16.6 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΓιατί οι Η.Π.Α. δεν αποτελούν πλέον μια δημοκρατία (Μέρος Α’)

Γιατί οι Η.Π.Α. δεν αποτελούν πλέον μια δημοκρατία (Μέρος Α’)


Του Παναγιώτη Παλαιοκαστρίτη,

Η λέξη «δημοκρατία» προέρχεται από τα συνθετικά «δήμος» και «κράτος». Το πρώτο συνθετικό αναφέρεται στον λαό και το δεύτερο στην εξουσία ή την κυριαρχία. Επομένως, ετυμολογικά, η λέξη «δημοκρατία» δηλώνει την εξουσία του λαού. Από την ίδια την ετυμολογία της λέξης καθίσταται αμφισβητήσιμο το αν η «δημοκρατία», όντως, επιδέχεται επιθετικούς προσδιορισμούς, όπως αυτοί της «έμμεσης» ή «αντιπροσωπευτικής», ή απλώς αυτοί οι επιθετικοί προσδιορισμοί αναιρούν το εννοιολογικό περιεχόμενο και την κατανόηση του ιστορικού υπόβαθρου, μέσα από τα οποία η δημοκρατία αποκτά πραγματικό νόημα. Αυτό, όμως, είναι ένα άλλο θέμα για κάποια άλλη φορά. Στο παρόν κείμενο, διερευνάται η δημοκρατία στις Η.Π.Α., σύμφωνα με το νόημα που της προσδίδεται σήμερα. Δηλαδή, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στην οποία η εξουσία πηγάζει από τον λαό, ασκείται μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων του και προς το συμφέρον του. Για τον σκοπό αυτό, κρίθηκε αναγκαίο η ανάλυση να τεμαχιστεί σε επιμέρους κατηγορίες.

Εκλογικό σύστημα/Εκπροσώπηση

Στις Η.Π.Α.. ο κανόνας, όσον αφορά το εκλογικό σύστημα, είναι ο πλειοψηφικός. Πιο συγκεκριμένα, στις περισσότερες εκλογικές διαδικασίες, ο υποψήφιος εκπρόσωπος αναδεικνύεται μέσω του συστήματος «ο νικητής τα παίρνει όλα». Αυτό το σύστημα, χρησιμοποιείται για την εκλογή των εκπροσώπων στο Κογκρέσο, όπως και σε πολλά πολιτειακά και τοπικά νομοθετικά σώματα. Οι ψηφοφόροι επιλέγουν, με την ψήφο τους, τους εκπροσώπους, που επιθυμούν, και νικητής αναδεικνύεται (σύμφωνα με το πλειοψηφικό σύστημα) αυτός ο οποίος θα συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους, ακόμα και αν αυτός έχει λάβει λιγότερο από το μισό του συνόλου των  ψήφων. Πλειοψηφική ιδιομορφία παρουσιάζει και η ανάδειξη του προέδρου των Η.Π.Α. Πιο συγκεκριμένα, οι ψηφοφόροι στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ψηφίζουν για πρόεδρο, αλλά για εκλέκτορες, οι οποίοι, εν τέλει, θα ψηφίσουν τον Πρόεδρο. Στο σύνολο υπάρχουν 538 εκλέκτορες, προερχόμενοι και από τις 50 πολιτείες. Ο υποψήφιος πρόεδρος κερδίζει όλους τους εκλέκτορες μιας πολιτείας, αν συγκεντρώσει τον μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων, σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, και αναδεικνύεται πρόεδρος, αν καταφέρει να αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των εκλεκτόρων σε πανεθνικό επίπεδο, δηλαδή 270 εκλέκτορες. Σε αυτή την ιδιομορφία οφείλεται η υπερίσχυση του George W. Bush και του Donald Trump, το 2000 και το 2016 αντίστοιχα, παρόλο που ο πρώτος βρισκόταν πίσω κατά 500,000 λαϊκούς ψήφους από τον Al Gore, και ο δεύτερος κατά 2,87 εκατομμύρια ψήφους από την Hillary Clinton.

Gerrymandering

Μια ακόμη επίπτωση του πλειοψηφικού συστήματος είναι και το φαινόμενο που στις Η.Π.Α. αποκαλείται ως “Gerrymandering”. Οι περιφέρειες, που αναδεικνύουν εκπροσώπους στο Κογκρέσο, πρέπει να επανασχεδιάζονται κάθε δεκαετία, έτσι ώστε να ενσωματώνουν τους νέους πληθυσμούς και να καταγράφονται αυτοί σε δεκαετή απογραφή. Στις περισσότερες πολιτείες, υπεύθυνος για τον δεκαετή επανασχεδιασμό των περιφερειών είναι συνήθως το πολιτικό κόμμα που κατέχει τα ηνία της πολιτειακής κυβέρνησης εκείνη την χρονική στιγμή. Στο σημείο αυτό, το φαινόμενο Gerrymandering επιστρατεύεται από τους κομματικούς φορείς, που έχουν επωμιστεί τον σχεδιασμό των περιφερειών, προκειμένου να γίνει σίγουρο ότι οι εκλογές δεν θα μείνουν «έρμαιο» της βούλησης των ψηφοφόρων. Το Gerrymandering αποτελεί μια ευρύτερη στρατηγική, που αποσκοπεί στην εδραίωση των κομμάτων (που κάνουν τον σχεδιασμό των περιφερειών), είτε στο Κογκρέσο, είτε στα νομοθετικά σώματα των Πολιτειών. Αποτελείται από συγκεκριμένες τακτικές, με πιο βασικές το “cracking” και το “packing”. Το cracking (διαχωρισμός) σπάει τους υποστηρικτές του αντίπαλου κόμματος σε περισσότερες περιφέρειες, ώστε να μην αποτελούν πλειοψηφία πουθενά και να απορροφώνται (με βάση το πλειοψηφικό σύστημα) από τις ψήφους του κόμματος που έχει την πλειοψηφία στην συγκεκριμένη περιφέρεια. Το packing (μάζεμα) είναι ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή όταν μαζεύονται όλοι οι υποστηρικτές ενός κόμματος από τις γύρω περιφέρειες σε μια. Με αυτές τις τεχνικές, μεθοδεύεται η πολιτική βούληση των ψηφοφόρων και είναι σαν οι πολιτικοί να επιλέγουν τους ψηφοφόρους, αντί οι ψηφοφόροι να επιλέγουν τους πολιτικούς.

Άκαμπτος δικομματισμός

Ο δικομματισμός είναι ένα ακόμη φαινόμενο, που έχει επικρατήσει στις Η.Π.Α., ήδη, από την δεκαετία του 1850 έως σήμερα. Σε αυτό το φαινόμενο, πάλι, ο πλειοψηφικός κανόνας έχει αφήσει το στίγμα του. Επειδή, σύμφωνα με τον πλειοψηφικό κανόνα, οι λιγότερες ψήφοι απορροφώνται από τις περισσότερες αναδεικνύοντας μόνο ένα τελικό νικητή, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο για ανεξάρτητους υποψήφιους ή υποψήφιους τρίτου κόμματος να συναγωνιστούν τους υποψήφιους που προέρχονται μέσα από τους κόλπους των δύο μεγάλων κομμάτων, δηλαδή των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών. Αλλά, η πορεία δεν σταματάει εκεί. Οι ψηφοφόροι ή οι χρηματοδότες, επειδή γνωρίζουν ότι η ψήφος τους ή η χρηματική τους συνεισφορά δεν θα βρει αντίκρισμα, μέσω της υποστήριξης ενός ανεξάρτητου υποψήφιου ή ενός υποψήφιου τρίτου κόμματος, επιλέγουν να δώσουν την στήριξή τους σε κάποιον υποψήφιο που θα έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, και που συνήθως είναι υποψήφιος με κάποιο από τα δυο μεγάλα κόμματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επικράτησης του δικομματισμού αποτελεί και το γεγονός ότι, στις προεδρικές εκλογές, δεν κατάφερε ποτέ κανένας ανεξάρτητος υποψήφιος ή υποψήφιος τρίτου κόμματος να αναδειχθεί ως πρόεδρος. Αν στην παραπάνω εξίσωση του δικομματισμού, προστεθούν και οι φραγμοί που θέτουν, συνήθως, τα δύο μεγάλα κόμματα σε ανεξάρτητες υποψηφιότητες ή σε τρίτα κόμματα, όπως η συλλογή μεγάλων αριθμών υπογραφών (π.χ. 3%) ή τα πολύ υψηλά τέλη, που πρέπει να προσκομίζουν αυτοί οι υποψήφιοι, τότε γίνεται ακόμα πιο φανερό, γιατί δεν ευνοείται η θέση υποψηφιότητας οπουδήποτε αλλού, πέρα από τους κόλπους των δύο μεγάλων κομμάτων.

Lobbying

Ο κύριος σκοπός ενός ατόμου, το οποίο ασχολείται με την δραστηριότητα που ονομάζεται “Lobbying” είναι να κάνει γνωστές τις ανησυχίες του σε κάποια πολιτική ατζέντα, να επηρεάσει τη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων, είτε σε εκτελεστικό, νομοθετικό, ομοσπονδιακό ή πολιτειακό επίπεδο ή και ακόμα να αποκλείσει την δημιουργία κάποιας πολιτικής απόφασης. Το 2016, δαπανήθηκαν παραπάνω από τρία δισεκατομμύρια δολάρια, που προέρχονταν από τον χώρο του lobbying, το 2018 περίπου 3,4 δις, ενώ το 2012 περίπου 6,3 δις. Επειδή, λοιπόν, μια πολιτική εκστρατεία είναι συνήθως εξαιρετικά δαπανηρή και επειδή, στις Η.Π.Α. είναι παράνομο οι πολιτικοί να λαμβάνουν χρήματα άμεσα από τους χρηματοδότες, έχουν δημιουργηθεί εταιρίες lobbying, οι οποίες προσφέρουν υψηλές οικονομικές δωρεές και οργανώνουν εράνους για εκλεγμένους αξιωματούχους ή υποψήφιους, προκειμένου να αγοράσουν επιρροή για τους πελάτες τους, οι οποίοι δεν μπορούν να κάνουν άμεσα την δωρεά. Ενώ η δραστηριότητα lobbying αποτελεί ένα συνταγματικό δικαίωμα, που προστατεύεται από την πρώτη τροπολογία του Αμερικανικού συντάγματος, ο χώρος αυτός έχει κυριαρχηθεί, σχεδόν εξ ολοκλήρου, ειδικά μετά τις δεκαετίες του 60΄και 70΄, από ιδιωτικές εταιρείες και βιομηχανικούς ομίλους, συχνά προς βλάβη άλλων κοινωνικών συμφερόντων.

Επιπρόσθετα, όμως, η εκλογή κάποιου αντιπροσώπου στη Βουλή των Αντιπροσώπων ή στην Γερουσία δεν είναι μια φθηνή διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία, που προέρχονται από τις εκλογές του 2012, ο μέσος υποψήφιος αντιπρόσωπος για την Βουλή συγκέντρωσε 1,689,580 δολάρια από συνεισφορές σε εκστρατείες, δηλαδή περίπου 2,315 δολάρια καθημερινά. Από την άλλη, ο μέσος υποψήφιος για την Γερουσία συγκέντρωσε περίπου 10,467,451 δολάρια, δηλαδή περίπου 14,351 δολάρια καθημερινά. Ο καθηγητής της νομικής σχολής του Harvard, Lawrence Lessig, εκτιμά ότι ο μέσος πολιτικός ξοδεύει περίπου το 30% με 70% του χρόνου του για τη συλλογή χρημάτων για πολιτικές εκστρατείες. Επίσης, ο ίδιος επισήμανε ότι, για να συμμετέχεις σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία, προκριματική ή γενική, πρέπει να έχεις συγκεντρώσει απαραίτητα ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσό, που συνήθως μόνο πλούσιοι δωρητές, εταιρείες ή ομάδες συμφερόντων μπορούν να το προσφέρουν και οι οποίοι αντιστοιχούν σε ποσοστά που κυμαίνονται κάτω από το 5%, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Αποκάλεσε αυτό το φαινόμενο ως “Tweedism”, από το όνομα του William Tweed, ενός Αμερικανού πολιτικού του 19ου αιώνα, ο οποίος είχε πει ότι, «Δεν με ενδιαφέρει ποιος κάνει την εκλογή, όσο εγώ μπορώ να θέτω την υποψηφιότητα».

(η συνέχεια στο δεύτερο μέρος…)


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Παλαιοκαστρίτης
Παναγιώτης Παλαιοκαστρίτης
Γεννήθηκε το 1992 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Σπουδάζει Νομική στο ΑΠΘ. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά. Έχει έντονο ενδιαφέρον για την Πολιτική Φιλοσοφία, την Ιστορία, την Κοινωνιολογία και τις διεθνείς σχέσεις. Φιλοδοξεί να αποκτήσει ένα μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία. Τέλος, ως χόμπι έχει την ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες.