Του Θάνου Κουλουβάκη,
Δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν προσπαθήσει και εξακολουθούν να προσπαθούν να βρουν το νόημα της ζωής. Αυτή η προσπάθεια, βέβαια, γίνεται δίχως να έχουμε έναν κοινό ορισμό γι’ αυτό· δηλαδή έναν καθολικό ορισμό που θα μας βοηθούσε να το κατανοήσουμε – ή να κατανοήσουμε τι ακριβώς αναζητούμε. Λόγω αυτού, αντιλαμβανόμαστε ότι η συγκεκριμένη αναζήτηση έχει καταλήξει σε πολλές περιπτώσεις να μην αποτελεί μια προσπάθεια κατανόησης της ύπαρξης της ανθρωπότητας εν γένει, αλλά της ίδιας της ατομικότητας αυτού που το αναζητεί.
Η κατάσταση που περιγράφεται παραπάνω είναι αν μη τι άλλο αναπόφευκτο να συμβεί. Είναι πολύ δύσκολο, όταν αναζητούμε μία απάντηση σε ένα αιώνιο ερώτημα, να μην βάλουμε τον εαυτό μας -όχι τόσο στη θέση του αναζητητή- αλλά πολύ περισσότερο στη θέση του ενδιαφερόμενου. Αυτό σημαίνει ότι σταδιακά σταματάμε να ψάχνουμε μια καθολική απάντηση που θα γίνει αποδεκτή από όλους -ή τους περισσότερους- ανθρώπους και στρέφουμε το ενδιαφέρον σε εμάς και στις δικές μας ανάγκες. Έτσι, η απάντηση που θέλουμε να βρούμε πρέπει να σχετίζεται με εμάς· με τις δικές μας επιθυμίες, τις δικές μας επιδιώξεις, τα δικά μας όνειρα.
Βεβαίως, οι δικές μας ανάγκες, η ίδια μας η ύπαρξη ολότελα, επηρεάζονται αναπόφευκτα από το κοινωνικό σύνολο. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να την αντιμετωπίζουμε ως μια ξεχωριστή οντότητα, η οποία υπάρχει εκτός των πλαισίων της κοινωνίας. Επομένως, οτιδήποτε αντιμετωπίζουμε ως δική μας -ξεχωριστή- ανάγκη σε καμία περίπτωση δεν είναι μονάχα δική μας· σίγουρα κι άλλα άτομα αισθάνονται ότι έχουν την ίδια ανάγκη, την ίδια επιθυμία με εμάς. Ως εκ τούτου, είναι δεδομένο ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το νόημα της ζωής.
Η αναζήτηση του νοήματος αυτού δεν μπορεί να υφίσταται αυτόνομα – ανεξάρτητα από την κοινωνία· αντιθέτως, λαμβάνει χώρα μέσα σε αυτή και διεξάγεται από άτομα που ζουν εντός της. Συνεπώς, η εν λόγω αναζήτηση επηρεάζεται από τον χωροχρόνο στον οποίο διεξάγεται καθώς και από τα άτομα που τη διεξάγουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η απάντηση στο πολυσυζητημένο αυτό ερώτημα να είναι πάντοτε ρευστή και να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι κοινώς αποδεκτή.
Προσωπικά, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αυτή η ρευστότητα -η έλλειψη της βεβαιότητας ότι υφίσταται μία απάντηση που θα ικανοποιούσε τους πάντες- είναι ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό που κάνει την ερώτηση εξ αρχής ελκυστική. Διότι, σε κάθε περίπτωση μπορούμε να βρούμε νοήματα της ζωής. Αυτό που είναι δύσκολο είναι να βρεθεί το καθολικό, το μοναδικό νόημα που όλοι και όλες θα αποδέχονται σε οποιαδήποτε εποχή και σε οποιονδήποτε τόπο. Συνεπώς, πέραν του ότι είναι κατά πάσα πιθανότητα αδύνατο να βρει κάποιος άνθρωπος το νόημα της ύπαρξης που όλοι οι συνάνθρωποί του θα αντιμετωπίζουν επίσης ως τέτοιο, θεωρώ πως θα ήταν πλήρως δεσμευτικό να ξέρουμε τι ακριβώς πρέπει να επιδιώκουμε στη ζωή μας. Φανταστείτε πόσο δεσμευμένοι και δεσμευμένες θα ήμασταν, αν από την αρχή της ζωής μας υπήρχε ένα προκαθορισμένο νόημα σε αυτήν, ένας στόχος που αναγκαστικά θα έπρεπε να πετύχουμε.
Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι η μαγεία του να προσπαθούμε να βρούμε απαντήσεις στο συγκεκριμένο ερώτημα αλλά ακόμα και του να το συζητάμε έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι γνωρίζουμε πως οι απαντήσεις μας δεν θα μπορέσουν ποτέ να καλύψουν όλους τους ανθρώπους. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και συγκυρίες ίσως να μην κάλυπταν ούτε εμάς τους ίδιους.