20.8 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΤα Μουσεία ως «καθρέπτες» του μετααποικιακού κόσμου

Τα Μουσεία ως «καθρέπτες» του μετααποικιακού κόσμου


Της Εύας Μόσχου,

Ο 20ος αιώνας έφερε αλλαγές στην πολιτική ανά την υφήλιο. Οι μεγάλες Μητροπόλεις και το δίκτυο των αποικιών τους κατέρρευσε, με αποτέλεσμα την ανάδυση νέων εθνών, που έκαναν τα πρώτα τους βήματα ως αυτόνομοι οργανισμοί. Τι σχέση μπορεί να έχει όμως η μετααποικιακή περίοδος με τα μουσεία; Είναι γνωστό ότι τα μουσεία του δυτικού κόσμου κατέχουν στις συλλογές τους αντικείμενα και ανθρώπινα λείψανα, σπαράγματα της αποικιοκρατίας. Τα νέα, λοιπόν, κράτη που προέκυψαν έθεσαν ζητήματα επιστροφής σημαντικών πολιτιστικών αγαθών τους και ανθρωπίνων υπολειμμάτων στους πατρογονικούς τόπους. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί συσπειρώθηκαν με σκοπό την αποαποικιοποίηση των μουσείων. Είναι όμως κάτι τέτοιο ορθό απέναντι στο δικαίωμα της ισότητας; Το δίλημμα που τίθεται είναι το εξής: Ανάπτυξη της επιστήμης με σκοπό την πρόοδο της κοινωνίας ή σεβασμός στους ανθρώπους που αποζητούν φόρο τιμής για τους προγόνους τους;

Πώς ορίζονται οι αυτόχθονες λαοί;

Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών του 1993, ως αυτόχθονες λογίζονται οι εξής: Πρόκειται για λαούς ή έθνη που έχουν ιστορική συνέχεια με τις προαποικιακές κοινωνίες. Επιζητούν τη μετάδοση της εθνικής τους ταυτότητας αναλλοίωτης στις μετέπειτα γενιές. Η ιστορική τους συνέχεια με τις προ-εισβολικές κοινωνίες εντοπίζεται: α) στην κατοχή προγονικών γαιών, β) στην κοινή καταγωγή με τους αρχικούς κατοίκους, γ) στη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα και δ) στη γλώσσα.

Γιατί οι αυτόχθονες αποδίδουν τόσο μεγάλη σημασία στην επιστροφή;

Οι ιθαγενείς αποτελούν το 5% του πληθυσμού του κόσμου. Υπάρχουν τουλάχιστον 5.000 διαφορετικοί λαοί σε εβδομήντα χώρες ανά τον πλανήτη. Επομένως, πρέπει να σκεφτούμε: Ποιος ήταν ο αντίκτυπος της επιβολής εξουσίας σε αυτούς τους λαούς; Πώς τα λείψανα ή τα αντικείμενα εξαφανίστηκαν από τους τόπους τους; Μήπως η συνέχιση της ύπαρξης αντικειμένων σε πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις σημαίνει και μια διαχρονική αίσθηση μειονεκτικότητας για τους ιθαγενείς; Και, τελικά, μήπως ο δυτικός πολιτισμός έχει μια τελείως διαφορετική αντίληψη της αξίας των αντικειμένων των ιθαγενών;

Διαδήλωση ιθαγενών από τα νησιά του Πάσχα έξω από το Βρετανικό Μουσείο, 2008.

Φυσικά, δεν υπάρχει μία και μόνο σωστή απάντηση στα ερωτήματα. Μελετητές έχουν εκθέσει κατά καιρούς τις απόψεις τους, πολλές φορές δίχως να φθάσουν σε τελικό συμπέρασμα. Τον Μάιο του 2001, η Βρετανική Κυβέρνηση συγκρότησε μια Ομάδα Εργασίας για τα Ανθρώπινα Κατάλοιπα προκειμένου να εξεταστεί τι συμβαίνει σε μουσεία και γκαλερί. Η έρευνα έδειξε πως από τα 146 μουσεία στην Αγγλία τα 132 είχαν στις συλλογές τους ανθρώπινα κατάλοιπα για μελέτη. Η κατοχή ευαίσθητων αγαθών θεωρείται ηθική, σύμφωνα με τον Κώδικα του ICOM, μόνο εφόσον υπάρχει μέριμνα για τη φύλαξη και τη συντήρηση. Η συζήτηση μπορεί να μην κατέληξε σε απόφαση επαναπατρισμού ή μη, αποτέλεσε όμως ένα καλό έρεισμα για περισσότερη σκέψη.

“Churinga”, Βραζιλία

Αναλογιζόμενοι την αναγκαιότητα ή μη της αποαποικιοποίησης των μουσείων, βρισκόμαστε σε ένα δίπολο, καθώς διαφορετική άποψη θέτουν τα μουσεία-αποδέκτες και διαφορετική οι χώρες-πηγές προέλευσης. Αν και μας φαίνεται περίεργο το να μην υπάρχει κοινή πολιτική, είναι απολύτως φυσικό, καθώς κατά τη δυτική αντίληψη τα ανθρώπινα κατάλοιπα ή τα αντικείμενα δεν είναι εγγενώς ιερά, αλλά αποκτούν την ιδιότητα αυτή συνδεόμενα με μια ισχυρή προσωπικότητα (πολιτικό ή θρησκευτικό ηγέτη). Αντιθέτως, απλά αντικείμενα, κατασκευασμένα από λίθο ή ξύλο, μπορεί να θεωρηθούν ιερά, απλά και μόνο επειδή λειτουργούν ως μέσο περάτωσης τελετουργιών. Τέτοια αντικείμενα θεωρούνται και τα “churinga”, εξαιρετικά θαυμαστά για τους Αβορίγινες της Αυστραλίας.

Συνεχίζοντας, λανθασμένα θεωρούμε πως το ζήτημα της επιστροφής επηρεάζει αποκλειστικά τους ιθαγενείς. Απλά σε χώρες που έχουν αποικισθεί το θέμα διογκώνεται. Διογκώνεται, καθώς ανάμεσα στους λαούς επικρατεί η αντίληψη ότι τα αντικείμενά τους κλάπηκαν προκειμένου να τονιστεί περισσότερο η υπεροχή των δυτικών Ευρωπαίων. Οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν πως, ανακτώντας τα ερείπια των προγόνων τους, των οποίων την απομάκρυνση ήταν ανίκανοι να αποτρέψουν, θα μπορέσουν εκ νέου να κυριαρχήσουν στην κληρονομιά τους.

Βέβαια, μια μερίδα μελετητών στην Ομάδα Εργασίας που ήδη αναφέρθηκε προχωρά και σε μια άλλη πτυχή του επαναπατρισμού. Βλέπει τη διαδικασία από πολιτική σκοπιά. Πιθανώς μια τέτοια χρονοβόρα και επιβλαβής για τις συλλογές και την επιστημονική κοινότητα διαδικασία να έρχεται ως απότοκο της αποτυχίας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στην προσπάθεια ενσωμάτωσης των ιθαγενών στον πυρήνα της αμερικανικής κοινωνίας.

Η περίπτωση του Colonial Museum

Παραμένοντας στις ακραίες απόψεις περί απομάκρυνσης αντικειμένων των ιθαγενών, ας δούμε μια περίπτωση μετάβασης μουσείου από αποικιακό σε μεταποικιακό. Το Colonial Museum ιδρύθηκε στην πόλη Haarlem της Ολλανδίας, το 1864. Σχεδιάστηκε για να προσφέρει στο κοινό μια εικόνα της ζωής στις αποικίες της Ολλανδίας (Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, σήμερα Δημοκρατία της Ινδονησίας). Εστίαζε περισσότερο στον μόχθο των ανθρώπων για την παραγωγή πρώτων υλών, υπογραμμίζοντας την απλή τεχνολογία των αυτόχθονων, εν αντιθέσει με την πιο εξελιγμένη δυτική τεχνολογία. Το 1950, το Colonial Museum μετονομάστηκε σε Tropenmuseum, με έδρα πλέον το Άμστερνταμ. Το μουσείο αφιερώθηκε στην αύξηση της διαπολιτισμικής συνείδησης. Τοποθέτησε το ακροατήριό του, που πλέον ταξίδευε και είχε επίγνωση του κόσμου, σε πρώτο πλάνο και το άφησε ελεύθερο να γνωρίσει και να εκτιμήσει νέα έθνη, δίχως παρωχημένες αντιλήψεις, αλλά με έμφαση στον άνθρωπο και τα κατορθώματά του.

Πέραν όμως των ακραίων αντιλήψεων, τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται πως σε πολλά μέρη του κόσμου τα μουσεία και οι αυτόχθονες λαοί αρχίζουν να επεξεργάζονται συμπράξεις για την αποκατάσταση των ισορροπιών, όχι εις βάρος της επιστημονικής κοινότητας και μελέτης, αλλά σεβόμενοι ο ένας τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του άλλου.

Πώς μπορούμε όμως να το δούμε αυτό στην πράξη;

Το 1988 στο Οντάριο πραγματοποιήθηκε η έκθεση “Fluffs and Feathers”. Η έκθεση παρουσίαζε τους ιθαγενείς πληθυσμούς, στηριζόμενη στα στερεότυπα που έχουν αποδοθεί από τους «λευκούς» ντόπιους στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο κλπ. Σκοπός ήταν το κοινό να έρθει σε αλληλεπίδραση με τις κοινότητες αυτές και να αντιληφθεί την παραμόρφωση που υφίσταται μια κουλτούρα της οποίας τα σύμβολα παραχαράσσονται, λόγω αδυναμίας αντίληψης των βαθύτερων πεποιθήσεών της.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Τζώρτζη, Κ., 2010, «Ανθρώπινα κατάλοιπα ως μουσειακά εκθέματα. Νέες τάσεις στην εκθεσιακή πρακτική και επικοινωνιακή πολιτική», Αρχαιολογία και Τέχνες, τ. 117, σ. 69-77.
  • Bryony, K., “Human Remains: Objects to Study or Ancestors to Bury?”, Clinical Medicine, Vol. 4, No. 5, (2004), σ. 465-467.
  • Edson, G., Museum Ethics, Λονδίνο 1997.
  • Gazi, A., 2014, Museum Ethics. An Overview of Major issues, Journal of Conservation and Museum Studies, 12(1):4, σ.1-10.
  • ICOM, (επιμ.), Κώδικας Δεοντολογίας του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων, Ελληνικό Τμήμα, Αθήνα 2009.
  • Marstine, J., Routledge Companion to Museum Ethics, Redefining Ethics for the 21st century Museum, Λονδίνο 2012.
  • Pearce, S., (επιμ.), Interpreting Objects and Collections, Λονδίνο 1994.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εύα Μόσχου
Εύα Μόσχου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης. Το 2019 πραγματοποίησε την πρακτική της άσκηση στο Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας Κώστα Κοτσανά, στο Κολωνάκι. Συμμετέχει ενεργά σε σεμινάρια σχετικά με την Τέχνη και τη Μουσειολογία, ενώ επόμενος στόχος της είναι ένα μεταπτυχιακό στον τομέα του Πολιτισμού.