17.3 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΔελτίο νομολογιακής επικαιρότητας Δεκεμβρίου

Δελτίο νομολογιακής επικαιρότητας Δεκεμβρίου


Της Συμέλας Θεοδοσιάδου, 

Στο παρόν δελτίο-άρθρο, θα επιχειρηθεί η ευσύνοπτη μεν, αλλά με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συλλογιστική πληρότητα, παρουσίαση δύο επίκαιρων νομικών κειμένων που άπτονται του νομικού ενδιαφέροντος, η πρώτη συνιστά γνωμοδότηση και η δεύτερη προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση με φόντο το περιβάλλον.

Εισαγγελία ΑΠ – γνωμοδότηση υπ’αριθμόν 14/2020: Εξεδόθη ως απάντηση προς την Α.Α.Δ.Ε. σε ερώτημα περί της νομιμότητας της χρήσης και αποδεικτικής αξιοποίησης υλικού (ηχογραφημένης συνομιλίας) στα πλαίσια πειθαρχικής διαδικασίας. Παραθέτοντας το πραγματικό περιστατικό υπ’αφορμής του οποίου τέθηκε το ερώτημα, η γνωμοδότηση θέτει ως αφετηρία το άρθρο 177§2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (εφεξής «ΚΠΔ»). Βάσει αυτού: αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Η χρήση μάλιστα απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171§1 στ.δ’ ΚΠΔ, καθώς προσβάλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή του προσώπου που του αποδίδεται η αξιόποινη πράξη, ενώ παράλληλα το άρθρο 370Α του Ποινικού Κώδικα (εφεξής «ΠΚ») τυποποιεί το έγκλημα της παραβίασης του απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας, ως προστατευτική διάταξη δικαιωμάτων θεμελιωμένων συνταγματικώς και ενωσιακώς. Όσον αφορά το δικονομικό επίπεδο, η γνωμοδότηση συνεχίζει αναφέροντας πως η αξιοποίηση παρανόμου αποδεικτικού μέσου θα κριθεί σε συνταγματικό επίπεδο με ad hoc στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιϊκών αρχών -δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας του 25§1εδ.δ’ Συντάγματος- με γνώμονα την βέλτιστη δυνατή συνύπαρξή τους. Μνημονεύοντας τη σκέψη της Ολ ΑΠ 1/2001 βάσει της οποίας εξαίρεση από τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 19§3 Σ υφίσταται μόνο χάριν προστασίας συνταγματικά υπέρτερων εννόμων αγαθών -παραθέτει ως τέτοιο την ανθρώπινη ζωή- η γνωμοδότηση καταδεικνύει ως ανίσχυρη κάθε άλλη εξαίρεση που τίθεται σε διάταξη κοινού νόμου, στο μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας του συνταγματικώς υπέρτερου εννόμου αγαθού. Στη συνέχεια η γνωμοδότηση αναφέρει πως το άρθρο 19§3 Σ μπορεί να καμφθεί εξαιρετικώς όχι μόνο υπέρ αλλά και κατά του κατηγορουμένου, καθώς γίνει η απαραίτητη στάθμιση των δικαιωμάτων των άρθρων 2§1, 5§2 και 19Σ έναντι της αποτελεσματικής λειτουργίας της δικαιοσύνης · υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Αναπτύσσοντας μια περιπτωσιολογία που έχει αντιμετωπίσει το Ανώτατο Ακυρωτικό ως προς το επίμαχο ζήτημα και τις σταθμίσεις στις οποίες προέβη, η γνωμοδότηση καταλήγει στο εξής συμπέρασμα που παρατίθεται αυτούσιο: εφόσον στην ποινική δίκη είναι επιτρεπτή ,υπό προϋποθέσεις, η χρήση παράνομου αποδεικτικού μέσου, κατά μείζονα λόγο ευχερώς συνάγεται, ότι και στην πειθαρχική διαδικασία, είναι επιτρεπτή, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, η χρήση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, εφόσον αυτή συνάδει με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η γνώμη μας στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ως άνω ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι:

Α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και

Β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα κι η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσής του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.

ΔΕΕ απόφαση της 17/12/2020 στην C-849/19 – Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελλάδος:  Στην απόφαση αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αιτήθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΔΕΕ») τη διάγνωση της παραβίασης των υποχρεώσεων στην οποία προέβη η Ελλάδα αναφορικά με τη διατήρηση των των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, όπως αυτά ορίζονται στην απόφαση 2006/613/ΕΚ της Επιτροπής, αλλά και στην Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ»). Πιο συγκεκριμένα, η παραβίαση αυτή συνίστατο στη μη λήψη των απαραιτήτων μέτρων για τον καθορισμό των κατάλληλων στόχων και μέτρων διατήρησης αναφορικά με τους 239 τόπους κοινοτικής σημασίας -ευρισκομένους στην ελληνική επικράτεια- για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Αφού αναπτύχθηκε το νομικό πλαίσιο, όπως αυτό καθορίζεται από το ενωσιακό δίκαιο και το εθνικό δίκαιο της Ελλάδος, το ΔΕΕ προέβη στην παράθεση της διαδικασίας πριν την άσκηση της προσφυγής του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το 2012 είχε εκκινήσει με επιστολές της προς την Ελληνική Κυβέρνηση να ενημερωθεί για την κατάσταση, καλώντας την παράλληλα να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπείχε ως όφειλε. Παρά τις απαντήσεις της Ελλάδος, το 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατύπωσε αιτιολογημένη γνώμη που γνωστοποίησε στις ελληνικές αρχές (258εδ.α’ ΣΛΕΕ), στην οποία αναγνώρισε τη μη εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων της Ελλάδος επί του θέματος, τάσσοντας προθεσμία 2 μηνών για τη συμμόρφωση με τις προβλεπόμενες στην σχετική Οδηγία διατάξεις (258εδ.β’ ΣΛΕΕ). Η Ελλάδα αμφισβήτησε την ύπαρξη της παράβασης από μέρους της, ενώ το 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη της ενέμεινε στην κρίση της περί της μη συμμόρφωσης της χώρας, προσφεύγοντας το 2019 στο ΔΕΕ.

Το ΔΕΕ τάχθηκε υπέρ του επιχειρήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πως η Ελλάδα όφειλε να συμμορφωθεί το αργότερο 6 έτη μετά την απόφαση του 2006 -το οποίο δε συνέβη- επεσημαίνοντας την κατά πάγια νομολογία θέση του πως τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής έννομης τάξης τους προκειμένου να δικαιολογήσουν τη μη εφαρμογή μιας οδηγίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Συνεχίζοντας το συλλογισμό του, αναφορικά με τα μέτρα που έπρεπε η Ελλάδα να καθορίζει, αναφέρει πως τα εν λόγω μέτρα διατήρησης πρέπει να εφαρμόζονται με αποτελεσματικό τρόπο, η δε υποχρέωση αυτή σημαίνει ότι πρέπει να καθορίζονται μέτρα πλήρη, σαφή και επακριβή με οριστικό χαρακτήρα, ώστε να είναι αποτελεσματικά. Επεξηγόντας το περιεχόμενο των χαρακτηριστικών που έπρεπε να φέρουν τα μέτρα, το ΔΕΕ αναγνώρισε τα μέχρι τότε ληφθέντα μέτρα ελλιπή, διατυπωμένα αόριστα και γενικά. Τελικώς, το ΔΕΕ απεφάνθη κατά της Ελλάδος, διαπιστώνοντας την παραβίαση των σχετικών υποχρεώσεών της και την καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.


Πηγές

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Συμέλα Θεοδοσιάδου
Συμέλα Θεοδοσιάδου
Είναι απόφοιτη της Νομικής του ΑΠΘ και αυτό το διάστημα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.