19.1 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΕλληνική Εξωτερική ΠολιτικήΕξοπλισμοί: Αναγκαίο κακό ή αναγκαίο καλό;

Εξοπλισμοί: Αναγκαίο κακό ή αναγκαίο καλό;


Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,

Η τουρκική προκλητικότητα με τις συνεχόμενες παράνομες NAVTEX των τελευταίων μηνών και η διαρκής ένδειξη αμφισβήτησης της εθνικής μας κυριαρχίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο πυροδότησαν μια εσπευσμένη εξοπλιστική κούρσα, έπειτα από σχεδόν μια δεκαετία αδράνειας και υποχρηματοδότησης στον τομέα της άμυνας. Οι αμυντικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 40% χάριν των μνημονιακών δεσμεύσεων και του υπερκερασμού της οικονομικής κρίσης. Η προμήθεια σύγχρονων οπλικών μονάδων κρίθηκε αδύνατη εξαιτίας της δημοσιονομικής αιμορραγίας και η συντήρηση των ήδη υπαρχουσών υποτυπώδης, ώστε να διατηρείται το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων, το οποίο περισσότερο ερείδεται στην ετοιμότητα και υψηλή κατάρτιση του έμψυχου δυναμικού τους – που σε κοινωνικό επίπεδο ήρθε και το ίδιο αντιμέτωπο με ευμεγέθεις μισθολογικές περικοπές και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον κοινωνικοοικονομικό τους βίο-  παρά στην εκσυγχρονισμένη υπεροπλία τους.

Η ελληνική αποτρεπτική ισχύς παραμένει υπολογίσιμο μέγεθος απέναντι στις περιφερειακές προκλήσεις, όπως απέδειξαν άλλωστε τα γεγονότα του περασμένου Αυγούστου, ωστόσο ο εφησυχασμός δεν έχει θέση απέναντι σε μια Τουρκία η οποία, παρόλη την οικονομική της δυσπραγία και την πολυμερή εμπλοκή της στο περιφερειακό της περιβάλλον, εμφανίζει αμυντική αυτάρκεια στηριζόμενη στις δικές της παραγωγικές δυνάμεις αλλά και συνάπτει εξοπλιστικές συμφωνίες για προμήθεια οπλικών συστημάτων κατά το δοκούν, αδιαφορώντας για τις νατοϊκές δεσμεύσεις, όπως συνέβη στην περίπτωση της απόκτησης των S-400 από τη Ρωσία χωρίς να της επιβληθούν κυρώσεις. Ιδίως έπειτα από μία περίοδο που το ερντογανικό καθεστώς ενισχύθηκε περαιτέρω με το πραξικόπημα του 2015, ενώ η Ελλάδα βίωνε τις οδυνηρές συνέπειες της οικονομικής κρίσης, υπογράφοντας και τρίτο μνημόνιο, καθίσταται αδήριτη ανάγκη η αμυντική ενίσχυση της χώρας, καθώς οι γεωστρατηγικές σκοπιμότητες της γείτονος απειλούν άμεσα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.

S – 400 τύπου πυραυλικά συστήματα εδάφους – αέρους

Το ζητούμενο σε αυτή τη συγκυρία συνίσταται στο γεγονός ότι το εξοπλιστικό πρόγραμμα πρέπει να καθίσταται τεχνολογικά σύγχρονο, οικονομικά βιώσιμο και βραχυπρόθεσμα υλοποίησιμο, καθώς δεν υπάρχει πλέον περίοδος χάριτος. Σε αυτήν την προβληματική έρχονται να προστεθούν και οι επιπτώσεις της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης που διανύουμε σε μία ήδη βεβαρημένη δημοσιονομική κατάσταση, στην οποία εμφανίζεται ένα οξύμωρο σχήμα που αφορά την κοινή γνώμη. Αναλυτικότερα, ο φορολογούμενος πολίτης αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της εξοπλιστικής θωράκισης, ιδιαίτερα σε μία εποχή που έχει δεχτεί και συνεχίζει να δέχεται κατ’ εξακολούθηση απειλές κατά της ζωής του και του μετανεωτερικού κεκτημένου της ατομικής ευημερίας και ευδαιμονίας. Στη δεκαετία της κρίσης αυτό το γεγονός θα φάνταζε αδιανόητο, καθώς οι εξοπλισμοί θεωρούνταν περισσότερο ένα σκανδαλοθηρικό φαινόμενο που περιελάμβανε κατασπατάληση δημοσίου χρήματος και πρακτικές διαφθοράς, παρά ένα μέσο προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και της εθνικής ασφάλειας, έστω και αν τα εξοπλιστικά προγράμματα της δεκαετίας του ’90 και του ’00 πέτυχαν ουσιωδώς τον εκσυγχρονισμό του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας στις τότε απαιτήσεις ασφαλείας, αλλά και την προσαρμογή του Στρατού Ξηράς στα τότε δεδομένα, με την εθνική άμυνα να στηρίζει το οπλοστάσιό της μέχρι και σήμερα σε αυτά.

H διαδικασία λήψης αποφάσεων εντός ενός δικαιοκρατικού και δημοκρατικού νομιμοποιημένου συστήματος απαιτεί πέραν της αναγκαιότητας των προτεινόμενων λύσεων και την καταλληλόλητα αυτών. Η προσφορότητα του ανακοινωθέντος εξοπλιστικού προγράμματος έγκειται στην απόκτηση οπλικών μονάδων που θα προσδώσουν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις τον χαρακτήρα υπεροπλίας που έχει ανάγκη, ιδιαίτερα την τρέχουσα χρονική περίοδο, αλλά και θα εγκαταστήσουν τα σωστά θεμέλια μετεξέλιξης και βιωσιμότητάς του σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψιν τη σημασία της γεωπολιτικής μας θέσης. Οι οικονομικές απαιτήσεις της προαναφερθείσας στόχευσης είναι υπερογκώδεις και η πεποίθηση ότι μεμονωμένες αμυντικές μονάδες δημιουργούν αυτοτελώς καθεστώς υπεροπλίας στο Αιγαίο καθίσταται ουτοπία, δίχως τον συνυπολογισμό των επιχειρησιακών δυνατοτήτων και απαιτήσεων, των βιομηχανικών-τεχνολογικών παραμέτρων και του πολιτικού οφέλους μέσω μιας stricto sensu ανταγωνιστικής διαδικασίας, προσοδοφόρας τόσο για το κράτος και τον προϋπολογισμό του με την κατά το δυνατόν συρρίκνωση του κόστους όσο και για τις χώρες-προμηθευτές ως προς τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους εντάσσοντας στο πελατολόγειό τους ένα κράτος-σύμμαχο με μακροχρόνιες εγγυήσεις.

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει την απόκτηση 18 γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών τύπου Rafale των οποίων η πλήρης επιχειρησιακή και τεχνική αξιοποίηση θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2022, την προμήθεια 4 φρεγατών και τη συντήρηση άλλων 4 τύπου ΜΕΚΟ, την απόκτηση 4 ελικοπτέρων Romeo, αλλά και την απόκτηση τορπιλών για το Πολεμικό Ναυτικό και πυρομαχικών για τον Στρατό Ξηράς. Σε κάθε περίπτωση, επιδιώκεται η επανεκκίνηση και ενίχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και υλικοτεχνικής υποστήριξης, είτε με την παραγωγή τυφεκίων σε αρχικό στάδιο είτε με την επαναλειτουργία της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης στο Σκαραμαγκά.  Επιπλέον, μέσα στον Νοέμβριο, το ΥΠΕΘΑ απέστειλε στις ΗΠΑ επίσημη επιστολή έκφρασης ενδιαφέροντος για τη γνωστοποίηση προμήθειας αεροσκαφών F-35 ώστε να εκκινήσουν οι διαδικασίες για την απόκτηση μιας μοίρας αεροσκαφών 5ης γενιάς (18 έως 24 αεροσκάφη), καθώς κάτι τέτοιο κρίθηκε απαραίτητο από την ΠΑ ώστε να συνεχίσει να διατηρεί ποιοτικό και τεχνολογικό προβάδισμα έναντι της τουρκικής αεροπορικής απειλής, αλλά και επιχειρησιακή υπεροχή έναντι των S-400.

Επιπροσθέτως, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, σε συνεργασία με τον ΑΓΕΕΘΑ και τους Αρχηγούς των τριών Επιτελείων, πληροφόρησε τα μέλη της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής για την Αναβάθμιση Συστημάτων μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών τύπου “Sperwer”, την τεχνική υποστήριξη των ελικοπτέρων ΑΗ-64 “Apache”, τη συντήρηση των Κατευθυνόμενων Βλημάτων “Penguin MK2”, την εν συνεχεία υποστήριξη των Οπλικών Συστημάτων “Patriot”, την εν συνεχεία υποστήριξη των Οπλικών Συστημάτων “S-300” και επαναπιστοποίηση πυραύλων 48Η, καθώς και για τη Σύναψη Διακρατικής Συμφωνίας με τις ΗΠΑ μέσω του προγράμματος Foreign Military Sales για την εν συνεχεία υποστήριξη των μεταγωγικών αεροσκαφών τύπου C-130. Παράλληλα, ζητήθηκε γνωμοδότηση για την ενεργοποίηση του υποπρογράμματος για την προμήθεια ανταλλακτικών ελικοπτέρων ΑΗ-64 “Apache” και την εν συνεχεία υποστήριξη ανακατασκευής, αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού υφισταμένων ταχύπλοων σκαφών. Επίσης, έγιναν τοποθετήσεις για την προμήθεια γυροπυξίδων για πολεμικά πλοία και υποβρύχια, αλλά και έκδοση κατακυρωτικής αποφάσεως διαγωνισμού σχετικά με την προμήθεια υλικών λήξεως ορίου λειτουργίας και ζωής, καθώς και ανταλλακτικών γενικών επισκευών ανασχετήρων.

Συνεπάγεται ότι ο Εθνικός Αμυντικός Σχεδιασμός εστιάζεται στην Αντιεροπορική Άμυνα Περιοχής (Area Air Defense), τον ανθυποβρυχιακό πόλεμο και τον πόλεμο επιφανείας και ζητούμενο είναι η επίτευξη της διακλαδικότητας. Η προμήθεια μείζονων οπλικών μονάδων συνιστά από μόνη της μια σύνθετη διαδικασία ως προς τον επιτελικό σχεδιασμό της, καθώς σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι σαφή τα διαδικαστικά πλαίσια και τα επιχειρησιακά πλεονεκτήματα, συνδυασμένα κατάλληλα με τους επιζητούμενους στρατηγικούς στόχους. Οι εκ προοιμίου ανακοινώσεις και οι συνεχείς ονοματολογίες για διαπραγματεύσεις και υποψήφιες προμήθειες που καλούνται τα Επιτελεία εκ των υστέρων να δικαιολογήσουν τεχνοκρατικά, όπως συνέβη στην περίπτωση του ΠΝ για απόκτηση φρεγατών MEKO A-200, FREMM, Belharra, MMSC ή Type 31  χωρίς να συσχετίζονται οι δυνατότητες του όπλου με το σύνολο των εθνικών αμυντικών στοχεύσεων και προτεραιοτήτων, των επιχειρησιακών δυνατοτήτων και την ικανότητα τεχνικής υποστήριξης, αλλά και σε γραφειοκρατικό επίπεδο να μην διαφαίνεται εάν επρόκειτο για προσφορές που αναφέρονταν σε Request for Information ή σε Request of Proposals αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή. Η διαφάνεια αλλά και ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός σε μια τέτοιου είδους δράση είναι αναντίρρητες δημοκρατικές προϋποθέσεις ώστε να μην υποδαυλίζεται το θεσμικό κύρος των ενόπλων δυνάμεων σε μία κρίσιμη συγκυρία αλλά και να αποδεικνύεται έμπρακτα ο σεβασμός στους Έλληνες φορολογουμένους, που βιώνουν δύο διαδοχικές κρίσεις οι οποίες πλήττουν βαθύτατα την ποιότητα του βίου τους και την οικονομική τους αυτάρκεια.


ΠΗΓΕΣ

  • www.tanea.gr, «Νέο… Στρατό αποκτά η χώρα – Τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα», διαθέσιμο εδώ
  • www.mod.mil.gr, «Ενημέρωση ΥΕΘΑ Νικόλαου Παναγιωτόπουλου στην Ειδική Διαρκή Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων & Συμβάσεων της Βουλής», διαθέσιμο εδώ
  • www.e-amyna.com, «Συνοπτικός οδηγός για τα Προγράμματα FMS, FMF και EDA», διαθέσιμο εδώ
  • www.onalert.gr, διαθέσιμο εδώ
  • www.liberal.gr, «Εξοπλιστικά κόστη και προτεραιότητες», διαθέσιμο εδώ
  • www.ethnos.gr, «Ένοπλες Δυνάμεις: Μια ανάσα από συμφωνία 5 δισ. Ελλάδας – ΗΠΑ στα εξοπλιστικά», διαθέσιμο εδώ
  • www.skai.gr, «Εξοπλιστικά: Τον Μάρτιο τα πρώτα Rafale στην Ελλάδα- Μέσα στο 2021 η προμήθεια 6 αεροσκαφών F-35», διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοδώρα Αγγελοπούλου
Θεοδώρα Αγγελοπούλου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτη του Πρότυπου ΓΕΛ Αναβρύτων και πλέον πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων, ημερίδων και προσομοιώσεων σχετικά με την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, την άμυνα και τη δημόσια διοίκηση ήδη από τα σχολικά χρόνια και το ενδιαφέρον της προς αυτά συνεχίζει αμειώτο. Γνωρίζει άριστα αγγλικά και γαλλικά ενώ στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον κλασσικό και σύγχρονο χορό.