ζωή, πρέπει να επιδεικνύει ζήλο, να στοχεύει ψηλά, έχοντας όμως πάντα στο νου του από πού ξεκίνησε κι τηρώντας πάντα τον «αξιακό» κώδικα.