18.1 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ έννοια της κοινωνικής ασφάλισης υπό το φως των αποφάσεων του ΣτΕ

Η έννοια της κοινωνικής ασφάλισης υπό το φως των αποφάσεων του ΣτΕ


Του Αναστάσιου-Φώτιου Τσοχατζίδη,

Η κοινωνική ασφάλιση ως έννοια παρότι ακούγεται απλή και κατανοητή στην καθημερινή ζωή, στην πραγματικότητα κρύβει μέσα της μεγάλο βάθος και χρήζει επιστημονικής ανάλυσης, καθώς συχνά στις μέρες μας συγχέεται με τις έννοιες της κοινωνικής πρόνοιας ή και της ιδιωτικής ακόμη ασφάλισης. Αυτήν ακριβώς την ανάλυση επεδίωξε να κάνει και η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ιδίως με τις αποφάσεις 2287/2015, 2288/2015,2289/2015 και 2290/2015, έτσι ώστε να διασαφηνιστεί η έννοια της κοινωνικής ασφάλισης που αποτελεί θεσμό για τον οποίο μεριμνά το κράτος βάσει του αρ.22 παρ.5 του Συντάγματος.

Σύμφωνα λοιπόν με το ΣτΕ, η κοινωνική ασφάλιση είναι ένας θεσμός δημοσίου δικαίου που κατοχυρώνεται συνταγματικά στο αρ.22 παρ.5 Σ και προστατεύεται και προάγεται από το κράτος. Με τη λέξη θεσμός γίνεται αντιληπτό ότι η κοινωνική ασφάλιση χαρακτηρίζεται από μία διαχρονικότητα και επιτελεί μία κοινωνική λειτουργία, ενώ συγχρόνως -σε αντίθεση με την ιδιωτική ασφάλιση- έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, δηλαδή δεν εναπόκειται στην ελεύθερη βούληση του κάθε εργαζομένου το εάν θα ασφαλιστεί, αλλά αυτό αποτελεί εκ του νόμου (ex lege) υποχρέωσή του. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της κοινωνικής ασφάλισης είναι στενά συνυφασμένος με την κοινωνική λειτουργία αυτής, καθώς η κοινωνική ασφάλιση επιτελεί μία ιδιαιτέρως σημαντική αποστολή που δεν είναι άλλη από τη στήριξη των ανθρώπων στις δύσκολες στιγμές και την προστασία της βιοποριστικής τους ικανότητας, όταν επέρχονται οι ζημιογόνες συνέπειες των ασφαλιστικών κινδύνων.

Ωστόσο, εμβαθύνοντας στην έννοια, διαπιστώνεται ότι η κοινωνική ασφάλιση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εργασία, καθώς η προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κ.λπ.) γίνεται έναντι καταβολής εισφοράς από τον εργαζόμενο. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και η ουσιώδης διαφορά του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης από το θεσμό της κοινωνικής πρόνοιας. Ειδικότερα, η κοινωνική πρόνοια παρέχεται από το κράτος με βάση τα αρ.21 παρ.1-3 και 6 για να αντιμετωπίσει καταστάσεις όπως και οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι που προαναφέρθηκαν (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κ.τ.λ.) χωρίς όμως να συνδέεται με την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς. Αντιθέτως, η κοινωνική ασφάλιση (αρ.22 παρ.5 Σ) προϋποθέτει όπως προαναφέρθηκε την εργασία και τη μέσω αυτής καταβαλλόμενη εισφορά.

Επιπλέον, όσον αφορά το περιεχόμενο της κοινωνικής ασφάλισης, το ΣτΕ υπογραμμίζει ότι ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορές με την προσδοκία να λάβει, όταν θα επέλθει κάποιος από τους νομοθετικά καθορισμένους ασφαλιστικούς κινδύνους, την αντίστοιχη ασφαλιστική παροχή. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι ο εργαζόμενος καταβάλλει εισφορές χωρίς να είναι βέβαιο το εάν ή το πότε θα επέλθει κάποιος ασφαλιστικός κίνδυνος, αλλά στο στάδιο αυτό αρχικά καταβάλλει εισφορές για να έχει την εξασφάλιση ότι αν του συμβεί κάποιος από τους κλασικούς κινδύνους που προαναφέρθηκαν, θα έχει την αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει την αντίστοιχη παροχή. Για παράδειγμα, μία κλασική παροχή είναι το επίδομα ασθενείας που λαμβάνει ο εργαζόμενος που κωλύεται λόγω ασθενείας να παρέχει εργασία. Το εάν ο εργαζόμενος θα λάβει επίδομα ασθενείας εξαρτάται άμεσα από το εάν θα ασθενήσει σε κάποια περίοδο του εργασιακού του βίου, καθώς σε αντίθετη περίπτωση μπορεί και να μην του χορηγηθεί ποτέ επίδομα ασθενείας. Σύμφωνα με την ανάλυση λοιπόν και του ΣτΕ, στο θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης διαγράφονται λοιπόν δύο διακριτά στάδια: το στάδιο προσδοκίας ασφάλισης και το δυναμικό στάδιο-καταβολή ασφαλιστικής παροχής.

Ωστόσο, η παροχή που αξιώνει ο ασφαλισμένος όταν πλέον επέρχεται κάποιος ασφαλιστικός κίνδυνος δεν αντιστοιχεί ευθέως στις καταβληθείσες εισφορές ούτε αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του. Για παράδειγμα η σύνταξη που καταβάλλεται στον εργαζόμενο που έχει φτάσει στο όριο συνταξιοδότησης δεν αντιστοιχεί ευθέως στο μισθό που λάμβανε πριν τη σύνταξη ούτε στην αντίστοιχη καταβαλλόμενη εισφορά του. Κατά συνέπεια, γίνεται αντιληπτό ότι στο θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης δεν εφαρμόζεται αυτό που επιστημονικά ονομάζεται «αμιγής ανταποδοτικότητα», με άλλα λόγια επιλέγεται μία αναλογική σύνδεση των καταβληθεισών εισφορών και της παρεχόμενης σύνταξης. Η αναλογία αυτή βασίζεται στο να εξασφαλίσει στον ασφαλισμένο ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου.

Άρα, γίνεται σαφές ότι υπάρχει τελικά ανταποδοτικότητα στην κοινωνική ασφάλιση, αλλά αυτή δεν είναι ποσοτικά συγκεκριμένη, δεν αποτελεί το αντάλλαγμα για τις καταβληθείσες εισφορές, αλλά έχει την έννοια της διατήρησης ενός κεκτημένου διαβίωσης ανάλογου με την προηγούμενη κατάσταση. Ο δικαστής λοιπόν αντιλαμβάνεται με άλλα λόγια την ανταποδοτικότητα, όχι σε συνάρτηση με τις καταβληθείσες παροχές του ασφαλισμένου, αλλά με βάση τη δια της εργασίας του συμβολή του στη δημιουργία του δημοσίου πλούτου. Αυτό γίνεται γιατί μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης επιτυγχάνεται και η εξυπηρέτηση ενός άλλου στόχου, αυτού δηλαδή της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Κατά συνέπεια, είναι φανερό ότι η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί και ένα μέσο άσκησης κοινωνικής πολιτικής, καθώς μέσω αυτής επιτυγχάνεται αναδιανομή εισοδήματος. Ειδικότερα, αυτή η χαλαρή σχέση εισφορών και παροχών που επιλέγεται στην κοινωνική ασφάλιση, αντί π.χ. ενός απολύτως ανταποδοτικού μοντέλου, ευνοεί την αναδιανομή εισοδήματος, καθώς οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι, παρότι μπορεί να έχουν καταβάλει ελάχιστες εισφορές κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, έχουν την εξασφάλιση ότι θα πάρουν ως σύνταξη ένα ποσό που εγγυάται τουλάχιστον ένα ελάχιστο όριο διαβίωσης.

Εν κατακλείδι, η κοινωνική ασφάλιση είναι ένας θεσμός δημοσίου δικαίου που κατοχυρώνεται συνταγματικά στο αρ.22 παρ.5 του Συντάγματος. Ως θεσμός βασίζεται στην αρχή της ανταποδοτικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Το κράτος μεριμνά για την προαγωγή του θεσμού και εγγυάται ότι κάθε εργαζόμενος που πληρώνει εισφορές θα έχει τη δυνατότητα να απολαύσει τις παροχές της κοινωνικής ασφάλισης όταν επέλθουν οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι.


ΠΗΓΕΣ
  • ΣτΕ Ολομ. 2287/2015, 2288/2015,2289/2015 και 2290/2015,
  • ΣτΕ Ολομ. 5024/1987 και 668/12
  • Α. Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 3η έκδ., 2017
  • ΔτΚΑ 4/2019 (Νομικό περιοδικό)

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστάσιος-Φώτιος Τσοχατζίδης
Αναστάσιος-Φώτιος Τσοχατζίδης
Κατάγεται από τις Σέρρες και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο 4ο έτος των σπουδών του στη Νομική του ΑΠΘ. Έχει εμπειρία από επιστημονικά συνέδρια νομικού ενδιαφέροντος, προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών, ανταλλαγές φοιτητών Erasmus + και εθελοντικές δράσεις. Αγαπημένες του θεματικές αποτελούν ζητήματα γύρω από το ευρωπαϊκό, εμπορικό και ποινικό δίκαιο. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά. Λατρεύει τα ταξίδια, την ανάγνωση βιβλίων και την κολύμβηση.