16.1 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΜία κριτική για την ταινία "The Platform"

Μία κριτική για την ταινία “The Platform”


Της Μαρίας Μαλανδράκη,

Η Υπόθεση

Μέσα σε μια φυλακή ο Γκόρενγκ ξυπνάει στο επίπεδο 48. Εκεί γνωρίζει τον συγκάτοικό του, Τριμαγκάσι, ο οποίος έπειτα από τις επίμονες ερωτήσεις του Γκόρενγκ του εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η φυλακή.

Χωρισμένη σε περισσότερα από 100 επίπεδα, αποτελεί ένα κέντρο αυτοδιαχείρισης, με κάθετη οργάνωση, αφού τα δωμάτια βρίσκονται το ένα πάνω από το άλλο, ενώ στο κέντρο υπάρχει ανοιχτός χώρος από τον οποίο μια φορά την ημέρα και για μερικά μόλις λεπτά περνάει -από τα υψηλότερα προς τα χαμηλότερα επίπεδα- μια πλατφόρμα φαγητού με αρκετό φαΐ για όλους τους κρατούμενους. Όπως ο ίδιος ο Τριμαγκάσι εξηγεί ήδη στα πρώτα λεπτά της ταινίας, το επίπεδο 48 οπού βρίσκονται αποτελεί ένα καλό επίπεδο, αφού μετά τα πρώτα 60-70 επίπεδα το φαγητό τελειώνει, ωθώντας τους κρατούμενους άλλοτε στον θάνατο και άλλοτε στον κανιβαλισμό του συγκατοίκου τους, ο οποίος μετά τον θάνατό του αντικαθίσταται από άλλον. Κάθε πρώτη του μήνα, έπειτα από αναισθητοποίηση των κρατουμένων, εκείνοι αλλάζουν επίπεδο, πηγαίνοντας είτε ψιλότερα είτε χαμηλότερα, χωρίς να αποκαλύπτονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας τα κριτήρια με τα οποία οι κρατούμενοι αναδιανέμονται στα διάφορα δωμάτια-επίπεδα.

Μέσα σε ένα σύστημα ασφυκτικού ελέγχου, όπου μοναδικός οδηγός αποτελεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και τελικά της επιβίωσης, ο Γκόρεγκ θα προσπαθήσει με κάθε κόστος να κατέβει στα χαμηλότερα επίπεδα, μοιράζοντας το φαγητό έτσι ώστε να διανεμηθεί δίκαια σε όλους προκειμένου να «σπάσει» τον κώδικα της πλατφόρμας.

Πηγή φωτογραφίας: vox.com

Η κριτική

Η ταινία διαθέτει έναν αλληγορικό χαρακτήρα που στοχεύει στην επίπληξη του ταξικού διαχωρισμού στις σύγχρονες κοινωνίες. Χρησιμοποιώντας το βασικότερο μέσο επιβίωσης, το φαγητό, δείχνει την άνιση κατανομή του από πάνω προς τα κάτω (μια ανισότητα η οποία οφείλεται εξολοκλήρου στη λαιμαργία των πρώτων επιπέδων, αφού η πλατφόρμα είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε το φαγητό να είναι αρκετό για όλους), καθώς και την αγωνία των ατόμων μέσα στη φυλακή.

Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Τριμαγκάσι, υπάρχουν τρία είδη ατόμων μέσα σε αυτή: εκείνοι που είναι πάνω, εκείνοι που είναι κάτω και εκείνοι που πέφτουν, δηλώνοντας τη στασιμότητα των χαμηλότερων και των υψηλότερων επιπέδων, καθώς και την προσπάθεια των ατόμων στα μεσαία επίπεδα να ανέβουν προς τα πάνω, η οποία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αφού, όπως άλλωστε δείχνει και στη συνέχεια η ταινία, τα άτομα των υψηλότερων επιπέδων τους σπρώχνουν έτσι ώστε να πέσουν στο κενό.

Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Γκόρενγκ, θα βρεθεί σε πέντε διαφορετικά επίπεδα (στο επίπεδο 48, στο 171, στο 33, στο 202 και τελικά στο 6), ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας θα βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο με τρεις διαφορετικούς συγκρατούμενους, καθένας από τους οποίους φαίνεται να αναπαριστά μια διαφορετική στάση των ατόμων εντός της ταξικής κοινωνίας – στην προκειμένη περίπτωση, εντός της φυλακής.

Ο πρώτος του συγκάτοικος, ο Τριμαγκάσι, φαίνεται να βρίσκεται αρκετά χρόνια εντός της φυλακής, στην οποία, έπειτα από την αλλαγή πολλών επιπέδων, γνωρίζει πώς να κινηθεί προκειμένου να επιβιώσει, διατηρώντας μια είδους ψευτο-ηθική, η οποία ωφελεί βασικά τον ίδιο. Συγκεκριμένα, ο Τριμαγκάσι συμβουλεύει τον Γκόρενγκ να μην μιλάει σε εκείνους που βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα, «επειδή εκείνοι είναι χαμηλότερα», όπως ο ίδιος λέει, αλλά ούτε να μιλάει στα άτομα των υψηλότερων, «γιατί αυτά τα καθίκια δεν απαντάνε ποτέ, αφού είναι άτομα που βρίσκονται ψηλότερα». Ο Τριμαγκάσι τρώει λαίμαργα όσο περισσότερο φαγητό προλαβαίνει, βρίζει εκείνους που βρίσκονται πιο χαμηλά από εκείνον και, όταν αργότερα θα βρεθούν μαζί με τον Γκόρενγκ στο επίπεδο 171, θα τον δέσει στο κρεβάτι του από φόβο μην του επιτεθεί ο Γκόρενγκ πρώτος για να τον φάει. Για να δικαιολογήσει κάθε ανήθικη και μη αλτρουιστική πράξη του τόσο προς τον συγκρατούμενό του όσο και στους υπόλοιπους φυλακισμένους, ισχυρίζεται πως ο τρόπος δομής της πλατφόρμας ευθύνεται για αυτές, ενώ εκείνος κάνει ό,τι μπορεί για να επιβιώσει.

Τα επόμενα δύο επίπεδα θα βρουν τον Γκόρενγκ με μια συγκρατούμενη, την Ιμογκίρι, η οποία κάποτε εργαζόταν σε διοικητική θέση της φυλακής, επιλέγοντας τα άτομα τα οποία έμπαιναν εθελοντικά στην πλατφόρμα για 6 μήνες -όπως τον Γκόρενγκ, τον οποίο και θυμάται- και θα τους παρεχόταν μια βεβαίωση. Με την Ιμογκίρι θα βρεθούν στο μαζί στο επίπεδο 33, οπού η ίδια θα προσπαθεί συνεχώς να φτιάχνει δύο μερίδες φαγητού για το χαμηλότερο επίπεδο και έπειτα θα παροτρύνει τους δύο κρατούμενους να κάνουν το ίδιο για τους δύο επόμενους που βρίσκονται κάτω από εκείνους προκειμένου να διανεμηθεί ισάξια το φαγητό, μια προσταγή που εκπληρώνουν μόνο αφού ο Γκόρενγκ τους απειλήσει, δείχνοντας πως ο δρόμος για τον σωφρονισμό σε αυτές τις συνθήκες είναι κυρίως ο φόβος. Καθώς η ταινία συνεχίζει, φαίνεται η Ιμογκίρι να μετανοεί για την απόφασή της να εξυπηρετεί ως προσωπικό τη συγκεκριμένη φυλακή, πριν μπει μέσα σε αυτή, αφού, όταν ήρθε αντιμέτωπη με το πόσο μη λειτουργική και βίαιη είναι η πραγματικότητα εντός της, συνειδητοποίησε πως όχι μόνο δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς που υπόσχεται, αλλά και πως τα επίπεδα είναι πολύ περισσότερα από όσα γνώριζε η ίδια πως υπήρχαν.

Πηγή φωτογραφίας: forbes.com

Ο τελευταίος συγκάτοικος του Γκόρενγκ, o Μπαχαράτ, στο επίπεδο 6, προβάλλει την πιο φιλόδοξη και ταυτόχρονα απελπισμένη στάση εντός της πλατφόρμας. Έπειτα από την αποτυχία του να πείσει τα άτομα του πέμπτου επιπέδου να τον αφήσουν να ανέβει (φιλοδοξώντας να φτάσει στο πρώτο επίπεδο και από εκεί να δραπετεύσει), πέφτει σε βαθιά μελαγχολία από την οποία τον βγάζει ο Γκόρενγκ, προτείνοντάς του να προσπαθήσουν να μοιράσουν ισάξια το φαγητό μέχρι τα χαμηλότερα επίπεδα, στην ελπίδα τους να σπάσουν τον κύκλο. Έτσι, με σύμβολο ένα πιάτο το οποίο θα έπρεπε να μείνει άθικτο μέχρι το τελευταίο επίπεδο, συμφωνούν να προσπαθήσουν.

Μπορεί κανείς να πει πως η ταινία κινείται προοδευτικά, με αφορμή τους συγκρατούμενους του Γκόρενγκ, από την πιο συντηρητική στάση/ηθική εντός της πλατφόρμας στην πιο επαναστατική, ενώ στον κεντρικό χαρακτήρα προβάλλεται το πέρασμα από την ανωριμότητα και την έλλειψη γνώσης, στη συμμόρφωση και έπειτα στην αντίδραση. Αξίζει να σημειωθεί πως στο τελευταίο επίπεδο βρίσκεται τελικά ένα παιδί, ως ένας συμβολισμός διττού χαρακτήρα, αφού φαίνεται να βρίσκεται στη βάση της πλατφόρμας, βιώνοντας πολλαπλά τις συνέπειες, και την ίδια στιγμή να είναι το πιο αδύναμο για να μεταβάλλει την κατάσταση που βιώνει.

Προσωπικά, θα συνιστούσα ανεπιφύλακτα την ταινία, τόσο γιατί δίνει «τροφή» για σκέψη όσο και για την εξαιρετική σκηνοθεσία. Το μοναδικό αρνητικό ενδεχομένως να είναι μια επαναληψιμότητα-μονοτονία ως προς τις εικόνες-πλάνα, αφού όλα τα δωμάτια είναι ίδια, αλλά η πολύ καλά διαρθρωμένη δομή και οι ερμηνείες έρχονται να αντισταθμίσουν το γεγονός. Η πραγματικότητα που δημιουργεί συμβαδίζει με αυτή μιας οργουελικής οπτικής, κάτι που κατά τη γνώμη μου την καθιστά διαχρονική αλλά και ελκυστική σε εκείνους που αρέσκονται σε έργα και βιβλία αλληγορικού περιεχομένου.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία Μαλανδράκη
Μαρία Μαλανδράκη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ήδη από τα σχολικά της χρόνια είχε αναπτύξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην συγγραφή δοκιμιακών και λογοτεχνικών και κειμένων γνώμης. Πλέον ως σπουδάστρια κοινωνιολογίας ασχολείται ενεργά με την παρακολούθηση της εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών στον κλάδο της καθώς και με τα νέο-εμφανισθέντα κοινωνικά προβλήματα στις δυτικές κοινωνίες. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό και τον αθλητισμό στο προ-ολυμπιακό άθλημα του Muay thai.