22.1 C
Athens
Κυριακή, 13 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΔιαφορές θρησκευτικού φονταμενταλισμού και Ιερού Πολέμου (Τζιχάντ) και η συμβολή του Διαθρησκειακού...

Διαφορές θρησκευτικού φονταμενταλισμού και Ιερού Πολέμου (Τζιχάντ) και η συμβολή του Διαθρησκειακού Διαλόγου


Της Ανθής Αγγελοπούλου,

Φονταμενταλισμός είναι μία μορφή επιστροφής στον συντηρητισμό έναντι του σύγχρονου εκκοσμικευμένου κόσμου. Αποδίδεται στον διεθνή όρο “fundamentalism” (ο οποίος προέρχεται από το λατινικό fundamentum= θεμέλιο). Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την απόλυτη προσήλωση σε αυστηρό πλαίσιο θεμελιωδών κανόνων, οι οποίοι εκφράζουν είτε μία θρησκεία είτε μία ιδεολογία. Επιπλέον, υπάρχει συσχέτιση της θρησκείας με τον φανατισμό, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτόν, διότι ο φανατισμός χρησιμοποιεί τη θρησκεία για να ολοκληρώσει και να επιτύχει τον στόχο του. Η σχέση θρησκείας και φανατισμού δεν είναι αμφίδρομη.

Οφείλει την καταγωγή του στο δωδεκάτομο βιβλίο που εξέδωσαν οι προτεστάντες Μίλτον και Λάιμαν Στιούαρντ μεταξύ 1910 και 1915. Ο όρος φονταμενταλισμός είναι χριστιανικής προέλευσης, πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα σε μία συντηρητική χριστιανική αίρεση ευαγγελιστών στις Η.Π.Α. και συγκεκριμένα στο Λος Άντζελες, όπου ακόμη και σήμερα επηρεάζει τόσο τη θρησκευτική ζωή, όσο και την πολιτική της χώρας. Επιπλέον, ο χριστιανικός φονταμενταλισμός διακρίθηκε σε δύο κατηγορίες: α) στον ορθολογικό και β) στον χαρισματικό. Ο πρώτος επιδιώκει τον εξορθολογισμό της ζωής, με βάση τις θρησκευτικές αρχές, ενώ ο δεύτερος αντιστέκεται σε κάθε εκσυγχρονιστική τάση στην εκκλησιαστική ζωή, το τελετουργικό, τη διδασκαλία, το ήθος, την οργάνωση.

Κατά την δεκαετία του 1930 εμφανίστηκαν αρκετοί οπαδοί του χριστιανικού φονταμενταλισμού, οι οποίοι ίδρυσαν ανεξάρτητες εκκλησίες, ενώ παράλληλα ο φονταμενταλισμός είχε γίνει συνώνυμος με την έλλειψη πνευματικότητας και τον εξτρεμισμό. Το 1940 εμφανίζεται η αίρεση των νέο-ευαγγελιστών, που σκοπό είχε την ένωση των δυνάμεων και την προβολή των απόψεων των φονταμενταλιστών, μέσω ραδιοφωνικών εκπομπών και δημοσιεύσεων ειδικών σχολών. Από την δεκαετία του 1970 και εντεύθεν, οι φονταμενταλιστές προέβαλαν θέσεις και σε πολιτικά θέματα. Το 1985, η αστυνομία αποπειράθηκε να εισβάλει σε ένα φονταμενταλιστικό κοινόβιο, στο οποίο υπήρχε πολεμικός εξοπλισμός, με αποτέλεσμα τα μέλη του κοινοβίου να οδηγηθούν σε ομαδική αυτοκτονία. Το 1993, δύο μέλη μίας νέας ομάδας, οι οποίοι ήταν οπαδοί του Δαυίδ, ανατίναξαν με εκρηκτικά ένα κτήριο, με αποτέλεσμα να πεθάνουν 168 άτομα. Σήμερα βέβαια ο όρος «φονταμενταλισμός» έχει ταυτιστεί με ορισμένες τρομοκρατικές οργανώσεις του Ισλάμ.

Η ιδιότυπη αυτή συμπεριφορά έχει ως αποτέλεσμα να προσεταιριστεί από ορισμένες αντιδραστικές και τρομοκρατικές οργανώσεις του Ισλάμ. Οι φονταμενταλιστές είναι συνήθως κλειστές θρησκευτικές και πολιτικές κινήσεις με ενιαίο πρόγραμμα και ακραίες θέσεις. Οι οπαδοί τους προσκολλώνται, όπως και οι χριστιανοί εξτρεμιστές, στην κατά γράμμα ερμηνεία των γραφών τους. Απορρίπτουν κατηγορηματικά κάθε μορφή νεωτερικότητας, καθώς και τον εκκοσμικευμένο κόσμο της μουσουλμανικής κοινωνίας.

Η κύρια θέση του ισλαμικού φονταμενταλισμού είναι η απέχθεια προς το κάθε τι δυτικό. Αντιδρούν και στρέφονται εναντίον της εκκοσμίκευσης της δυτικής παράδοσης, της ηθικής, καθώς και σε ό,τι άλλο είναι ξένο προς την ισλαμική κοινότητα. Ως όπλο, χρησιμοποιούν τον ιερό πόλεμο (Τζιχάντ) για να υπερασπιστούν την ισλαμική παράδοση, αλλά και την ισλαμική κυριαρχία. Εξτρεμιστικές οργανώσεις, όπως για παράδειγμα είναι οι αδελφοί μουσουλμάνοι της Αιγύπτου, η Αλ-Κάιντα και άλλες, θεωρούν και κατηγορούν την Δύση, ότι συνωμοτεί κατά του Ισλάμ και επιδιώκει την καταστροφή του. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εξτρεμιστές αποτελούν τη μειονότητα του ισλαμικού κόσμου, αφού αγγίζουν λιγότερο του είκοσι τις εκατό. Επιπλέον, οι φονταμενταλιστές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) σε εκείνους που θέλουν να τηρήσουν τις αρχές της ισλαμικής πίστης, αλλά δεν υιοθετούν την βία, και β) σε εκείνους, οι οποίοι έχουν άκαμπτη, αδιάλλακτη και ολοκληρωτική προσήλωση στις αρχές της μουσουλμανικής θρησκείας.

Αντίθετα, «τζιχάντ» σημαίνει «ο έντονος ιερός αγώνας». Αποτελεί ατομικό και συλλογικό καθήκον για τον κάθε μουσουλμάνο, που αποσκοπεί στην κυριαρχία και την εξάπλωση «των δικαίων τού θεού» σε όλη τη γη. Αποτελεί μαρτυρία του κάθε μουσουλμάνου, όταν βέβαια το Ισλάμ απειλείται. Σύμφωνα με τους μυστικούς του Ισλάμ, των οποίων η ερμηνεία είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, τζιχάντ σημαίνει τον ακατάπαυστο εσωτερικό αγώνα εναντίον των παθών, τα οποία κρατούν δέσμιους τους ανθρώπους και όχι ελεύθερους. Ιερός Πόλεμος είναι ο αγώνας για τον κάθε μουσουλμάνο, ο οποίος έχει το καθήκον να υπερασπιστεί τα δίκαια της πίστης του. Η τζιχάντ είναι ακατανόητη μεταξύ μουσουλμάνων, αν και δεν είναι λίγες οι φορές που έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο στο παρελθόν. Πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι δεν είναι αναγκαστική η επίθεση σε μη μουσουλμανικούς λαούς, αν και δεν έχουν λείψει τέτοιου είδους επιθέσεων.

Ο πόλεμος στο όνομα του Αλλάχ θεωρείται υποχρέωση του κάθε πιστού του, καθώς ο κάθε πιστός που έχει σκοτώσει αλλόθρησκο ή έχει σκοτωθεί στον Ιερό Πόλεμο έχει εξασφαλίσει μία θέση στον παράδεισο (Κοράνιο, 9, 111), καθώς συγχωρούνται οι αμαρτίες του. Κίνητρο των πιστών δεν αποτελεί μόνο η άφεση των αμαρτιών, αλλά και οι άφθονες απολαύσεις και απολαβές του παραδείσου.

Επιπροσθέτως, σε ορισμένα χαντίθ αναφέρεται ως «μοναχισμός του Ισλάμ», «πράξη αγνής αφοσίωσης», καθώς και μία από τις «πύλες του παραδείσου». Η έννοια της τζιχάντ χρησιμοποιήθηκε για να προάγει την αφοσίωση των πιστών, αλλά και την διεξαγωγή του πολέμου, ως προς την υπεράσπιση της θρησκείας ή τον προσηλυτισμό. Κατά τη διάρκεια της ισλαμικής ιστορίας πολλοί πόλεμοι εναντίον των αλλόθρησκων ονομάστηκαν τζιχάντ για να αποκτήσουν θρησκευτική χροιά, παρόλο που προωθούνταν για πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς. Βέβαια σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς του Ισλάμ, ο ιερός πόλεμος θα πρέπει να διεξάγεται μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις: α) δεν πρέπει να προκαλείται από προσωπικούς λόγους και ενδιαφέροντα και να διεξάγεται χάριν αυτών, β) είναι αναγκαία η διεξαγωγή του μόνο για την προστασία της θρησκείας και του γενικού καλού, και γ) οφείλει να προφυλάσσει τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των μουσουλμάνων. Παρ΄ όλα αυτά, υπάρχουν και συγκεκριμένοι όροι που περιορίζουν τη διεξαγωγή του ιερού αγώνα ή πολέμου: α) ο πόλεμος θα πρέπει να διεξάγεται μόνο σε περίπτωση επιθέσεως ξένων δυνάμεων εναντίον των ισλαμικών κρατών. Συνεπώς, αποτελεί αποκλειστικά και μόνο έργο άμυνας και προστασίας, β) ο πόλεμος δεν θα πρέπει να υπερβεί τα όρια, να φονεύσει, δηλαδή, κανείς από εκδίκηση, και γ) είναι απαραίτητο να σταματήσει μόλις αποσυρθεί ο επιτιθέμενος.

Για την καταπολέμηση του θρησκευτικού εξτρεμισμού και της μισαλλοδοξίας σημαντική ήταν η συμβολή της Συνθήκης του Βοσπόρου, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1994 και το 2005 στην Κωνσταντινούπολη, και καταδίκασε κάθε μορφής πολέμου, ιδίως τους πολέμους που γίνονται στο όνομα της θρησκείας. Καταδικάζει επίσης, τη θρησκευτική εκμετάλλευση από τους ισχυρούς για αλλότριους λόγους, απομακρύνοντας την ουσία της θρησκείας και της πίστης. Γι’ αυτό τον λόγο, διατρανώνει τη θέληση και τον ζήλο των εκπροσώπων των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών να συνεργαστούν σύμφωνα με το κάλεσμα του Πατριάρχου, με σκοπό την επικράτηση του πνεύματος, της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και έκφρασης, την ειρήνη των λαών, καθώς επίσης την ανεκτικότητα, τον αλληλοσεβασμό και την αλληλοκατανόηση.

Επιπλέον, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι η λέξη διάλογος προέρχεται από το ρήμα διαλέγομαι και σημαίνει συνομιλία, συζήτηση μεταξύ δύο ατόμων και άνω, καθώς και ανταλλαγή ιδεών, απόψεων, με σκοπό να δοθεί λύση σε κάποιο πρόβλημα, ή να επιτευχθεί μία συμφωνία και να γεφυρωθούν οι τυχόν αντιθέσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο διάλογος χρησιμοποιήθηκε ήδη από τους αρχαίους ελληνικούς διαλόγους και έγινε ευρέως γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Η διαλεκτική τέχνη είναι η επινόηση του Ζήνωνα του Ελαήτη, τον οποίο ο Αριστοτέλης έχει χαρακτηρίσει ως «ευρετήν της διαλεκτικής». Επιπλέον, η τεχνική αυτή είναι Σωκρατική, την οποία τελειοποίησε ο Πλάτων. Ο διάλογος στην ιστορία των θρησκειών αναφέρεται κυρίως σε θέματα λατρείας, πίστης, κοινωνικής και ηθικής ζωής.

Για τον διάλογο της αγάπης και της ειρήνης με τον «πλησίον» των άλλων θρησκευμάτων, είναι αναγκαία η μη άρνηση στο κάθε τι που είναι αξιόλογο των άλλων θρησκειών, όπως επίσης δεν θα πρέπει να υπάρξει η άκριτη αποδοχή στο κάθε τι αξιόλογο. Αυτή είναι και η χρυσή τομή, το σημείο επαφής του διαλόγου. Ο διάλογος χρειάζεται το στοιχείο του «δούναι και λαβείν».


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ανθή Αγγελοπούλου
Ανθή Αγγελοπούλου
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι φοιτήτρια της Θεολογικής σχολής του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με ενεργή συμμετοχή σε πληθώρα σεμιναρίων, συνεδρίων και ημερίδων θεολογικού, πολιτικού, κοινωνιολογικού και παιδαγωγικού περιεχομένου, καθώς έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα. Εστιάζει την έρευνά της κυρίως στον κλάδο της κοινωνιολογίας και ειδικότερα στη θρησκεία και κοινωνία της δεύτερης νεωτερικότητας, καθώς επίσης τρέφει ιδιαίτερο πάθος για τα ανθρώπινα δικαιώματα.