20.5 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΟι υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας εντός και εκτός Ελλάδος

Οι υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας εντός και εκτός Ελλάδος


Της Εύας Μόσχου,

Αρχαιοκαπηλία εκτός Ελλάδος: Η περίπτωση του Λυδικού Θησαυρού

Σε προγενέστερο άρθρο έχει ήδη γίνει αναφορά στις Συμβάσεις της UNESCO, σχετικά με την προστασία των πολιτιστικών αγαθών από την παράνομη διακίνηση. Οι Συμβάσεις την περίοδο 1950-1970 διαδέχονταν η μια την άλλη κι αυτό μόνο τυχαίο δεν ήταν. Αντιθέτως, υποκινούταν από τις τρέχουσες εξελίξεις. Σε αυτό το σημείο, πριν περάσουμε στην κατάσταση εντός συνόρων, είναι σκόπιμο να δούμε την επιρροή των διεθνών Συμβάσεων και Συνθηκών σε μια πολυσυζητημένη περίπτωση, αυτή του «Λυδικού Θησαυρού».

Περιδέραιο από χρυσό

Τον Μάιο του 1969, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης προχώρησε στην αγορά του «Θησαυρού». Η συλλογή αποτελούνταν από 360 αντικείμενα, προερχόμενα από τάφους στα δυτικά της Τουρκίας. Το μουσείο, αν και γνώριζε την ύποπτη, αν όχι την παράνομη, προέλευση, επικύρωσε τη συμφωνία. Μάλιστα, ήταν τόσο βέβαιοι ότι επρόκειτο για λαθραία αντικείμενα που τα μετονόμασαν σε «Ανατολικό Ελληνικό Θησαυρό» για να αποφύγουν τον σχολιασμό. Η πληθώρα κοσμημάτων, αγαλμάτων, σκευών, αγγείων, κ.λπ. αποτελούσαν προϊόντα κλοπής, απότοκα λαθρανασκαφών της περιόδου 1966-1969. Τα αντικείμενα αγοράστηκαν έναντι ενός εκατομμυρίου δολαρίων και αποθηκεύτηκαν ταχύτατα στο υπόγειο του μουσείου υπό τον φόβο εντοπισμού. Ωστόσο, όταν το 1980, ύστερα από 11 χρόνια, αποκαλύφθηκε ένα μέρος τους, η παράνομη έκθεσή τους έγινε αμέσως αντιληπτή.

Χρυσή περόνη με θυσάνους βελανιδιάς

Το Μητροπολιτικό Μουσείο προφανώς στηριζόταν στο δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών, που όριζε χρονικό περιορισμό στην άσκηση αγωγής, η οποία είχε παρέλθει. Επιπλέον, η Σύμβαση της UNESCO για την παρεμπόδιση της παράνομης διακίνησης ψηφίστηκε το 1970, οπότε και δεν μπορούσε να βλάψει την πολιτική του μουσείου. Παρόλα αυτά, αποτέλεσε έναν ισχυρό παράγοντα πίεσης.

Τελικά, το 1993, το μουσείο επέστρεψε τη συλλογή στην Τουρκία, δίχως να λάβει αντάλλαγμα. Πώς συνέβη αυτό; Η Τουρκία, όντας μια χώρα με συχνά περιστατικά λαθραίων ανασκαφών, είχε ήδη ψηφίσει νόμους από τις αρχές του 20ου αιώνα που παραχωρούσαν οποιοδήποτε αντικείμενο ερχόταν στο φως με ανασκαφή στο κράτος. Επομένως, οτιδήποτε απομακρυνόταν χωρίς άδεια αποτελούσε κλεμμένη ιδιοκτησία.

Αρχαιοκαπηλία εντός Ελλάδος

Στον ελλαδικό χώρο τα πράγματα ήταν περίπλοκα ήδη πριν από την κήρυξη του ανεξάρτητου κράτους. Στα προεπαναστατικά χρόνια τέθηκε για πρώτη φορά η ανάγκη διάσωσης των πατρογονικών λειψάνων από τον Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833), ο οποίος εισηγήθηκε τη δημιουργία «Ελληνικού Μουσείου». Γνωρίζουμε ότι η μεγάλη λήστευση των ελληνικών αρχαιοτήτων συνέβη, κατά κύριο λόγο, στη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα. Πριν όμως περάσουμε στην επεξεργασία των θεμάτων αυτών, σκόπιμο είναι να σχολιάσουμε μια μεγάλη εξαγωγή αρχαιοτήτων του 17ου αιώνα.

Το 1687, ο Βενετός αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Μοροζίνι (1619-1694) και τα στρατεύματά του προχώρησαν στον βομβαρδισμό του Παρθενώνα. Ο γλυπτός διάκοσμος και οι μετόπες της νότιας πλευράς διασκορπίστηκαν και «φυγαδεύτηκαν» βιαίως. Μάλιστα, σχετικά με τον βομβαρδισμό, ο ίδιος ο Μοροζίνι παρουσίασε στην Κυβέρνηση της Βενετίας το συμβάν ως τυχαία βολή, επιρρίπτοντας ευθύνες στην τουρκική πυριτιδαποθήκη που υπήρχε στον ναό.

26 Σεπτεμβρίου 1687 ο Φρ. Μοροζίνι καταστρέφει τον Παρθενώνα.

Συνεχίζοντας, ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα, ξένες αρχαιολογικές σχολές ή λόγιοι, με το πρόσχημα της διαφύλαξης των μνημείων, προχώρησαν στον «τεμαχισμό» τους. Ένα παράδειγμα, πέραν της λεηλασίας των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Λόρδο Έλγιν (1766-1841), αποτελεί η παράνομη ανασκαφή του Ναού της Αφαίας, στην Αίγινα. Η καταλήστευση του 1811 είχε ως ακόλουθο τον εκπατρισμό των αετωμάτων, τα οποία μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Από εκεί το 1828 κατέληξαν στο Μόναχο, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα και εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Ρώσου διπλωμάτη Μπαζίλι σε περιπλάνησή του στα σπαράγματα του πρώτου αρχαιολογικού Μουσείου της Αίγινας: «Περνώντας δίπλα από μια σειρά ακρωτηριασμένων αγαλμάτων, πολλές φορές σταματούσα άλλοτε στον κορμό ενός ήρωα χωρίς πόδια και κεφάλι, άλλοτε σε ένα χέρι που οι καμπυλωτές γραμμές και η τρυφερότητά του σας κάνει να φαντάζεστε την τέλεια ομορφιά της θεάς που το έχασε…».

Ο Ναός της Αθηνάς Αφαΐας στην Αίγινα

Προχωρώντας, μετά την απελευθέρωση το άρθρο 18 του Συντάγματος της Τροιζήνας (1827) υποχρέωνε τον Κυβερνήτη να φροντίσει ώστε οι αρχαιότητες να μην πωλούνται και να μην μεταφέρονται εκτός Ελλάδας. Το 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776-1831) έστειλε εντολή στους έκτακτους Επιτρόπους του Αιγαίου για την εμπόδιση της εξαγωγής αρχαιοτήτων. Παρόλα αυτά και χωρίς σταθερό νομικό πλαίσιο, οι λαθραίες ανασκαφές και οι παράνομες συναλλαγές ήταν μια αμετάβλητη κατάσταση.

Ειδικά από το 1950 και εξής, η αρχαιοκαπηλία βρέθηκε στο απόγειό της. Από τους μεγαλύτερους Έλληνες εμπόρους, που τροφοδοτούσε τους «καλόπιστους» συλλέκτες ανά τον κόσμο, ήταν ο Νικολά Κουτουλάκης. Καταγόταν από την Κρήτη, αλλά δραστηριοποιούνταν στο Παρίσι. Είχε επαφές με τους τρεις μεγαλύτερους εμπόρους ελληνικών αρχαίων αντικειμένων: Τον Leon Levy (1925-2003), τον Elie Borowski (1913-2003) και τον  George Ortiz (1927-2013). Ειδικά για τον Elie Borowski γνωρίζουμε ότι το 1992 ίδρυσε ιδιωτικό μουσείο στην Ιερουσαλήμ, το Μουσείο των Χωρών της Βίβλου. Στην έκθεση με τίτλο «Δόξες της αρχαίας Ελλάδας» εμφανίστηκαν μινωικά αντικείμενα άγνωστης προέλευσης. Ο George Ortiz, από την άλλη, κατείχε στη συλλογή του τα περισσότερα αρχαία ελληνικά, πήλινα και χάλκινα, μικρά αντικείμενα, μετά το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

Το βιβλίο της έκθεσης «Δόξες των αρχαίων Ελλήνων»

Περιπτώσεις Επαναπατρισμού

Η πρώτη μεγάλη νίκη της χώρας στη διεκδίκηση αρχαιοτήτων θεωρείται η επιστροφή του «Θησαυρού των Αηδονιών», το 1996. Αποτελούνταν κυρίως από σφραγίδες, κοσμήματα και γυάλινα αγγεία. Οι λαθρανασκαφές στη Νεμέα είχαν αρχίσει το 1973 και η επίσημη ανασκαφή του 1978 αποκάλυψε 15 συλημένους τάφους. Ό,τι είχε κλαπεί είχε ήδη αναχωρήσει για την Ελβετία. Λίγα χρόνια αργότερα όμως, όταν στη Νέα Υόρκη εντοπίστηκαν αντικείμενα μυκηναϊκά, παρόμοια με τα κλαπέντα, συγκροτήθηκε επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού, οι δράσεις της οποίας εντέλει ήταν επιτυχείς. Να υπογραμμίσουμε, βέβαια, πως αρωγός στην εύρεση του «Θησαυρού» αποτέλεσε προγενέστερη προσπάθεια αρχαιολόγων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η οποία συγκρότησε καταλόγους «ξενιτεμένων» ελληνικών αρχαιοτήτων.

Ο «Θησαυρός των Αηδονιών»

Παρόμοια επιτυχία σημειώθηκε με την περίπτωση της κλοπής του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κορίνθου, το 1990. Η κλοπή αυτή πήρε μεγάλες διαστάσεις, αφού, όπως έδειξαν οι μεταγενέστερες έρευνες, τα κλοπιμαία εξάχθηκαν στο Μαϊάμι, την περίοδο 1990-1997. Όπως και στην προαναφερθείσα περίπτωση, έτσι κι εδώ η καταγραφή των κλεμμένων και η φωτογράφιση λειτούργησαν καταλυτικά στην ταύτιση και τον εντοπισμό τους. Η επιστροφή τους, το 2001, συνοδεύτηκε από τις συλλήψεις των δραστών.

Ένα τελευταίο παράδειγμα επαναπατρισμού αποτελεί η περίπτωση του «Σκεπτόμενου Έφηβου», ενός χάλκινου αγάλματος του πρώτου αιώνα από την Πρέβεζα. Το άγαλμα βρισκόταν παρανόμως στη συλλογή Γερμανού συλλέκτη. Η επιστροφή, το 2002, επιτεύχθηκε με τη βοήθεια του αρχηγού της αστυνομικής επιχείρησης, Γ. Τζάλλα, ο οποίος έστειλε κατεπείγον σήμα για παρέμβαση του Γερμανικού Κράτους, καθώς το άγαλμα επρόκειτο να πουληθεί στη διευθύντρια του Μουσείου, Getty, έναντι επτά εκατομμυρίων δολαρίων.

Κλείνοντας, ο 21ος αιώνας συνέδραμε στη σύσταση υπηρεσιών και στην κατοχύρωση αυστηρών νόμων. Το 1996, συστάθηκε η Εφορεία Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών για τον έλεγχο της παράνομης διακίνησης. Επίσης, με τον νόμο του 2000 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς», πολλές διατάξεις εστιάζονται στα μέτρα πρόληψης. Ακόμη, το 2002 συστάθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων για την εποπτεία κινητών και μη κινητών μνημείων, καθώς και για την προσέγγιση των πολιτών με στόχο την καλλιέργεια πολιτιστικής ευαισθησίας. Ας επισημάνουμε, τέλος, πως όλες αυτές οι διαδικασίες επαναπατρισμού ασφαλώς και είναι χρονοβόρες. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί παράνομη εξαγωγή, το κλαπέν αντικείμενο εξετάζεται για να τεκμηριωθεί η ελληνική προέλευση. Αν δεν είναι καταγεγραμμένο κλαπέν, τότε πιθανώς πρόκειται για απότοκο λαθραίας ανασκαφής. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να συσχετισθεί με άλλα όμοια για την απόδειξη της ταυτότητάς του.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αποστολίδης, Αν., 2006, «Αρχαιοκαπηλία και Εμπόριο Αρχαιοτήτων», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα.
  • Μπουτοπούλου, Σ., Μούλιου, Μ., Καλλιώδη, Σ., Σακελλιάδης, Β., (επιμ.) 2008, Η Προστασία των Πολιτιστικών Αγαθών από την παράνομη διακίνηση και η διεκδίκησή τους, ΥΠΠΟ, Αθήνα.
  • Brodie, Ν., Doole, J., Watson, P., 2000, Stealing History: The Illicit Trade in Cultural Material, McDonald Institute for Archaeological Research, Κέιμπριτζ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εύα Μόσχου
Εύα Μόσχου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης. Το 2019 πραγματοποίησε την πρακτική της άσκηση στο Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας Κώστα Κοτσανά, στο Κολωνάκι. Συμμετέχει ενεργά σε σεμινάρια σχετικά με την Τέχνη και τη Μουσειολογία, ενώ επόμενος στόχος της είναι ένα μεταπτυχιακό στον τομέα του Πολιτισμού.