16.8 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΗ κατάρρευση του αμερικανικού ονείρου

Η κατάρρευση του αμερικανικού ονείρου


Του Νικηφόρου Δρακούλη,

Επί σειρά ετών, το αμερικανικό όνειρο αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτό, αν δουλέψεις σκληρά και ακολουθήσεις τους νόμους, θα τα καταφέρεις στη ζωή σου. Βάσει αυτού, πολλοί πολίτες έχουν επιτύχει στην προσπάθειά τους για κοινωνική και οικονομική ανέλιξη. Αυτή η υπόσχεση έχει λειτουργήσει και ως πόλος έλξης για πληθώρα μεταναστών, οι οποίοι αποδήμησαν στην Αμερική για ένα καλύτερο μέλλον τόσο για τους ίδιους, όσο και για τις οικογένειές τους. Όμως, πρόσφατα στατιστικά προμηνύουν ένα όχι τόσο αισιόδοξο μέλλον για το αμερικανικό όνειρο, ενώ πλέον πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο είναι στενά συνυφασμένο με την αύξηση του οικονομικού χάσματος μεταξύ των πλουσιότερων και των μεσαίων και φτωχότερων στρωμάτων. Πώς, όμως, οδηγηθήκαμε σε αυτήν την παρακμή του αμερικανικού ονείρου και ποιες πολιτικές λειτούργησαν ως πηγή αυτής; Το ζήτημα αυτό αποτελεί ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα στην αμερικανική πολιτική σκηνή, αφού μπορεί να σημάνει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής στην οικονομία της υπερδύναμης.

Παρ’ όλο που, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, υπήρχε ήδη η ιδέα του αμερικανικού ονείρου, αυτό άρχισε να παίρνει τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα μετά την οικονομική κρίση του 1929, η οποία έφερε ολόκληρη την αμερικανική κοινωνία στα πρόθυρα της καταστροφής. Τότε υιοθετήθηκε μια μεγάλη σειρά μεταρρυθμίσεων από τον Πρόεδρο Franklin D. Roosevelt, που είχαν στόχο να προστατεύσουν τα άπορα και μεσαία κοινωνικά στρώματα δημιουργώντας ένα δίχτυ ασφαλείας μέσω της κοινωνικής ασφάλειας και να ρυθμίσουν την οικονομία προς αποτροπή μιας νέας οικονομικής κρίσης, γεγονός που οδήγησε στη σύσταση μιας ακμάζουσας μεσαίας τάξης και γενικά στα πιο παραγωγικά χρόνια στην ιστορία της αμερικανικής οικονομίας. Παράλληλα, κατά τη δεκαετία του 1950, παρατηρήθηκαν μεγάλα ρεύματα μεταναστών, τα οποία εκμεταλλεύθηκαν τις οικονομικές συνιστώσες, για να χαράξουν ένα καλύτερο μέλλον. Η εδραίωση, λοιπόν, του αμερικανικού ονείρου ήταν γεγονός, καθιστώντας τις Η.Π.Α. ως τη «γη της ευκαιρίας». Αυτό αντικατοπτρίζεται και από το γεγονός, πως το 90% των πολιτών, γεννημένων το 1940, θα απολάμβαναν μεγαλύτερες απολαβές από τους γονείς τους. Αυτή η τάση, όμως, άρχισε να αντιστρέφεται, με την πάροδο των χρόνων, σε σημείο που μόλις το 40% των πολιτών, γεννημένων το 1980, είδε αύξηση στις απολαβές του σε σχέση με τους γονείς του.

Η ραγδαία αυτή πτώση αποδίδεται σε πληθώρα παραγόντων, όμως, σύμφωνα με πολλούς, βασίζεται, κυρίως, στο διαρκώς αυξανόμενο οικονομικό χάσμα μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων. Αυτή τη στιγμή, μόλις το 0.1% του πληθυσμού των Η.Π.Α. ελέγχει τόσα χρήματα όσο το 90% των πολιτών, ενώ οι τάσεις δείχνουν πως τα εισοδήματα των πλουσίων αυξάνονται σε μεγάλο βαθμό, ενώ αυτά της μεσαίας τάξης παραμένουν στάσιμα. Δεν μπορεί, επίσης, να παραβλεφθεί το γεγονός, πως, παρ’ ότι η Αμερική είναι η πλουσιότερη χώρα στον πλανήτη μας, καταγράφει τα μεγαλύτερα ποσοστά βρεφικών θανάτων μεταξύ των 25 πλουσιότερων χωρών του κόσμου. Όλα αυτά τα αρνητικά στατιστικά συμπίπτουν με την παρακμή του αμερικανικού ονείρου χρωματίζοντας μια μελανή εικόνα για τις Η.Π.Α., με στατιστικά που θα ανήκαν σε αναπτυσσόμενες χώρες και όχι στην ευημερέστερη χώρα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Επιπλέον, προκαλεί ενδιαφέρον το γεγονός, πως οι συνολικές απολαβές κατώτερων οικονομικών στρωμάτων στην Ευρώπη είναι σταθερά μεγαλύτερες από το εισόδημα των πλουσιότερων τάξεων. Ένα ζήτημα, το οποίο συμβάλλει σε αυτό το πρόβλημα, είναι οι στάσιμοι μισθοί των τελευταίων ετών στις Η.Π.Α., αφού οι εργαζόμενοι δεν αμείβονται με τρόπο ανάλογο με τον πλούτο που παράγουν στην εργασία τους. Oι πολιτικές που επέτρεψαν την εδραίωση αυτών των προβλημάτων άρχισαν να λαμβάνουν χώρα στις δεκαετίες του 1970 και 1980, με την πολιτική αυτή στροφή να ταυτίζεται χρονικά, όπως παρατηρεί και ο Νόαμ Τσόμσκι, με τη ραγδαία αύξηση στην εισροή των χρημάτων και των εταιρικών συμφερόντων στην πολιτική ζωή της Αμερικής.

Ας αναλύσουμε, λοιπόν, τις εν λόγω πολιτικές, ώστε να αποκτήσουμε μια βαθύτερη κατανόηση του προβλήματος, που παρατηρείται στις Η.Π.Α. Αρχικά, η πρόσβαση στην παιδεία έχει γίνει πιο δύσκολη από ποτέ, με το κόστος φοίτησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να διπλασιάζεται σε σχέση με το 1980 και να αγγίζει τα 30.000 δολάρια τον χρόνο ανά φοιτητή. Με την εκπαίδευση να είναι στενά συνυφασμένη με την οικονομική αποκατάσταση, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς, πως έτσι δημιουργείται μία κλειστή οικονομία, με μόνο τους πλουσιότερους πολίτες να μπορούν με άνεση να παρέχουν τα αναγκαία χρήματα για την εκπαίδευση των παιδιών τους, ενώ οικογένειες της μεσαίας τάξης να επιβαρύνονται με τεράστια δάνεια για τον ίδιο στόχο. Παράλληλα, είδαμε κυρίως από το 1980 την άνοδο των λεγόμενων Reaganomics, τα οποία ήταν βασισμένα στη θεωρία του trickle down, σύμφωνα με την οποία φοροαπαλλαγές και οφέλη για τις εταιρείες και τα πλουσιότερα στρώματα θα μεταφράζονταν σταδιακά στην άνοδο του πλούτου των φτωχότερων πολιτών την κοινωνίας. Βάσει αυτής της θεωρίας, ο τότε Πρόεδρος, Ronald Reagan, υποστήριξε μια πολιτική φιλική προς τα πιο ευκατάστατα μέλη της κοινωνίας, ενώ εισήγαγε περικοπές σε κοινωνικά προγράμματα του κράτους πρόνοιας.

Ο χρόνος, όμως, έδειξε πως ο πλούτος δεν «κατηφόρισε» (trickle down) στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, με τους μισθούς να μένουν στάσιμοι όσο τα κέρδη των εταιρειών αυξάνονταν. Η ταυτόχρονή μεταφορά πολλών εργασιακών θέσεων στο εξωτερικό, λόγω διεθνών εμπορικών συμφωνιών, συνέβαλε στην επιδείνωση του προβλήματος, αφού όχι μόνο πολλοί Αμερικάνοι έχασαν τις δουλειές τους, αλλά και αυτοί που τις κράτησαν τώρα συναγωνίζονταν με εργάτες από το Μεξικό και την Κίνα, όσον αφορά τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας, με αποτέλεσμα να μην παρατηρείται σημαντική πρόοδος σε αυτούς τους τομείς τα τελευταία χρόνια. Ένα σημαντικό κομμάτι του αμερικανικού ονείρου ήταν, επίσης, αυτό της αγοράς ενός σπιτιού. Και οι τράπεζες, χάρη στην απορρύθμιση της οικονομίας στην δεκαετία του 1980 και 1990 (βλ. ανάκληση του νόμου Glass-Steagall περί διαχωρισμού εμπορικής και επενδυτικής τραπεζικής), εκμεταλλευθήκαν το όνειρο αυτό παρέχοντας δάνεια σε οποιονδήποτε τα ζητούσε ανεξαρτήτως εισοδήματος και οικονομικής σταθερότητας, οδηγώντας έτσι στην κατάρρευση της στεγαστικής φούσκας το 2008 και στην οικονομική καταστροφή αμέτρητων οικογενειών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, πως σε ένα τόσο πολυπαραγοντικό ζήτημα, οι προαναφερθείσες πολιτικές αποτελούν μόνο μερικές από αυτές που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διεύρυνση του οικονομικού χάσματος και κατ’ επέκταση στην παρακμή του αμερικανικού ονείρου.

Αν η Αμερική, όμως, θέλει να ανακτήσει εκ νέου την ελπίδα του αμερικανικού ονείρου, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει την πολιτική της, ανοικοδομώντας τη μεσαία της τάξη. Κατ’ αρχάς, κρίνεται αναγκαία η επένδυση στην παιδεία, ώστε να γίνει ευρέως προσβάσιμη. Μια δημοφιλής πρόταση για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η παροχή δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επικριτές αυτής της πρότασης μιλούν για το υπέρογκο κόστος μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, αψηφώντας όμως το γεγονός, πως το κόστος μίας τέτοιας νομοθεσίας μπορεί να καλυφθεί πλήρως από την τελευταία αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Αμερικής. Μεγάλη απήχηση έχει, επίσης, η προσπάθεια της αύξησης του κατώτατου μισθού από 7.25 δολάρια την ώρα στα 15 δολάρια, νομοθεσία την οποία υποστηρίζουν τα 2/3 της χώρας. Αυτή η αύξηση του κατώτατου μισθού αντικατοπτρίζει ακριβέστερα την αξία των εργαζομένων και του πλούτου που παράγουν, επιτρέποντας μια βελτίωση στο επίπεδο ζωής και θέτοντας τα θεμέλια για ένα αξιοκρατικότερο τρόπο ανταμοιβής. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις, λοιπόν, μπορούν, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, σε συνδυασμό με αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, να οδηγήσουν στη γεφύρωση των οικονομικών ανισοτήτων στην Αμερική και επακόλουθα στην αναβίωση του αμερικανικού ονείρου. Για να μπορέσουν, όμως, αυτές οι μεταρρυθμίσεις να γίνουν πραγματικότητα, θα πρέπει να περιοριστεί η δυνατότητα των ειδικών συμφερόντων, να εξαγοράζουν ψήφους και να διαφθείρουν τις δημοκρατικές διαδικασίες. Συνεπώς, ουσιαστική νομοθεσία, η οποία στοχεύει στο πρόβλημα της επιρροής των χρημάτων στην πολιτική, πρέπει να ψηφιστεί.

Συνοψίζοντας, είναι γεγονός, πως το αμερικανικό όνειρο περνάει κρίση, όντας σε παρακμή. Όμως, το αμερικανικό όνειρο είναι η ραχοκοκαλιά και η κινητήριος δύναμη της αμερικανικής οικονομίας. Είναι αναμφίβολο, πως η ιστορία θα κρίνει τόσο τον νέο Πρόεδρο Biden όσο και τους διαδόχους του για την προσπάθεια, που θα καταβάλουν προς την αναβίωση του αμερικανικού ονείρου. Το Δημοκρατικό Κόμμα, κερδίζοντας στις τελευταίες εκλογές την Προεδρία, αλλά και το Κογκρέσο, βρίσκεται σε θέση να προβεί στα απαραίτητα βήματα για την αναζωπύρωση αυτής της ελπίδας. Το αν θα τα καταφέρει ή όχι μπορεί να παίξει μεγάλο ρόλο στο μέλλον της αμερικανικής κοινωνίας και οικονομίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Is the American dream really dead?, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
  • Six policies to reduce economic inequality, Othering & Belonging Institute, διαθέσιμο εδώ
  • Noam Chomsky, Ρεκβιέμ για το Αμερικανικό Όνειρο (Requiem For The American Dream), Εκδόσεις Πατάκη, 2018

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νικηφόρος Δρακούλης
Νικηφόρος Δρακούλης
Γεννήθηκε το 2000 στην Αθήνα και ζει από το 2018 στο Βερολίνο. Σπουδάζει στο τμήμα Βιολογίας του πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά. Μεγάλα του ενδιαφέροντα αποτελούν η έρευνα στον τομέα της βιολογίας, η αρχαία και η νεότερη ιστορία, όπως και τα πολιτικά δρώμενα σε διεθνές επίπεδο. Θέλει να ασχοληθεί με την ενημέρωση, επειδή πιστεύει πως ένα σωστά ενημερωμένο κοινό αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας.