Του Γιάννη Μπαλαμώτη,
O W. Churchill έχει χαραχθεί στην ευρωπαϊκή συνείδηση ως ο πρωθυπουργός της Νίκης, η φωνή του βρετανικού έθνους, ο πολιτικός που κλήθηκε να υπερασπιστεί όχι μόνο την Αγγλία, αλλά και όλες τις ευρωπαϊκές αξίες που βρέθηκαν να απειλούνται από τον «απόλυτο» εχθρό, τη ναζιστική Γερμανία. Ο ίδιος, ως πολιτικός, αλλά και ως ιδιότυπος ιστορικός, λειτούργησε ως καθοριστικός δρών της ιστορίας συμμετέχοντας τόσο στη διαμόρφωση των γεγονότων, όσο και την κριτική καταγραφή τους. Παρά τις κρίσεις κατάθλιψης και το ιδιαίτερο πάθος που έτρεφε για το αλκοόλ, η πολιτική του ευφυία, η επιμονή, η αποφασιστικότητα, το ρητορικό του ταλέντο, αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του, αποδείχτηκαν απαραίτητα στοιχεία για τη σωτηρία όχι μόνο ενός έθνους, αλλά και ολόκληρης της Γηραιάς Ηπείρου.
Ο W. Churchill διατέλεσε ενεργός πολιτικός για 64 ολόκληρα χρόνια (1900–1964). Αρχικά, εκλέγεται με το Κόμμα τον Συντηρητικών, περνά όμως, στο Κόμμα των Φιλελευθέρων και η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε έχοντας έντονο κοινωνικό πρόσημο στις πολιτικές του θέσεις. Όταν το 1922 οι Συντηρητικοί αναλαμβάνουν την εξουσία, ο W. Churchill απομονώνεται πολιτικά, όχι όμως για πολύ. Μετά από δύο χρόνια, εγκαταλείπει τους Φιλελεύθερους και συνεργάζεται με τους Συντηρητικούς αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Οικονομικών. Ανέκαθεν, η πολιτική του ταυτότητα είχε περισσότερο προσωπικό παρά στενά ιδεολογικό χαρακτήρα και σίγουρα απεχθανόταν κάθε σύστημα ολοκληρωτισμού. Ήταν βαθιά αντικομμουνιστής, γεγονός που καθόρισε σημαντικά την πολιτική του ταυτότητα και υπέρμαχος της διατήρησης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Η πολιτική της Μ. Βρετανίας είχε ανέκαθεν παγκόσμιο προσανατολισμό. Τα συμφέροντά της συνέκλιναν στη διατήρηση της αυτοκρατορίας και των αποικιών της. Κύριος στόχος ήταν η πρωτοκαθεδρία της στις θάλασσες. Στην Ευρώπη, η Μ. Βρετανία λειτουργούσε ως ένας εξωχώριος εξισορροποιητής, με σκοπό την αποτροπή της κυριαρχίας μιας μόνο δύναμης, που θα αποτελούσε άμεση απειλή για την ίδια και τα συμφέροντά της. Αυτό το δόγμα ακολουθούσε η βρετανική πολιτική από την αρχή της ίδρυσης της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας, οι προκάτοχοι του W. Churchill δεν υπολόγισαν σωστά τις βλέψεις του A. Hitler. Θεωρούσαν ότι θα αρκούνταν στην εξυπηρέτηση περιφερειακών συμφερόντων και θα περιοριζόταν ως ένας ακόμα ισχυρός πόλος εξουσίας στην Κεντρική Ευρώπη. Δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα ότι οι βλέψεις της Γερμανίας ήταν παγκόσμιες και περιλάμβαναν και την κατάκτηση του πολύτιμου νησιού τους.
Η κατευναστική πολιτική της Μ. Βρετανίας, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, είχε τις ρίζες της σε αυτήν την εσφαλμένη αντίληψη. Παρόμοια πολιτική ακολουθούσε και η Γαλλία, μοναδική σύμμαχος της Μ. Βρετανίας στην αρχή του πολέμου. Ο W. Churchill ήταν εξαρχής αντίθετος αυτής της πολιτικής, χωρίς σε πρώτη φάση να προωθεί τη διεξαγωγή πολέμου. Οι διαφωνίες του με το N. Chamberlain, τον ομόσταβλό του στο Συντηρητικό Κόμμα και πρωθυπουργό από το 1937, δεν ήταν τόσο σε ιδεολογικό, αλλά σε πρακτικό, κυρίως, επίπεδο. Ουσιαστικότερη ήταν η διαφωνία τους σχετικά με τη Νορβηγική εκστρατεία για την οποία ο W. Churchill είχε σαφώς επιθετική πολιτική.
Ο W. Churchill μπήκε στην Κυβέρνηση με το ξέσπασμα του πολέμου το Σεπτέμβριο του 1939 μετά από μακροχρόνια αποχή του από κυβερνητικές θέσεις. O N. Chamberlain θεώρησε ότι ο W. Churchill έπρεπε να έχει θέση στο Πολεμικό Συμβούλιο λόγω της γνώσης και της προηγούμενης πολεμικής εμπειρίας του. Στη συνέχεια, τοποθετήθηκε επικεφαλής του Υπουργείου Ναυτικών. Η πορεία του προς την πρωθυπουργία ξεκίνησε μετά την παραίτηση του Υπουργού Άμυνας και την τοποθέτησή του στην προεδρία μιας ειδικής στρατιωτικής επιτροπής. Εκεί όμως λειτούργησε διαλυτικά, εμποδίζοντας ουσιαστικά το έργο της. Ο πρωθυπουργός βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αλλά δεν ήθελε να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του και τελικά οδηγήθηκε σε παραίτηση, καθώς γνώριζε ότι λόγω των πολιτικών συσχετισμών δεν θα μπορούσε να ηγηθεί ο ίδιος μιας Κυβέρνησης Συνασπισμού, αν και διαπίστωνε την αναγκαιότητά της.
Ο W. Churchill έλαβε εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης από το βασιλιά Γεώργιο ΣΤ΄ στις 10 Μαΐου 1940 μετά την παραίτηση του N. Chamberlain και συμπεριέλαβε όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου. Ο ίδιος ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος τον οποίο ήταν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν οι Εργατικοί και πάλι όμως, σα δεύτερη επιλογή μετά τον Υπουργό Εξωτερικών, V. Halifax, ο οποίος αρνήθηκε την πρωθυπουργία θεωρώντας ότι δεν ήταν ακόμα έτοιμος. Στη νέα Κυβέρνηση απέκτησαν ακόμα μεγαλύτερο ρόλο οι Εργατικοί, όπως αντίστοιχα και στο νέο Πολεμικό Συμβούλιο. Ο πρώην πρωθυπουργός παρέμεινε αρχηγός του κόμματος, καθώς ο ίδιος είχε ισχυρή απήχηση σε αυτό, σε αντίθεση με τον W. Churchill. Ο τελευταίος μάλιστα, γνώριζε ότι τον είχε ανάγκη, καθώς θα κρατούσε τις ισορροπίες που ήταν απαραίτητες για να κυβερνήσει. Ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι ο W. Churchill θεωρήθηκε από όλους ως ο καταλληλότερος πρωθυπουργός στη συγκεκριμένη συγκυρία, ενώ είχε προηγηθεί η ευθύνη του για την αποτυχία της Νορβηγικής εκστρατείας και ακόμα παλαιότερα η καταστροφική εκστρατεία στην Καλλίπολη (1915).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σχέση των δύο ανδρών όπως διαμορφώθηκε σε όλη τη διάρκεια της πολιτική τους καριέρας. Πέρα από τις επίσημες πολιτικές τους συναντήσεις, καθημερινή ήταν η μεταξύ τους γραπτή ανεπίσημη αλληλογραφία μέσω σημειωμάτων και υπομνημάτων. Η αντιπολίτευση που άσκησε ο W. Churchill στον Ν. Chamberlain ήταν ιδιάζουσα. Επικριτική στην αρχή, συχνά επιθετική, δηλώνοντας όμως, πάντα την πίστη και την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του πρωθυπουργού. Η συμπεριφορά του άλλαξε αμέσως μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, οπότε και υιοθέτησε ένα σοβαρό, ψύχραιμο και ενωτικό ύφος.
Ο W. Churchill δεν εκλέχθηκε από τους Βρετανούς πολίτες. Αναδείχθηκε, γιατί ήταν ο μοναδικός που ήταν διατεθειμένοι να στηρίξουν οι Εργατικοί στα πλαίσια μιας μεγάλης συμμαχίας με στόχο τη διάσωση της χώρας και είχε την εμπειρία και την προσωπικότητα να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας. Το κοινοβουλευτικό σύστημα, υπό την απειλή πραγματικού πολέμου, όχι μόνο ανταποκρίθηκε στις έκτακτες ανάγκες, αλλά και συσπειρώθηκε, παρακάμπτοντας κομματικά και ατομικά συμφέροντα με στόχο τη σωτηρία του έθνους.
Οι ιστορικοί έχουν μελετήσει και θα συνεχίσουν να αναλύουν και να ερμηνεύουν την προσωπικότητα και τη δράση του W. Churchill. Ο ψυχίατρος Antony Storr ερμηνεύει κάτω από ένα άλλο πρίσμα τη συνεισφορά του: «το 1940 ο Churchill έγινε ο ήρωας που πάντα ονειρευόταν να γίνει….Σε εκείνη τη μαύρη στιγμή, αυτό που χρειαζόταν η Αγγλία δεν ήταν ένας ευφυής, σταθερός και ισορροπημένος ηγέτης. Αντιθέτως, αυτό που χρειαζόταν η χώρα ήταν ένας άντρας ο οποίος θα μπορούσε να κάνει όνειρα νίκης όταν όλα έμοιαζαν χαμένα. Ο W. Churchill ήταν ένας τέτοιος άντρας».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Lawlor, S., Churchill and the Politics of War 1940-1941, Cambridge University Press, 1994
- Dilks, D., «The Twilight War and the Fall of France: Chamberlain and Churchill in 1940», Transactions of the Royal Historical Society, V.28 (1978), p.p. 61-86
- Adisson, P., «The Political Beliefs of Winston Churchill», Transactions of the Royal Historical Society, Vol. 30 (1980), pp. 23-47, Cambridge University Press
- Ball, S., «Churchill and the Conservative Party», Transactions of the Royal Historical, 11 (2001), pp. 307-330, Cambridge University Press
- Όουεν,Ντ., Ασθενείς Ηγέτες στη Εξουσία, Πόσο οι αρρώστιες επηρέασαν τους πολιτικούς τα τελευταία 100 χρόνια, Εκδ: Καστανίωτη 2009