10.8 C
Athens
Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΑνώτατο Δικαστήριο: Το SCOTUS ως ενίσχυση ή τροχοπέδη ενός Προέδρου;

Ανώτατο Δικαστήριο: Το SCOTUS ως ενίσχυση ή τροχοπέδη ενός Προέδρου;


Της Μαριλένας Γιαννίκα,

Το προσωνύμιο «πλανητάρχης» είναι συνυφασμένο με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής σε τέτοιο βαθμό, που πλέον οι δύο όροι είναι ταυτόσημοι. Παρά τις αδιάλειπτες ανακατατάξεις στο διεθνές επίπεδο, ο όρος αυτός δεν έχασε ποτέ την αίγλη του -ίσως μόνο λίγη από τη βαρύτητά του. Σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, το πρόσωπο του Αμερικανού Προέδρου αντικατοπτρίζει την απόλυτη υπεροχή και δύναμη, ικανότητα να δρα κατά το δοκούν χωρίς -ενδεχομένως- καν την υποχρέωση λογοδοσίας. Όλα αυτά, σαφώς, έχουν μία δόση αλήθειας, και κατ’ επέκταση, για να μπορεί να ελεγχθεί ένα πολιτειακό όργανο τέτοιου βεληνεκούς, απαιτείται η θεσμοθέτηση ενός άλλου αντιπάλου δέους με ανάλογη υπεροχή και σημαντικότητα. Στην περίπτωση των Η.Π.Α., τα προαπαιτούμενα αυτά «γέννησαν» το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είναι το ανώτατο δικαστικό όργανο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σύστασή του, όπως ορίζεται από το Δικαστικό Νόμο του 1869, αποτελείται από τον Αρχιδικαστή (Chief Justice) των Ηνωμένων Πολιτειών και οκτώ δικαστές (Associate Justices), με την απαρτία να συμπληρώνεται με έξι εξ’ αυτών. Οι δικαστές έχουν το προνόμιο της ισοβιότητας από τον διορισμό τους. Το άρθρο II του Συντάγματος παρέχει (μεταξύ άλλων) στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών την αποκλειστική εξουσία να διορίζει, με τη συμβουλή και την απαραίτητη έγκριση της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, τους δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η απαιτούμενη πλειοψηφία εκλογής ορίζεται στα 3/5 της Γερουσίας, δηλαδή 60 ψήφοι. Η λύση αυτή επιδιώχθηκε προκειμένου οι δικαστές να χαίρουν ευρείας εκτίμησης από όλα τα κόμματα της Γερουσίας. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η πραγματικότητα στην εκλογή των δύο νέων Associate Justices το 2017 από την -τότε- ρεπουμπλικανική (στην πλειοψηφία) Γερουσία, που ακολούθησε την επίκληση του “nuclear option”, της δυνατότητας δηλαδή της ενεργούσας Γερουσίας να υπερκεράσει έναν κανόνα του Καταστατικού και να δράσει κατά το δοκούν. Εν προκειμένω, λοιπόν, η Γερουσία όρισε πως η πλειοψηφία που απαιτείται για την εκλογή των Δικαστών είναι η απλή (51% των ψήφων) και όχι η απόλυτη, διορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο με μεγάλη ευκολία τους δύο καθαρά «τραμπικούς» υποψηφίους στις θέσεις των Associate Justices.

Η κίνηση αυτή, αν και ήταν βέβαιο πως θα επιφέρει πολιτικό κόστος στον τότε νεοεκλεγέντα Πρόεδρο, μακροπρόθεσμα θα έφερνε περισσότερα οφέλη. Πού συνίστανται όμως αυτά τα οφέλη, για τα οποία είναι ανεκτό να προβεί κάποιος σε μία ολωσδιόλου αμφιλεγόμενη πολιτική κίνηση; Γιατί να μην επιλεγούν Δικαστές που χαίρουν ευρείας εκτίμησης και αποδοχής; Η απάντηση στα ερωτήματα είναι απλή· Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει πάρα πολλές εξουσίες -γενικά, και έναντι του Προέδρου-, σε βαθμό που θα ήταν αφελές για τον πλανητάρχη (από την στιγμή που το Κόμμα του διαθέτει την πλειοψηφία της Γερουσίας) να μην επιδιώξει τη διατήρηση μόνιμων συμμάχων στη σύνθεσή του. Σύμμαχοι που είτε θα ευνοήσουν την τώρα θητεία του είτε θα «εμποδίσουν» μελλοντικές ανεπιθύμητες δράσεις άλλου Προέδρου, λόγω του προνομίου της ισοβιότητας που αποκτούν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εμπόδισης της δράσεως του Προέδρου αποτελεί η πρόσφατη απόφαση περί αντισυνταγματικότητας της προσπάθειας του Trump να καταργήσει το θεμελιωθέν επί Obama πρόγραμμα “DACA”, το οποίο προστατεύει από την απέλαση περίπου 800.000 νέους, αποκαλούμενους «Ονειροπόλους» (“Dreamers”), που εισήλθαν στις Η.Π.Α. παράνομα όταν ήταν παιδιά. Η απόφαση αντισυνταγματικότητας της κατάργησης του προγράμματος λήφθηκε με πλειοψηφία 5-4, υποδεικνύοντας πως η επιλογή ένταξης δύο προσφιλών δικαστών το 2017 βρήκε αντίκρισμα, απλά όχι αρκετό.

Ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. αδιαμφισβήτητα αποτελεί τον κατεξοχήν παράγοντα καθορισμού των εξελίξεων στην υφήλιο κατά τα τελευταία εκατό χρόνια, και προβλέπεται πως θα παραμείνει στη θέση αυτή για τουλάχιστον εκατό ακόμη. Αυτά ισχύουν για το διεθνές επίπεδο· πώς αντιπροσωπεύει, ωστόσο, αυτή η εικόνα την πραγματικότητα του εσωτερικού του κράτους; Μήπως το προσωνύμιο του «πλανητάρχη» δεν πρέπει να δοθεί αποκλειστικά σ’ ένα πρόσωπο, αλλά αντ’ αυτού να αντιπροσωπεύει ολόκληρο το σύστημα που τον στηρίζει, διορθώνει -ακόμη και περιορίζει; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι απολύτως θετική.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


Mαρία-Ελένη Γιαννίκα

Γεννημένη το 2000 στην Αθήνα και απόφοιτος του Πειραματικό Λύκειο Πανεπιστημίου Πατρών. Πλέον σπουδάζει στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο τμήμα Νομικής. Διαθέτει αρκετές εμπειρίες σε ρητορικούς διαγωνισμούς, legal clinics και συνέδρια προσομοίωσης, με συμμετοχή σε προσομοιώσεις των Ηνωμένων Εθνών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της UNESCO, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. Μιλάει άριστα αγγλικά και γερμανικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαριλένα Γιαννίκα
Μαριλένα Γιαννίκα
Γεννημένη το 2000 στην Αθήνα και απόφοιτος του Πειραματικό Λύκειο Πανεπιστημίου Πατρών. Πλέον σπουδάζει στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο τμήμα Νομικής. Διαθέτει αρκετές εμπειρίες σε ρητορικούς διαγωνισμούς, legal clinics και συνέδρια προσομοίωσης, με συμμετοχή σε προσομοιώσεις των Ηνωμένων Εθνών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της UNESCO, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. Μιλάει άριστα αγγλικά και γερμανικά.