19.3 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟι Οθωμανικές αγορές από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα και η...

Οι Οθωμανικές αγορές από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα και η ανάμειξη των Ελλήνων εμπόρων


Του Μιχάλη Σταματόπουλου,

Η τόνωση και η εκρηκτική ανάπτυξη των Οθωμανικών αγορών και του εμπορίου σχετίζονται με την εξαγωγή αγροτικών και ορυκτών από τη Βαλκανική χερσόνησο κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Επιπλέον, αυτό το κομμάτι είναι αρκετά αμφίρροπο, καθώς τα προϊόντα που εμπορεύονταν τα Βαλκάνια ήταν ανεπεξέργαστα, σε σχέση με τα εισαγόμενα μεταποιημένα ευρωπαϊκά προϊόντα.

Το οθωμανικό όπως και κάθε άλλο «κράτος» της εποχής ασκούσε το εμπόριο βάσει νομοθετικών ρυθμίσεων και κανονιστικών παρεμβάσεων, ακόμη και στις τοπικές τιμές των προϊόντων, όπως τα μέταλλα, τα ορυκτά και τα διατροφικά-αγροτικά προϊόντα με απώτερο σκοπό την επισιτιστική επάρκεια του πληθυσμού, τη νομισματοκοπία, την αγορά και κατασκευή όπλων και τις κυβερνητικές προμήθειες και ανάγκες.

Από το τέλος του 15ου έως την αρχή του 17ου αιώνα, αυτό το σύστημα τροφοδοσιών και προμηθειών έδωσε μεγάλη ώθηση στο εσωτερικό εμπόριο και έπειτα, με τη σειρά του αναδιοργανώθηκε το εξωτερικό εμπόριο. Τον έλεγχο αυτού του συστήματος ανέλαβαν οι «μπερατλήδες» με κρατική άδεια το λεγόμενο «μπεράτι». Οι έμποροι αυτοί ήταν διαφόρων εθνικοτήτων και θεμελίωσαν τη θέση τους μέσω του δανεισμού σε υψηλόβαθμα στελέχη της Πύλης και διεξαγωγής εμπορίου νομισμάτων. Στις απαρχές του 17ου αιώνα, άρχισαν να γίνονται σε αυτό το κομμάτι ορατοί και οι Έλληνες έμποροι.

Παρόλο που υπήρχαν παραδοσιακές έδρες εμπορίου, στη θέση αναδύθηκαν και νέες, όπως η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η οποία κατά τον 17ο αιώνα κατέχει σημαντική θέση στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου. Επιπλέον, υπήρξαν και άλλες μικρότερες οι οποίες λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, ήταν συνδεδεμένες με τα χερσαία και θαλάσσια εμπορικά κέντρα της εποχής. Καραβάνια μεγάλων αποστάσεων μετέφεραν τα εμπορεύματα από τα Βαλκάνια στην κεντρική Ευρώπη, από τη Μικρά Ασία στην Περσία και την Ινδία. Επίσης, υπήρξαν διαδρομές από τη βόρεια Αφρική προς την ανατολική και κεντρική Αφρική και αντίστροφα.

Νεότερα εμπορικά κέντρα δημιουργήθηκαν στη Βαλκανική χερσόνησο και την επικράτεια του Αιγαίου πελάγους που ασχολούνταν με το εξωτερικό εμπόριο. Γενικότερα πάντως, στον ελλαδικό χώρο, οι θέσεις που παρατηρούμε μια άνθιση, είναι αυτές της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της Καβάλας, του Μετσόβου, της Καλαμάτας, της Κοζάνης, της Πάτρας, της Άρτας, της Πρέβεζας και των Ιωαννίνων. Το εμπόριο αυτών των πόλεων κατά κύριο λόγο, στηρίζεται στην αγροτική παραγωγή και για αυτό είχε μικρή απήχηση. Στη συνέχεια, αυτές οι πόλεις είχαν σαφή προσανατολισμό στο εξωτερικό εμπόριο.

Τα κυριότερα προϊόντα ήταν όπως είπαμε αγροτικά, αλλά και κτηνοτροφικά. Επίσης, πλέον υπήρχαν και τα ναυτικά καραβάνια που έπαιξαν ενεργό ρόλο στο εμπόριο. Τα εισαγόμενα προϊόντα ήταν όλα μεταποιημένα και μικρά σε αριθμό. Άλλη μια σημαντική πληροφορία είναι πως υπήρχε και συχνό εμπόριο χρήματος αλλά δεν γνωρίζουμε τα μεγέθη του.

Στον τομέα του ναυτιλιακού εμπορίου στις νησιωτικές περιοχές από μαρτυρίες και στοιχεία που διαθέτουμε κατά τον 18ο αιώνα, τα εμπορικά προϊόντα έπρεπε να είχαν μεγάλη ποικιλία, αλλά συνήθως μικρό αριθμό. Συνάμα, υπήρχε και ανταλλαγή οθωμανικών με ευρωπαϊκά νομίσματα, ένα είδος εμπορίου συναλλάγματος.

Στην αγροτική ενδοχώρα των Βαλκανίων, ο όρος «αγορά» έχει εντελώς διαφορετική σημασία. Στην υπόλοιπη Οθωμανική επικράτεια, εκείνη την εποχή, βρίσκουμε παζάρια μικρού και μεσαίου μεγέθους, κατά το μεσαιωνικό πρότυπο κυρίως. Μεγάλη θέση κατείχαν και οι εμποροπανηγύρεις, οι οποίες διπλασιάστηκαν κατά τον 16ο αιώνα και τετραπλασιάστηκαν κατά τον 18ο αιώνα.

Η εσωτερική αγορά-εμπόριο τροφοδοτούνταν με αγαθά από πλανόδιους εμπόρους οι οποίοι μετέφεραν τα αγαθά με μεταφορικά ζώα και επίσης, η εμπορική ναυτιλία, όπου με μεγάλες βάρκες γινόταν μεταφορά προϊόντων προς τις παράκτιες περιοχές, ενώ μεταφέρονταν μικρές ποσότητες αγαθών.

Η μετακίνηση πλοιαρίων κατά μήκος των ακτογραμμών την περίοδο του 16ου και 17ου αιώνα ήταν σημαντική για το εσωτερικό εμπόριο, καθώς διένυαν μικρές αποστάσεις και εμπορεύονταν μικρές ποσότητες αγαθών στις κωμοπόλεις και τους οικισμούς που ήταν τοποθετημένες στην ακτογραμμή.

Συνήθως, τα πλοιάρια αυτά ήταν φορτωμένα με προϊόντα όχι μόνο από έναν έμπορο. Ακόμη, με αυτό τον τρόπο, ασκούνταν ταυτοχρόνως τοπικό και διατοπικό εμπόριο σε μικρά μεγέθη ως προς τα προϊόντα. Με αυτές τις συγκυρίες ήρθαν στο προσκήνιο οι Ψαριανοί, οι Υδραίοι, οι Σπετσιώτες, οι οποίοι ξεκίνησαν να ασχολούνται με το ναυτικό εμπόριο και αργότερα κατά τον 17ο αιώνα, να γίνουν σπουδαίοι καραβοκύρηδες και κεφαλαιούχοι στον τομέα αυτό, όπως οι Μεσολογγίτες και οι Γαλαξιδιώτες λίγο πιο πριν από αυτούς.

Την εποχή εκείνη δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα για το τι συνέβαινε στα χωριά και στους ανθρώπους χαμηλών κοινωνικών τάξεων, καθώς οι άνθρωποι αυτοί δεν βρίσκονταν στο πεδίο αναφοράς των αγορών ή του κράτους, ωστόσο, η μόνη τους χρήση ήταν η συμμετοχή σε αγγαρείες-έργα και ως πηγή φόρων. Βέβαια, εξαιρούνται τα χωριά που βρίσκονταν κοντά σε παράκτιες περιοχές και περνούσαν από εκεί τα θαλάσσια καραβάνια.

Ουσιαστικά παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν, το θαλάσσιο εμπόριο αλληλοσυμπλήρωσε το κενό του σε ορισμένες περιοχές με το χερσαίο εμπόριο. Αγωγιάτες και μεταφορείς με μεταφορικά ζώα, τα οποία έφταναν στα τοπικά παζάρια ή έκαναν συναλλαγές μεταξύ των οικισμών ενός τόπου. Ακόμη και στα ορεινά χωριά, μέσω περασμάτων, πλανόδιοι έμποροι και αγωγιάτες είχαν την δυνατότητα να τα προσεγγίσουν και να κάνουν συναλλαγές χωρίς αυτά να είναι απομονωμένα.

Στις μεσαίες πόλεις υπήρχαν δίκτυα αγορών, τα οποία εξυπηρετούσαν τις τοπικές ανάγκες και ασχολούνταν με το εμπόριο αγροτικών ειδών στο οποίο συμμετείχαν προμηθευτές κι αργότερα μικροί παραγωγοί. Με αυτό τον τρόπο, υπήρχε μια αξιόλογη εσωτερική αγορά και στη συνέχεια ανέρχεται το εξωτερικό εμπόριο, με αυτές τις συγκυρίες άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια οι ραγιάδες, έμποροι που δημιουργούσαν εμπορικά δίκτυα εντός και εκτός των πόλεων.

Με την ανάπτυξη των εσωτερικών και εξωτερικών αγορών την εποχή εκείνη, δημιουργήθηκαν νέα κέντρα εμπορίου και αγορών. Ως παραδοσιακές έδρες εμπορίου και αγοράς χρήματος, ήταν η Κωνσταντινούπολη και πόλεις της ανατολικής Μεσογείου όπως το Κάιρο, το Χαλέπι, η Δαμασκός και Αττάλεια. Ακόμα, ήρθε να προστεθεί η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου εντάχθηκε στα μεγάλα κέντρα του εξωτερικού εμπορίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η εμπορική ανάπτυξη που εμφανίζεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την διάρκεια του 16ου και 18ου αιώνα, είχε ως πυρήνα τη Βαλκανική χερσόνησο κι αποτέλεσε έναυσμα για πολλούς Έλληνες της εποχής να ασχοληθούν με το εμπόριο και τις αγορές. Χερσαίο και θαλάσσιο εμπόριο αποτέλεσαν το πεδίο ασχολίας των νέων Ελλήνων τόσο σε εξωτερικό όσο και εσωτερικό επίπεδο. Μπορούμε να πούμε, πως εκείνη την περίοδο διαμορφώθηκε μια νέα εποχή για τους υπόδουλους Έλληνες οι οποίοι διαμόρφωσαν κέντρα εμπορίου και αποφάσεων εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσουν πλούτο και δύναμη στα χέρια τους, αλλά παράλληλα και να «ιδρύσουν» τα κέντρα του νέου ελληνισμού.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Πέτρος Πιζάνιας, «Η ιστορία των νέων Ελλήνων. Από το 1400 έως το 1820», Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Δεκέμβριος 2014
  • Νίκος Γ. Σβορώνος, «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας», Εκδόσεις Θεμέλιο, 2007
  • Απόστολος Βακαλόπουλος, «Ιστορία του νέου ελληνισμού», Τόμος Δ`, Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα, 2005

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μιχάλης Σταματόπουλος
Μιχάλης Σταματόπουλος
Γεννήθηκε το 1998 και κατάγεται από την Καλαμάτα. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας & Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, με κατεύθυνση Αρχαιολογία & Διαχείριση Πολιτισμικών Αγαθών. Του αρέσει να ερευνά την ιστορία και τους πολιτισμούς, αλλά μεγάλη αδυναμία είναι η ιστορία του αρχαίου κόσμου. Πέρα από αυτό του αρέσει να διαβάζει βιβλία, είναι φανατικός λάτρης του κινηματογράφου και των μουσείων.