18.1 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ ελαττωματική σύμβαση εργασίας από τη σκοπιά του Ατομικού Εργατικού Δικαίου

Η ελαττωματική σύμβαση εργασίας από τη σκοπιά του Ατομικού Εργατικού Δικαίου


Της Αναστασίας Ερνεάνου,

Η σύμβαση εργασίας, η οποία συνάπεται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, αποτελεί αναμφίβολα ένα είδος δικαιοπρακτικής «συμφωνίας» που ρυθμίζεται από τις γενικές διατάξεις περί ενοχών, εκτός αν προβλέπονται από την εργατική νομοθεσία ειδικότερες ρυθμίσεις. Ένα ζήτημα, το οποίο έχει απασχολήσει ιδιαίτερα θεωρία και νομολογία, είναι η ακυρότητα της εν λόγω σύμβασης.

Ο λόγος για τον οποίο το παραπάνω ζήτημα εγείρει συζητήσεις και αμφιβολίες ως προς τις θέσεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, είναι ο διαρκής και έντονα προσωπικός χαρακτήρας που διατρέχει τη σύμβαση εργασίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 181 Αστικού Κώδικα (εφεξής ΑΚ) αναφέρει πως η ακυρότητα μέρους της σύμβασης συνεπιφέρει την ακυρότητα όλης της σύμβασης, αν συνάγεται ότι δε θα είχε επιχειρηθεί χωρίς τον άκυρο αυτό όρο. Ωστόσο, εύλογα γεννώνται προβληματισμοί όσον αφορά την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης στην εργατική νομοθεσία. Ο λόγος έγκειται στο γεγονός πως η απόλυτη ακυρότητα συνεπιφέρει ακυρότητα φυσικά, ολόκληρης της σχέσης εργαζομένου-εργοδότη και κατά συνέπεια, λύση της με όσα αυτό συνεπάγεται (απώλεια θέσης εργασίας, απώλεια μισθού και τυχόν επιπρόσθετων παροχών που χορηγούσε ο εργοδότης, όπως κάθε είδους επιδόματα). Κατά το 174 ΑΚ «Δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δε συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη». Ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή, η ακυρότητα που καταλαμβάνει ολόκληρη τη σύμβαση, υπάρχει όταν η απαγόρευση στρέφεται κατά του συγκεκριμένου προσώπου, π.χ. ανήλικοι που δεν έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και όταν η εργασία που συμφωνήθηκε είναι αυτή καθεαυτήν απαγορευμένη ή δεν επιτρέπεται να παρέχεται κάτω από τις συμφωνημένες συνθήκες.

Επιπλέον, ζήτημα γεννάται όσον αφορά την ενέργεια της ακυρότητας αυτής. Ειδικότερα, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας, κρίνεται αναγκαίο να εφαρμοστεί κατά απόκλιση από το άρθρο 184 ΑΚ, η αρχή ότι η άκυρη σύμβαση εργασίας ισχύει για όσο καιρό διήρκεσε και έτσι, η ακυρότητα να ενεργεί μόνο για το μέλλον (ex nunc) και όχι αναδρομικά (ex tunc). Επομένως, ο εργαζόμενος δε χρειάζεται να προσφύγει στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, προκειμένου να αξιώσει το μισθό που συμφώνησε με τον εργοδότη, αλλά μπορεί να προσφύγει ευθέως στη σύμβαση. Πρέπει να τονιστεί πως αυτή η αρχή ισχύει ιδίως, όταν η παραβιασθείσα διάταξη στην οποία αντιτίθεται η σύμβαση εργασίας, έχει τεθεί για την προστασία του ίδιου του εργαζομένου. Παράδειγμα αποτελεί η διάταξη για την προστασία των ανηλίκων κατά την απασχόληση στο ν.1837/1989.

Ωστόσο, η αρχή αυτή ενδέχεται να γνωρίζει και παρεκκλίσεις. Αυτό συμβαίνει κυρίως, όταν η συμφωνημένη εργασία καθεαυτήν συνιστά ποινικά κολάσιμη πράξη ή είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη ή πρόκειται για ακυρώσιμη σύμβαση λόγω απάτης ή απειλής του εργαζομένου προς τον εργοδότη. Θα μπορούσαμε συνεπώς, να ισχυριστούμε πως το εργαζόμενο άτομο σε αυτή την περίπτωση δεν είναι άξιο προστασίας. Σε αυτή την κατηγορία θα μπορούσε να υπαχθεί λόγου χάριν, ο γιατρός που παρείχε τις υπηρεσίες του βάσει συμβάσεως χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.

Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στην περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εργασίας ελλείψει κάποιας ειδικής άδειας, πτυχίου ή βιβλιαρίου εργασίας. Παραδείγματα αποτελούν οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων, χειριστές μηχανημάτων, καθώς όπως προαναφέρθηκε και οι ιατροί. Μνεία αξίζει να γίνει στα εργαζόμενα άτομα σε επιχειρήσεις γνωστές ως «υγειονομικού ενδιαφέροντος». Σε αυτές το εργαζόμενο άτομο οφείλει να είναι εφοδιασμένο με βιβλιάριο υγείας. Η νομολογία ορθώς έχει κρίνει πως το βιβλιάριο αυτό οφείλουν να διαθέτουν όχι όλα τα εργαζόμενα άτομα αλλά μόνο όσα απασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν άμεση επαφή με τον καταναλωτή ή αντίστοιχα το χρήστη των υπηρεσιών, καθώς μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις εμφιλοχωρεί κίνδυνος για την υγεία (ΑΠ 709/2008). Με αυτό το σκεπτικό προβλέπεται στο Ν.Δ. 1180/1942, όσον αφορά τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, πως η υποχρέωση εφοδιασμού με βιβλιάριο υγείας αφορά μόνο το κυρίως ξενοδοχειακό προσωπικό ή τους/τις βοηθούς ή τα μαθητευόμενα άτομα. Η ακυρότητα για αυτήν την αιτία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.

Στασιμότητα παρουσιάζει η νομολογία όσον αφορά το περιεχόμενο της αξίωσης του εργαζομένου βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας όσον αφορά τις οφειλόμενες αποδοχές. Εδώ η νομολογία δεν αναγνωρίζει πλήρως τις συνέπειες της ex nunc ακυρότητας της σύμβασης, καθώς υιοθετεί την αξίωση βάσει του αδικαιολόγητου πλουτισμού και όχι ευθέως εκ της ίδιας της συμβάσεως. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ο εργοδότης (πλουτήσας) έχει υποχρέωση να επιστρέψει στο εργαζόμενο άτομο μόνο την ωφέλεια, την οποία αποκόμισε κι όχι να ανορθώσει τη ζημία που το τελευταίο υπέστη, πράγμα το οποίο δεν ερευνάται καν ως προς την ύπαρξη και την έκταση. Επιπλέον, για τον προσδιορισμό της ωφέλειας λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική αξία της παροχής εργασίας, δηλαδή ο συνηθισμένος κατά το άρθρο 653 ΑΚ, μισθός σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του πλουτισμού και έτσι, αυτή αποδίδεται σε χρήμα. Όσον αφορά τον υπολογισμό της ωφέλειας εν γένει, η νομολογία δίνει έμφαση στην υποκειμενική αξία του πράγματος, δηλαδή ο πλουτισμός του συγκεκριμένου εργοδότη. Αυτή συνίσταται στην εξοικονόμηση δαπάνης, δηλαδή το μισθό που θα κατέβαλε για την ίδια εργασία υπό τις ίδιες συνθήκες σε άλλο μισθωτό εφοδιασμένο με τα ίδια προσόντα που θα απασχολούσε βάσει έγκυρης σύμβασης. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως το κριτήριο αυτό είναι επισφαλές και μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα αποτελέσματα ζημιώνοντας το εργαζόμενο πρόσωπο.

Η νομολογία επίσης, δεν αναγνωρίζει στο πλαίσιο του παραπάνω υπολογισμού τον μισθό που είναι μεγαλύτερος από το νόμιμο, καθώς ούτε τις ιδιαίτερες προσαυξήσεις που ενδέχεται να δίνει ο εργοδότης εξαιτίας ειδικών περιστάσεων που αφορούν το εργαζόμενο άτομο, όπως τα διάφορα επιδόματα (τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ). Ωστόσο, υπάρχουν και παροχές που πηγάζουν ευθέως εκ του νόμου και κατά συνέπεια, δε χρειάζεται να επικαλεστεί την αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Τέτοιες είναι λόγου χάριν, οι προσαυξήσεις για την εργασία την Κυριακή (75%) ή τη νύκτα (25%) και η υπερωρία.

Τέλος, σημαντικό να επισημανθεί είναι το γεγονός πως ο εργοδότης, λύνοντας τη σχέση εργασίας, δεν καθίσταται υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας και την καταβολή μισθών εργασίας (656 ΑΚ), καθώς η υπερημερία προϋποθέτει έγκυρη σύμβαση. Ο εργοδότης εξακολουθεί να οφείλει αποζημίωση εξαιτίας της καταγγελίας της σύμβασης στην οποία προέβη. Ωστόσο, αν δεν την καταβάλλει ο εργαζόμενος, έχει απλώς αξίωση να λάβει αυτή τη νόμιμη αποζημίωση, η σχέση όμως εργασίας θεωρείται σε κάθε περίπτωση «λυθείσα». Συνεπώς, η καταγγελία σε αυτή την περίπτωση είτε τηρεί τις προϋποθέσεις του έγγραφου τύπου και της καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης, είτε όχι επιφέρει οπωσδήποτε τη λύση της σχέσης εργασίας και το εργαζόμενο πρόσωπο διαθέτει μόνο αξίωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης. Ο δικαιολογητικός σκοπός έγκειται στη μη διαιώνιση της ανασφαλούς και ασταθούς κατάστασης που συνεπάγεται η άκυρη σύμβαση εργασίας.


Πηγές

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Ερνεάνου
Αναστασία Ερνεάνου
Γεννήθηκε το 2000. Σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων σχετικά με τα εγχώρια και τα διεθνή δρώμενα. Αγαπάει τα ταξίδια και είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τον εθελοντισμό.