19.3 C
Athens
Δευτέρα, 7 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΟικονομική Ανθεκτικότητα: Το νέο μάντρα ή μήπως όχι;

Οικονομική Ανθεκτικότητα: Το νέο μάντρα ή μήπως όχι;


Της Γεωργίας Παγιαβλά,

Ζούμε σε μια παγκόσμια κοινότητα και είναι αρκετά πιθανό τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα σε αρκετά μεγάλη απόσταση από εμάς να μας επηρεάζουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη υγειονομική κρίση του COVID-19, που, αν και ξεκίνησε στην Κίνα, σήμερα ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται υπό μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και οι περισσότερες χώρες θα αντιμετωπίσουν οικονομικές κρίσεις (World Bank, 2020). Ένα άλλο παράδειγμα είναι η χρηματοοικονομική κατάρρευση του 2008 στις ΗΠΑ, της οποίας οι επιπτώσεις έγιναν αισθητές σε πολλά μέρη του πλανήτη (Huwart & Verdier, 2013). Η οικονομική και πολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή έγινε αισθητή στην ΕΕ μέσα από την προσφυγική και μεταναστευτική κρίση, όπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι πέρασαν στα σύνορά της (UNHCR, 2015). Ακόμα, το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής είναι αισθητό σε πολλά μέρη του πλανήτη μέσα από τα ακραία καιρικά φαινόμενα (National Geographic, 2015). Με άλλα λόγια, η παγκοσμιοποίηση προκαλεί υγειονομικές, οικονομικές, πολιτικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις, με αποτέλεσμα ο 21ος αιώνας να χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ο αιώνας της «ανασφάλειας». Αν και η παγκοσμιοποίηση υπόσχεται έναν περισσότερο ασφαλές κόσμο, με ανοιχτά σύνορα και ευημερούσες κοινωνίες, από την άλλη φαίνεται να μεταφράζεται σε αλληλοσυνδεσμένη ανισότητα, εξαιτίας της μεγαλύτερης οικονομικής και πολιτικής αστάθειας.

Όμως, αυτό που προκαλεί ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον είναι ότι οι περιφέρειες δεν φαίνεται να βιώνουν μια διαταραχή-σοκ με τον ίδιο τρόπο, καθώς τόσο η ανθεκτικότητα όσο και η ανάκαμψη διαφέρουν σημαντικά. Η περιφερειακή επιστήμη, για να μπορέσει να μελετήσει αυτές τις διαφορές, μελετά την ανθεκτικότητα των περιφερειών. Με άλλα λόγια, αναλύει τον τρόπο που οι περιφέρειες, τα άτομα και οι θεσμοί ανταποκρίνονται, προσαρμόζονται και επιδεικνύουν ανθεκτικότητα κατά την διάρκεια και έπειτα, από μια διαταραχή. Μια περιφέρεια που χαρακτηρίζεται από υψηλή ανθεκτικότητα είναι πιο πιθανό να απορροφήσει τις διαταραχές, είτε επειδή είχε πιο αποτελεσματικά κριτήρια αξιολόγησης μιας κρίσης, είτε γιατί ήταν πιο προετοιμασμένη α απορροφήσει τις επιπτώσεις της κρίσης, όπως υποδομές, ανθρώπινο κεφάλαιο, δίκτυα, τα οποία οδήγησαν σε μια πιο αποτελεσματική αντίδραση (Foster, 2006). Έτσι, όσο υψηλότερος ο βαθμός της ανθεκτικότητας τόσο χαμηλότερος ο βαθμός της  ευαλωτότητας (Müller, 2011).

Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πώς μια περιφέρεια θεωρείται ανθεκτική θα πάρουμε το παράδειγμα μιας οικονομικής κρίσης. Αν μια περιφέρεια δεν επηρεαστεί από την οικονομική κρίση, δηλαδή δεν μειωθεί το ΑΕΠ της ή και η απασχόλησή της, θεωρείται ανθεκτική. Αν μειωθεί το ΑΕΠ ή και η απασχόληση της περιφέρειας αλλά καταφέρει να επανέλθει σύντομα στα προ κρίσης επίπεδα θεωρείται επίσης ανθεκτική.

Πηγή: odi.org

Στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, η οποία χαρακτηρίζεται από την απορρύθμιση της ροής των αγαθών, του κεφαλαίου και των ανθρώπων, οι τοπικές οικονομίες έχουν μειωμένα επίπεδα προστασίας και αυξημένα επίπεδα ανταγωνιστικής πίεσης (Eraydin, 2013). Ο Dani Rodrik ονομάζει αυτήν την κατάσταση της παγκοσμιοποίησης ως υπερ-παγκοσμιοποίηση, επισημαίνοντας ότι η απεριόριστη οικονομική ολοκλήρωση έχει γίνει μη πρακτική. Οι περιφέρειες αναγκάζονται να προσδιορίσουν τα περιουσιακά στοιχεία που αυξάνουν την ανταγωνιστικότητά τους και που διευκολύνουν την ένταξή τους στην παγκόσμια οικονομία. Όμως, τα αποτελέσματα των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να διαφέρουν από τόπο σε τόπο και έτσι τελικά να διαβρώνεται η όποια ανταγωνιστικότητα. Επίσης, η εξάρτηση μιας περιοχής από τις παγκόσμιες συνθήκες αυξάνει την οικονομική ευαλωτότητά της, με τις οικονομικές κρίσεις είναι το πιο χαρακτηριστκό παράδειγμα. Συνεπακόλουθα, η ανταγωνιστικότητα σε εδαφικό επίπεδο καθίσταται η νέα προτεραιότητα για τη διακυβέρνηση και ακολουθείται μια επιχειρηματική λογική, η οποία μειώνει την ευκαιρίες για δημόσιο διάλογο και του από κοινού προβληματισμού για μακροπρόθεσμες στρατηγικές και τελικά καθιστά δύσκολη η λήψη προληπτικών μέτρων για  την αντιμετώπιση ενός σοκ (Eraydin, 2013). Συνοψίζοντας, η νεοφιλελεύθερη ατζέντα δεν φαίνεται να μπορεί να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες ευπάθειες και η  ανθεκτικότητας μπορεί να θεωρηθεί ως ένα νέο παράδειγμα σχεδιασμού (Eraydin & Taşan-Kok, 2013).

Πηγή: Risk and Resilience Hub

Η έννοια της ανθεκτικότητας είναι ένας όρος με μακρά ιστορία και σύμφωνα με τον Alexander (2013) πρωτοεμφανίζεται σε λατινικό κείμενο του Σενέκα (4 π.Χ. – 65 μ.Χ.) και η πρώτη επιστημονική χρήση του όρου αποδίδεται στον Φράνσις Μπέικον το 1625. Αν και στις κοινωνικές επιστήμες αξιοποιείται ήδη από το 1950 στην ψυχολογία, στις περιφερειακές επιστήμες εισέρχεται από τον Holling (1973), ο οποίος μελετά την πρόληψη καταστροφών και την ποιοτική ικανότητα των οικολογικών συστημάτων να απορροφούν μελλοντικές διαταραχές.

Την τελευταία δεκαετία, η έννοια της ανθεκτικότητας έχει εισαχθεί στο λεξιλόγιο του επιστημονικού και πολιτικού λόγου, με αφορμή την οικονομική κρίση του 2008, της οποίας η επίδραση δεν ήταν γεωγραφικά ομοιόμορφη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2017, σελ. 2) τονίζει ότι οι περιφέρειες πρέπει να έχουν την εξουσία να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, ενισχύοντας την εδαφική ανθεκτικότητά τους και προτείνει να σταματήσει η προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που δεν λαμβάνεται υπόψη ο χώρος. Με άλλα λόγια, η ανθεκτικότητα έχει γίνει μια πολύ ελκυστική ιδέα και πολλοί ερευνητές αναθεωρούν την έννοια και τις βασικές έννοιές της, για να διερευνήσουν την αξία της και πολλοί άλλοι τη χρησιμοποιούν, για να εξηγήσουν την επίδραση της περιφερειακής ετερογένειας μιας διαταραχής. Η βιβλιογραφία αναγνωρίζει ότι, εξασφαλίζοντας λύσεις προσανατολισμένες στην περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη και στην βιώσιμης σκέψη δεν αρκούν, επομένως υπάρχει ανάγκη για την προώθηση της συζήτησης γύρω από την ανθεκτικότητα (Tóth, 2015). Εδώ υπογραμμίζεται ότι η βιωσιμότητα και η ανθεκτικότητα έχουν ισχυρή σχέση, καθώς η βιωσιμότητα σχετίζεται με την επιδίωξη μιας συνεχής και δίκαιης μακροπρόθεσμης ευημερίας. Ο Reid (2013), αναρωτιέται πρώτον αν η αειφόρος ανάπτυξη, η οποία δημιουργεί οικολογικούς λόγους για να υποστηριχθεί η ανάγκη να εξασφαλιστεί η ζωή για τη βιόσφαιρα, μπορεί να αποσυρθεί από το αφήγημα του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος ορίζει την οικονομία ως το μοναδικό μέσο εξασφάλισης αυτής της ασφάλειας, και  δεύτερον εάν μπορεί τελικά να απαγκιστρωθεί από αυτό το αφήγημα, πώς εμπλέκεται η αειφόρος ανάπτυξη με την έννοια της ανθεκτικότητας.

Το γεγονός ότι η περιφερειακή ανθεκτικότητα έχει μεγάλη επιρροή και υιοθετείται με γρήγορους ρυθμούς από όλο και περισσότερους, προσφέρει μεν απαντήσεις αλλά δημιουργεί επίσης και πολλά ερωτήματα (Martin, 2015). Αξίζει να επισημάνουμε τις κριτικές φωνές, οι οποίες επισημαίνουν ότι δεν υπάρχει μια ενιαία θεωρία της ανθεκτικότητας και είναι περισσότερο  μια ασαφής έννοια. Φυσικά, οι συζητήσεις γύρω από τους εννοιολογικούς ορισμούς, την ερευνητική μεθοδολογία, τη θεωρητική σημασία και τη πρακτική της είναι αναπόφευκτες καθώς η έννοια της περιφερειακής ανθεκτικότητας βρίσκεται στο  στάδιο της βρεφικής ηλικίας (Cho, 2014). Η συμφωνία μεταξύ των περιφερειακών επιστημόνων είναι η αναλυτική δύναμή της, αλλά ο συνδυασμός  της έννοιας της προσαρμογής (που χαρακτηρίζεται από δυναμικότητα) με την έννοια της αντίστασης (που χαρακτηρίζεται από στατικότητα) είναι το σημείο ένστασης των επικριτών.

Ένα σημείο που ξεχωρίζει στην κριτική βιβλιογραφία είναι ότι η κοινωνική αλλαγή τείνει να αποπολιτικοποιείται από τη θεωρία της ανθεκτικότητας (Reid, 2013). Επιπλέον, οι Humbert & Joseph (2019), αποβλέπουν ότι οι διαφορετικές βασικές ιδέες που μπορούν να ερμηνεύσουν την έννοια της ανθεκτικότητας, έχουν την χροιά πολιτικών ζητημάτων, για παράδειγμα το πιο σημαντικό είναι η σχέση μεταξύ ανθεκτικότητας και νεοφιλελευθερισμού, ανθεκτικότητας και η σχέση της με το τοπικό. Η ανθεκτικότητα μπορεί να ασκήσει πιέσεις στην ανισότητα τόσο μεταξύ τω κοινωνικών όσο και στο εσωτερικό τους. Σύμφωνα με αυτό η ανθεκτικότητα φαίνεται να ταιριάζει με την έννοια του Foucault σχετικά με τη «διακυβέρνηση από απόσταση» και την υπεύθυνη διακυβέρνηση του εαυτού (Joseph, 2018). Με άλλα λόγια, η ανθεκτικότητα θεωρείται ότι ταιριάζει με τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση, ιδίως όσον αφορά την ατομικιστική προσέγγισής της, της μετατόπισης της ευθύνης σε άτομα και κοινότητες και στην προώθηση της αντανακλαστικής αυτοδιακυβέρνησης μέσω στρατηγικών ευαισθητοποίησης, διαχείρισης κινδύνων και προσαρμοστικότητας.

Συνοψίζοντας, η εποχή της παγκοσμιοποίησης ενέχει νέες προκλήσεις και οι παλιές συνταγές πιθανόν να μην είναι πλέον αποτελεσματικές. Έννοιες όπως οικονομική ανάπτυξη και βιωσιμότητα δεν είναι αρκετές μέσα στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα του 21ου αιώνα. Αυτό έχει γίνει αισθητό, καθώς από την οικονομική κρίση του 2008 και έπειτα, η έννοια της ανθεκτικότητας επανέρχεται έντονα στο προσκήνιο και παρουσιάζεται ως το νέο μάντρα (Levans, 2021). Το τελευταίο διάστημα, οποιασδήποτε θεματολογίας ομιλία και αν παρακολουθήσει κανείς,  η λέξη ανθεκτικότητα επισημαίνεται με ιδιαίτερη έμφαση. Από την κριτική σκοπιά, όμως, υπάρχει ο προβληματισμός κατά πόσο είναι μια «νέα απάντηση» στα «νέα προβλήματα». Η απάντηση στα προβλήματα της οικονομίας, με περισσότερη οικονομία, αποκρύπτοντας για ακόμη μια φορά την πολιτική διάστασή τους, είναι μια πολυδοκιμασμένη συνταγή, χωρίς αποτελέσματα. Οφείλουμε, ως νέοι επιστήμονες, να μη βολευόμαστε με μονοδιάστατες και άρα απλοϊκές λύσεις, οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε την οικονομία όπως είναι, πολυδιάστατη.


ΑΝΑΦΟΡΕΣ
  • Levans, Μ. (2021). 2021: Resilience is the new mantra. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 02/03/2021.
  •  World Bank (2020). ‘The Global Economic Outlook During the COVID-19 Pandemic: A Changed World’. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 10/09/2020.
  • Humbert, C., & Joseph, J. (2019). Introduction: the politics of resilience: problematising current approaches. Resilience, 7(3), 215-223.
  • European Committee of the Regions (2017). ‘Opinion of the European Committee of the Regions — Strengthening territorial resilience: empowering regions and cities to face globalisation’. Official Journal of the European Union. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 12/09/2020.
  • Martin, N. (2015). Building Resilience Through Greater Adaptability To Long-Term Challenges.
  • National Geographic (2015). ‘Wild Weather’. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 10/09/2020.
  • Tóth, B. I. (2015) ‘Regional economic resilience: Concepts, empirics and a critical review’, Miscellanea Geographica.
  • UNHCR (2015). Over one million sea arrivals reach Europe in 2015. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 27/02/2021.
  • Cho, C. J. (2014). A Workable Framework or a Fuzzy Concept? The Regional Resilience Approach to the Evolution and Adaptability of Regional Economies. World Technopolis Review, 3(2), 66-77.
  • Alexander, D. E. (2013). Resilience and disaster risk reduction: an etymological journey. Natural hazards and earth system sciences, 13(11), 2707-2716.
  • Eraydin, A. (2013). “Resilience Thinking” for Planning. In Resilience thinking in urban planning (pp. 17-37). Springer, Dordrecht.
  • Eraydin, A., & Taşan-Kok, T. (2013). The Evaluation of Findings and Future of Resilience Thinking in Planning. In Resilience Thinking in Urban Planning (pp. 229-239). Springer, Dordrecht.
  • Huwart, J. Y., & Verdier, L. (2013). ‘The 2008 financial crisis–a crisis of globalization’. Economic globalisation: origins and consequences, 126-143.
  • Reid, J. (2013). Interrogating the neoliberal biopolitics of the sustainable development-resilience nexus. International Political Sociology, 7(4), 353-367.
  • Müller, B. (2011) ‘Urban and Regional Resilience – A New Catchword or a Consistent Concept for Research and Practice?’.
  • Foster, K. (2006) ‘A Case Study Approach to Understanding Regional Resilience’, Annual Conference of the Association of Collegiate Schools of Planning.
  • Holling, C. S. (1973). ‘Resilience and stability of ecological systems’. Annual review of ecology and systematics, 4(1), 1-23.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Παγιαβλά
Γεωργία Παγιαβλά
Αποφοίτησε από το Tμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ, παράλληλα, ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Απασχολήθηκε σε μια αστική ΜΚΟ για την Απολιγνιτοποίηση στη Μεγαλόπολη και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο Tμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με κατεύθυνση Χωρικές Πολιτικές και Ανάπτυξη στην Ευρώπη. Συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο, ενώ, συγχρόνως, φοιτά στο προπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Χόμπυ της η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και οι περίπατοι στην Αθήνα.