12 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕρμηνεία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας

Ερμηνεία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας


Της Σοφίας Βογά,

Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Συντάγματος (εφεξής Σ), στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ), στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΧΘΔΕΕ) και στο άρθρο 14 παρ. 2 εδ. Β’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (εφεξής ΔΣΑΠΔ). Ουσιαστικά, συνιστά το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων και η ουσιαστική άσκησή του τελεί πάντα υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος θα ενεργοποιηθεί, ώστε να το προστατεύσει, μέσω της λήψης μέτρων και της εισαγωγής των κατάλληλων θεσμών και κανόνων.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική έννομη τάξη, το άρθρο 20 Σ προβλέπει τα εξής:

«Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Από την ανάγνωση της διάταξης αυτής συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης επεδίωξε να κατοχυρώσει τόσο το δικαίωμα της ακρόασης του προσφεύγοντος, ο οποίος έχει το δικαίωμα να αναπτύξει τις απόψεις του ενώπιον των δικαστηρίων, αλλά και το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας Αξίζει να επισημανθεί ότι το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας, δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση τη θετική έκβαση του δικαστικού αγώνα στον αιτούντα και άρα δεν κατοχυρώνει την αποδοχή της ουσιαστικής βασιμότητας του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Στον αντίποδα, η κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας συναρτάται με τον παραδεκτό χαρακτήρα της αίτησης παροχής δικαστικής προστασίας. και συμβάλλει στην εμπέδωση του γεγονότος ότι ο καθένας ανεξάρτητα από το φύλο, την καταγωγή του, την κοινωνική του προέλευση ή την οικονομική του κατάσταση μπορεί να αποταθεί στα δικαστήρια, προκειμένου να προασπίσει τα έννομα συμφέροντά του. Απώτερος σκοπός της προσφυγής αυτής είναι η αποκατάσταση της ισορροπίας της έννομης τάξης, που έχει διαταραχθεί λόγω της ανακύψασας δικαστικής διαφοράς και η κατοχύρωση και αποκατάσταση του θιγέντος δικαιώματος ή συμφέροντος.

Προκειμένου το δικαίωμα δικαστικής προστασίας να μην καθίσταται κολοβό και αίωλο, είναι απαραίτητο η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι πλήρης και αποτελεσματική. Η πληρότητα της δικαστικής προστασίας έχει την έννοια ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά, ανεπίδεκτη δικαστικής κρίσης. Αυτός είναι και ο λόγος, που η εξαίρεση του «κυβερνητικών πράξεων» από τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει δημιουργήσει πλείονες αντιδράσεις, επειδή περιορίζει κατά τρόπο ανεπίτρεπτο την άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Παράλληλα, αποτελεσματική θεωρείται η δικαστική προστασία, όταν παρέχεται σε χρόνο εύλογο και παράλληλα κατά τρόπο ορθό. Από τη μία, δηλαδή, είναι απαιτητέα η ύστερα από ορθή και έλλογη δικανική κρίση επίλυση της διαφοράς σε ένα σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα, ώστε να καθίσταται εφικτή η άμεση επίλυση των ανακυψουσών διαφορών. Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι οι έννοιες της ορθότητας και της ταχύτητας είναι αντίρροπες και αλληλοσυγκρουόμενες. Εξ αυτού του λόγου, εξάλλου, είναι απαραίτητη η στάθμιση μεταξύ των δύο αυτών αντικρουόμενων θέσεων, με σκοπό την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Για την επίτευξη της ορθότητας κατά την απονομή της δικαιοσύνης έχουν θεσπιστεί οι κανόνες, που αφορούν την εκατέρωθεν ακρόαση των διαδίκων, την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, την εφαρμογή των κανόνων απόδειξης, την ερμηνεία και τη συνακόλουθη εφαρμογή των ανά περίπτωση εφαρμοστέων κανόνων δικαίου. Προς την κατεύθυνση, δε, της ταχύτητας κατά την απονομή της δικαιοσύνης, έχουν θεσπιστεί οι κανόνες που αφορούν προθεσμίες, που τίθενται στους διαδίκους, για να προβούν στην άσκηση των δικονομικών τους δικαιωμάτων.

Στη χώρα μας, είναι σύνηθες το φαινόμενο της υπερβολικής καθυστέρησης της εκδίκασης των υποθέσεων, με αποτέλεσμα να θίγεται κατά τρόπο σφοδρό ο πυρήνας του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας. Εξ αυτού του λόγου, δια των άρθρων 53-58 του ν. 4055/2012, έχει εισαχθεί στην ελληνική έννομη τάξη το ένδικο βοήθημα της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, κατόπιν της καταδίκης της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση Αθανασίου κ.λπ. κατά Ελλάδος. Δυνάμει του ενδίκου αυτού βοηθήματος, όποιος θεωρεί ότι η εκδίκαση της υπόθεσής του καθυστέρησε αδικαιολογήτως και διήρκεσε πέραν του εύλογου χρόνου, που ήταν αναγκαίος για τη διακρίβωση των κρίσιμων πραγματικών και νομικών ζητημάτων, δικαιούται να ζητήσει τη δίκαιη ικανοποίησή του.

Σε κάθε περίπτωση, η κατοχύρωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας είναι μείζονος σημασίας και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας δημοκρατικής και ευνομούμενης πολιτείας, που παρουσιάζεται ως προστάτης και θεματοφύλακας των δικαιωμάτων των πολιτών της και λαμβάνει όλα τα πρόσφορα και αναγκαία μέτρα, προκειμένου να διασφαλίζει την ορθή και όσο το δυνατόν ταχύτερη επίλυση των διαφορών, που ανακύπτουν στο πλαίσιο της κοινωνικής συνύπαρξης και ζωής.


Πηγές:
  • Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σελ. 961-974
  • Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Ε.Ε.,2015, σελ.8-10
  • Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016, σελ. 727-744
  • https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagma/article-20/

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.