15 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαBlue Whale Challenge: Ποινική μεταχείριση κατά το ελληνικό δίκαιο

Blue Whale Challenge: Ποινική μεταχείριση κατά το ελληνικό δίκαιο

Της Μαρινιώς Βεργίνη,

Ρωσία, 2016: Ένα 16χρονο κορίτσι αυτοκτονεί πηδώντας από ένα 14όροφο κτήριο. Πριν το θάνατό της δημοσιεύει στο διαδικτυακό προφίλ της τη φράση “Η λογική χάθηκε. Τέλος”.

Σαουδική Αραβία, 2018: Ένας 12χρονος αυτοκτονεί δι’ απαγχονισμού, χρησιμοποιώντας την κουρτίνα του δωματίου του.

Μαρόκκο, 2018: Ένας προπτυχιακός φοιτητής δίνει τέλος στη ζωή του, πηδώντας από την ταράτσα ενός κτηρίου.

Θέλω να παίξω το παιχνίδι”.
Είσαι σίγουρος; Αν ξεκινήσεις, δεν υπάρχει γυρισμός”.
Κι αν θελήσω να σταματήσω”;
Έχουμε όλες σου τις πληροφορίες. Θα σε βρούμε”.

Μέχρι σήμερα, η “Μπλε Φάλαινα”, το διαδικτυακό “παιχνίδι” αυτοκτονίας που ξεκίνησε από τη Ρωσία, το 2013, φέρεται να μετράει περισσότερα από 130 θύματα μόνο στη Ρωσία και σταδιακά εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Στοχεύοντας κυρίως σε άτομα νεαρής, ιδίως εφηβικής ηλικίας, η “Μπλε Φάλαινα” προσκαλεί τους “παίκτες” να φέρουν εις πέρας πενήντα προκλήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες ενέχουν κάποια μορφή πρόκλησης σωματικής βλάβης στον εαυτό τους, μέσα σε διάστημα πενήντα ημερών, με τελευταία πρόκληση, αυτή της αυτοκτονίας τους.

Από νομικής πλευράς το ζήτημα της αυτοκτονίας παρουσιάζει ούτως ή άλλως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ως προβληματική, στις περιπτώσεις που ο αυτόχειρας δεν έθεσε τέλος στη ζωή του εξ ολοκλήρου “μόνος του”, αλλά με οποιουδήποτε είδους συμμετοχή και ιδίως προτροπή τρίτου προσώπου, του οποίου η ποινική ευθύνη τίθεται υπό αναζήτηση. Και αυτό, γιατί, όσο κι αν το “κοινό περί δικαίου αίσθημα” υποδεικνύει ότι το πρόσωπο που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οδήγησε τον αυτόχειρα στο θάνατο έχει ευθύνη εφάμιλλη ενός δολοφόνου, στην πραγματικότητα η ευθύνη του δεν είναι καθόλου αυτονόητη, καθώς η πράξη της αυτοκτονίας συνιστά μια αυτοπροσβολή, δηλαδή μια πράξη χωρίς άδικο χαρακτήρα, μια και ο άνθρωπος ειναι ελεύθερος να διαθέτει τα έννομα αγαθά του, ακόμη και αυτό της ζωής, κατά βούληση. Η παραδοχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν στην περίπτωση συμβολής ενός προσώπου σε μια αυτοκτονία να εφαρμοστούν οι γενικοί κανόνες συμμετοχής του ποινικού δικαίου και επομένως να εκλείπει καταρχήν η δυνατότητα αναγνώρισης ποινικής ευθύνης στο δράστη. Οπότε το ερώτημα είναι: Μπορεί εντέλει να καταλογιστεί ευθύνη στο πρόσωπο που προκαλεί την απόφαση σε ένα άλλο να προβεί σε αυτοκτονία; Η απάντηση είναι, υπό προϋποθέσεις, θετική, καθώς το ελληνικό ποινικό δίκαιο παρέχει δύο άλλες δυνατότητες ανεξάρτητες από τους κανόνες της συμμετοχής και συγκεκριμένα, πρώτον, τη ρύθμιση του 301 ΠΚ, όπου τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα η κατάπειση ενός προσώπου να αυτοκτονήσει και δεύτερον, το σχήμα της έμμεσης αυτουργίας όπου υπάγονται οι περιπτώσεις στις οποίες ο δράστης πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος όχι ιδιόχειρα, αλλά μέσω τρίτου, συνήθως ποινικά ανεύθυνου προσώπου, το οποίο εργαλειοποιεί.

Ως κατάπειση, νοείται όχι η απλή προτροπή, του δράστη στο θύμα να θέσει τέλος στη ζωή του, όπως άλλωστε υποδεικνύει και η διαφορά της λέξης «κατέπεισε» του 301 ΠΚ από την έκφραση «προκάλεσε την απόφαση» του άρθρου 46 παρ.1, περ.α ΠΚ , αλλά κάτι σημαντικά περισσότερο: Η υποβολή της ιδέας της αυτοκτονίας, μέσω της σαφούς υπόδειξής της ως αληθές συμφέρον ή καθήκον του αυτόχειρα, καθώς ο θάνατος παρουσιάζεται εξειδανικευμένα, ως η καλύτερη για τον ίδιο λύση. Σε μια θεωρητική κλίμακα “έντασης της προτροπής” από πλευράς του δράστη, το αμέσως επόμενο, από την ‘κατάπειση’, στάδιο καταλαμβάνεται από την πολύ αυστηρότερη κύρωση της έμμεσης αυτουργίας, όπου ο δράστης δεν ευθύνεται πλέον απλώς για το πλημμέλημα του 301 ΠΚ, αλλά ως αυτουργός ανθρωποκτονίας, πράγμα που επισύρει και την ισόβια καταδίκη του, βάσει του 299 ΠΚ. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην κατάπειση σε αυτοκτονία από τη μία πλευρά και την έμμεση αυτουργία σε ανθρωποκτονία από την άλλη, έγκειται στη δημιουργία ή όχι βούλησης αυτοκτονίας στον αυτόχειρα. Στη μεν κατάπειση, ο αυτόχειρας έχει βούληση αυτοκτονίας, καθώς, ακόμη, η αυτοκτονία αποτελεί ελεύθερη απόφαση του ίδιου, παρά το γεγονός ότι πάντως έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη λήψη της από τη ρητή ή σιωπηρή υπόδειξη του δράστη. Από την άλλη μεριά, αν ο θάνατος του προσώπου αποτελεί επί της ουσίας απόφαση του δράστη και όχι του ίδιου αυτόχειρα, καλείται πλέον σε εφαρμογή η έμμεση αυτουργία.

Προκείμενου να καταλήξουμε, αν οι διαχειριστές του “Blue Whale” υπέχουν ποινική ευθύνη για τις αυτοκτονίες των θυμάτων και αν ναι, τι είδους, πρέπει να εξετάσουμε τις ακριβείς συνθήκες και τους όρους υπό τους οποίους λειτουργεί το συγκεκριμένο “παιχνίδι”. «Θα είμαι ο ‘coach’ σου και θα σε βοηθήσω να πας το παιχνίδι ως το τέλος. Θα σου αναθέσω 50 προκλήσεις, κάθε μέρα κι από μια, τις οποίες θα πρέπει να φέρεις εις πέρας με άκρα μυστικότητα. Θυμίσου, δεν πρέπει να μιλήσεις σε κανέναν. Κάθε φορά που θα ολοκληρώνεις μια πρόκληση, θα μου στέλνεις την ανάλογη φωτογραφία. Η 50η μέρα είναι και το τέλος του παιχνιδιού. Αν πεθάνεις, κερδίζεις. Αν όχι, θα σε βοηθήσουμε. Να είσαι ξύπνιος στις 4: 20 πμ. Θα σου στείλω την πρώτη πρόκληση. Είσαι έτοιμος»;

Μια παίκτρια που προσπάθησε να αποδεσμευτεί, μπλοκάροντας τον ηλεκτρονικό λογαριασμό, έλαβε το μήνυμα “Δεν μπορείς να κρυφτείς από εμάς. Αν το ξανακάνεις, η μητέρα σου δε θα φτάσει αύριο στη στάση του λεωφορείου”, ενώ παρόμοιες απειλές για τη ζωή των ίδιων ή συγγενικών τους προσώπων υπέστησαν όσα άτομα επιχείρησαν να διακόψουν το “παιχνίδι”. Οι αυτοκτονίες που τελέσθηκαν υπό τέτοιο καθεστώς εξαναγκασμού, σηματοδοτούν για τον ή τους διαχειριστές την ποινική ευθύνη τους για ανθρωποκτονία με δόλο (299 ΠΚ), μέσω του σχήματος της έμμεσης αυτουργίας, καθώς είναι σαφές πως η απόφαση της αυτοκτονίας δεν διαμορφώθηκε στην ουσία από τους ίδιους τους αυτόχειρες. Ο δράστης εξαναγκάζει τα θύματα να προκαλέσουν τα ίδια το θάνατό τους, ειδάλλως να καταδιωχθούν από τους διαχειριστές και να έχουν ένα ίσως χειρότερο τέλος, όπως μπορεί να υπονοηθεί από φράσεις όπως «θα σε βρούμε». Εν ολίγοις, τα θύματα επιλέγουν απλά τον τρόπο του θανάτου τους, ενώ η απόφαση του θανάτου τους έχει ήδη ληφθεί από το δράστη. Η έμμεση αυτουργία καλείται επίσης σε εφαρμογή, όταν η απειλή αφορά οικείους των θυμάτων, όπως αυτοί απαριθμούνται στο άρθρο 13 περ β’ του Ποινικού Κώδικα, καθώς η ψυχική πίεση που υφίστανται τα θύματα είναι τόσο μεγάλη, ώστε και πάλι να μην καθίσταται η αυτοκτονία ελεύθερη και συνειδητή επιλογή των ίδιων, αλλά τέχνασμα του δράστη με στόχο να τα αναγκάσει να επιλέξουν το θάνατο.

Εξετάζοντας την εφαρμογή της έμμεσης αυτουργίας, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς το γεγονός ότι μιλάμε για ανήλικα, ως επί το πλείστον, θύματα, κάτι που ο δράστης γνωρίζει, εφόσον, σύμφωνα με μαρτυρίες, ζητά τα στοιχεία τους στην αρχή του παιχνιδιού. Αν πρόκειται, επομένως, για αυτόχειρες ηλικίας μικρότερης των δεκατριών ετών, η εφαρμογή της έμεσης αυτουργίας είναι δεδομένη, αφού μιλάμε για πρόσωπα ανίκανα προς καταλογισμό και ως εκ τούτου τεκμαίρονται αμάχητα ως ανίκανα να κατανοήσουν τις συνέπειες της πράξης τους, με βάση το ελληνικό ποινικό δίκαιο. Η ίδια αντιμετώπιση ισχύει και για τις περιπτώσεις που το θύμα βρισκόταν μεταξύ δεκατριών και δεκαοκτώ ετών, υπό την προϋπόθεση ότι πράγματι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τη σημασία της πράξης της αυτοκτονίας.

Ως εδώ τα πράγματα είναι απλά, εφόσον το στοιχείο του εξαναγκασμού ή της ηλικίας κάτω των δεκατριών, είναι αρκετό για να ανοίξει το δρόμο της έμμεσης αυτουργίας. Ποια είναι όμως η ποινική αντιμετώπιση του δράστη στην περίπτωση που δεν χρειαστεί να απειλήσει το θύμα, ούτε και να το πιέσει να πραγματώσει την τελική πρόκληση της αυτοκτονίας, αλλά το ίδιο εκτελεί την τελευταία εντολή αδιαμαρτύρητα; Ας μην ξεχνάμε, πως εφόσον δεν μπορεί να λειτουργήσει η έμμεση αυτουργία, το μόνο ενδεχόμενο ευθύνης που μένει ανοιχτό είναι το έγκλημα της συμμετοχής σε αυτοκτονία με τη μορφή της κατάπεισης. Θα μπορούσε, επομένως, κανείς, σ’ αυτό το σημείο να υποστηρίξει ότι ποινικη ευθύνη του διαχειριστή δε συντρέχει, θεωρώντας ότι η προτροπή, από μέρους του, των θυμάτων να αυτοκτονήσουν δεν φτάνει στο βαθμό έντασης που είναι απαραίτητος για την ύπαρξη της κατάπεισης, εφόσον απλώς ενθαρρύνει τα θύματα να προβούν στην αυτοκτονία πραγματοποιώντας την τελευταία πρόκληση, χωρίς κανενός άλλου είδους πίεση από τον ίδιο. Ωστόσο, μια τέτοια θεώρηση δεν μπορεί να είναι ορθή.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να παρατηρήσει κανείς τη μορφή των “καθηκόντων” που ανατίθενται στο θύμα μέχρι να φτάσει και στην τελική πρόκληση της αυτοκτονίας. Οι διαχειριστές του παιχνιδιού ξεκινούν την αλληλεπίδρασή τους με το θύμα μέσω της απαίτησης αθώων αρχικά προκλήσεων, οι οποίες γίνονται όλο και πιο “σκοτεινές” στη συνέχεια. Ζητούν από τους παίκτες να αυτοτραυματιστούν, να χαράξουν τα μέλη τους, να παρακολουθούν συστηματικά βίντεο και ταινίες τρόμου, να απομονωθούν από τους δικούς τους και να έχουν συστηματικές επαφές με άλλες “φάλαινες”, δηλαδή παίκτες του ίδιου παιχνιδιού, να μειώσουν τον ύπνο τους, να αρρωστήσουν τον εαυτό τους και να κάνουν παράτολμες δραστηριότητες. Η κάθε κίνηση των διαχειριστών είναι εξαιρετικά μελετημένη και αποσκοπεί στην εξοικείωση του θύματος με την ιδέα της αυτοκτονίας, ώστε να θελήσει εντέλει το ίδιο να καταλήξει σε αυτή: Η φύση των προκλήσεων στις οποίες υποβάλλονται τα θύματα καθημερινά, για διάστημα σχεδόν δύο μηνών. Η απαίτηση μυστικότητας, η οποία μοιραία αποκόπτει τους παίκτες από την επικοινωνία με το φιλικό και συγγενικό κύκλο τους. Ο εξωραϊσμός της ιδέας του θανάτου, καθώς παρουσιάζεται ως επιθυμητός στόχος (“αν πεθάνεις, κερδίζεις”), όπως και το γεγονός ότι τα θύματα γνωρίζουν από την αρχή ότι βαδίζουν προς την αυτοκτονία, πράγμα που τα καθιστά σταδιακά πιο δεκτικά στην ιδέα. Η απαίτηση αποστολής φωτογραφίας που πιστοποιεί ότι, πράγματι, η πρόκληση πραγματοποιήθηκε, η οποία δημιουργεί στο πρόσωπο την πεποίθηση ότι δεν μπορεί να εκφύγει του ελέγχου, ακόμη και αν δεν επιθυμεί να πραγματοποιήσει κάποια συγκεκριμένη δοκιμασία. Ολόκληρη η δομή του παιχνιδιού είναι τέτοια, που υποβάλλει προσχεδιασμένα, βήμα- βήμα, στο πρόσωπο την ιδέα της αυτοκτονίας, κανοντάς τη να φαντάζει ως η καλύτερη γι’ αυτό επιλογή, εφόσον το ίδιο το πρόσωπο περιέρχεται σε μια συναισθηματική κατάσταση αδυναμίας και απόγνωσης ενώ, σταδιακά, χάνει τον εαυτό του.

Η συμπεριφορά των δραστών διαθέτει σαφώς τα στοιχεία της κατάπεισης και τιμωρείται με βάση το 301 ΠΚ, ενώ καμία ουσιαστική σημασία δεν έχει το γεγονός, ότι η υποβολή της ιδέας της αυτοκτονίας δε γίνεται με τη μία ή δεν πραγματοποιείται με ξεκάθαρη πίεση, της λογικής “πρέπει να αυτοκτονήσεις”, καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού.

Βιβλιογραφία
• Συμεωνίδου- Καστανίδου Ε, Εγκλήματα κατά Προσωπικών Εννόμων Αγαθών
• Χαραλαμπάκη Α, Η Έμμεση Αυτουργία, Προβλήματα της συμμετοχής στο ποινικό δίκαιο, ΑΝΤ. Ν. Σάκκουλα 1988
• Μπέκας Γ, Η Προστασία της Ζωής και της Υγείας στον Ποινικό Κώδικα, Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας 2004
• Χαραλαμπάκης Α, Ποινικό Δίκαιο και Νομολογία, Νομική Βιβλιοθήκη 2014
• Χαραλαμπάκης Α, Η Νομολογία στα Σύγχρονα Ζητήματα του Ποινικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2014
• Παύλου Σ. – Μπέκας Γ., Ποινικό Δίκαιο ΙΙΙ, Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας, Περιουσίας και Ζωής, Δίκαιο και Οικονομία ΠΝ Σάκκουλας 2011
• Μπιτζιλέκης Ν, Η Συμμετοχική Πράξη, Σάκκουλας 1990
• Συμεωνίδου Καστανίδου, Εγκλήματα κατά της Ζωής, Σάκκουλας 1995
• Παπαχαραλάμπους Χ, Η Συμμετοχή σε Αυτοκτονία, Δίκαιο και Οικονομία ΠΝ Σάκκουλας, 1997
• Χαραλαμπάκης Α, Η Έννοια της «Κατάπεισης» στη Συμμετοχή σε Αυτοκτονία (άρθρο 301 ΠΚ), ΠοινΔικ 2013
• Sergei Khazov-Cassia, Teen ‘Suicide Games’ Send Shudders Through Russian-Speaking World
• Ευγενία Κουντούρη, Πώς πείθει η ‘Μπλε Φάλαινα’ τους εφήβους να αυτοκτονήσουν- Τι συμβαίνει τις 50 μέρες που κρατά η δοκιμασία
• Gemma Mullin, CHILLING CHALLENGE- What is the Blue Whale suicide game, how many deaths are linked to the challenge and is it in the UK?

Μαρινιώ Βεργίνη
Ζει στη Θεσσαλονίκη και είναι τελειόφοιτη Νομικής ΑΠΘ. Την ενδιαφέρει πολύ η αρθρογραφία και συμμετέχει στον τομέα των Νομικών Θεμάτων, κυρίως με άρθρα που αφορούν σε ζητήματα ποινικού δικαίου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ