15.6 C
Athens
Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςSchenck v. United States: Η ελευθερία του λόγου σε έκπτωση;

Schenck v. United States: Η ελευθερία του λόγου σε έκπτωση;


Του Παναγιώτη Παλαιοκαστρίτη,

Η ελευθερία του λόγου είναι μια κατάκτηση του φιλελεύθερου δυτικού πνεύματος, που ξεχωρίζει όλες τις κλειστές και αυταρχικές κοινωνίες από αυτές τις κοινωνίες, στις οποίες οι ιδέες διαπλάθονται και διακινούνται ελεύθερα, χωρίς τον φόβο κάποιας επιγενόμενης κύρωσης. Μερικά ερωτήματα που προκύπτουν μέσα από αυτή την κατάκτηση είναι: Η ελευθερία του λόγου πρέπει να είναι απεριόριστη ή μήπως είναι θεμιτό να υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί; Αν υπάρχουν περιορισμοί, πώς θα είναι δυνατόν να γνωρίζουμε μέχρι ποιο σημείο μπορούν αυτοί να φτάνουν και κάτω υπό ποιες συνθήκες κ.ά.; Τέτοιου είδους ερωτήματα απασχόλησαν και το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. (SCOTUS) στην υπόθεση “Schenck v. United States”.

Όλα ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1917, λίγο μετά την εισχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε εκείνο το διάστημα, το Κογκρέσο πέρασε έναν νόμο, με την ονομασία «Κατασκοπευτικός Νόμος» (Espionage Act), ο οποίος καθιστούσε παράνομη οποιαδήποτε ψευδή αναφορά ή δήλωση, κατά τη διάρκεια του πολέμου, και οι οποίες είχαν ως σκοπό ή επέφεραν ως αποτέλεσμα την παρέμβαση στις επιχειρήσεις ή τη διακινδύνευση της ασφαλούς διεξαγωγής του πολέμου από τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις ή προκαλούσαν ή μπορούσαν να προκαλέσουν ανυποταξία, άρνηση καθηκόντων ή και παρακώλυση της στρατολογικής διαδικασίας. Κάτω από αυτόν τον νόμο, ο Charles T. Schenck είχε βρεθεί ένοχος από περιφερειακό ομοσπονδιακό δικαστήριο. Πιο συγκεκριμένα, ο Schenck ήταν ο Γενικός Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος των Ηνωμένων Πολιτειών. Το κόμμα του Schenck αντιτίθετο στην στρατολογία και για αυτόν τον λόγο είχε τυπώσει και διανείμει περίπου 15.000 φυλλάδια, τα οποία καλούσαν τους άντρες, οι οποίοι είχαν ήδη στρατολογηθεί, να αντιταχθούν στην στρατιωτική θητεία. Μετά την καταδίκη του από το περιφερειακό δικαστήριο, ο Schenck άσκησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι ο Κατασκοπευτικός Νόμος ήταν αντισυνταγματικός και ότι αυτός ασκούσε απλά την ελευθερία του λόγου, που του αναγνώριζε η Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά την εξέταση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, έκρινε ότι ο νόμος του 1917 ήταν συνταγματικός και αποφάσισε ομόφωνα τη διατήρηση της καταδίκης του Schenck. Εξέχουσα φιγούρα αυτής της υπόθεσης αναδείχθηκε ο δικαστής Oliver Wendell Holmes, ο οποίος έγραψε και το σκεπτικό της απόφασης. Πιο συγκεκριμένα, ο Holmes επισήμανε ότι «λέξεις, που, ως συνήθως και σε πολλές περιστάσεις, θα έβρισκαν προστασία κάτω από την Πρώτη Τροπολογία μπορούν να αποτελέσουν ζητήματα προς απαγόρευση, όταν από την φύση ή τις περιστάσεις μπορούν να δημιουργήσουν ξεκάθαρο και άμεσο κίνδυνο, και οι οποίες θα φέρουν τα βασικά δεινά, τα οποία το Κογκρέσο οφείλει να αποτρέψει» και πρόσθετε ο ίδιος ότι «η πιο αυστηρή προστασία του ελεύθερου λόγου δεν θα προστάτευε έναν άνθρωπο, ο οποίος θα φώναζε ψευδώς «φωτιά» μέσα σε ένα γεμάτο θέατρο και προκαλούσε πανικό». Με κύρια αιτιολογία τον ξεκάθαρο και τον άμεσο κίνδυνο, το δικαστήριο επιβεβαίωσε την καταδίκη του Schenck, διατήρησε τον Espionage Act και μαζί με άλλες δυο αποφάσεις της ίδιας χρονιάς (Debs v. U.S. και Frohwerk v. U.S.) δημιούργησαν το τριπλό μπλοκ των δικαστικών αποφάσεων, που θα χρησιμοποιούταν για κάθε περίπτωση λογοκρισίας, στα αμέσως επόμενα χρόνια.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄20, το Ανώτατο Δικαστήριο ακολούθησε μια ακόμα πιο «επικίνδυνη τάση» επεκτατισμού της χρήσης των όρων «ξεκάθαρου» και «άμεσου» κινδύνου, ακόμα και σε περιπτώσεις που ο ίδιος ο Holmes δεν είχε κατά νου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση “Gitlow v. New York”, στην οποία το δικαστήριο διατήρησε την καταδίκη του Benjamin Gitlow, επειδή είχε εκδώσει ένα μανιφέστο, το οποίο υπερασπιζόταν τη βίαιη καθαίρεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, παρόλο που το μανιφέστο δεν αποτελούσε έναν «επικείμενο και άμεσο κίνδυνο» για την πραγματική καθαίρεση της κυβέρνησης. Όμως, ο ξεκάθαρος και άμεσος κίνδυνος δεν ήταν η μόνη περίπτωση παρερμηνείας και αυθαίρετης χρήσης του λεκτικού οπλοστασίου, που είχε χρησιμοποιήσει ο Holmes. Η φράση «κάποιος φωνάζει φωτιά μέσα σε ένα γεμάτο θέατρο», επίσης, χρησιμοποιήθηκε σε πολλές περιπτώσεις λογοκρισίας και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, ακόμα και σήμερα, με πρόσφατο παράδειγμα τη χρήση της στην υπόθεση WikiLeaks. Βέβαια, αυτή η φράση δεν έχει κάποιο νομικό αντίκτυπο και απλώς διατυπώθηκε από τον Holmes επικουρικά, για να δοθεί έμφαση στην απόφαση που εκδόθηκε με την υπόθεση Schenck v. United States.

To 1969, το SCOTUS, στην απόφαση “Brandenburg v. Ohio”, ανέτρεψε το δικαστικό προηγούμενο, που είχε δημιουργηθεί με την υπόθεση Schenck, και οποιοδήποτε κύρος διατηρούσε, ακόμα, αυτή η υπόθεση. Στην υπόθεση Brandenburg, το δικαστήριο απεφάνθη ότι οι «φλογερές» ομιλίες, ακόμα και ομιλίες, οι οποίες υποστηρίζουν τη χρήση βίας από μέλη των Ku Klux Klan, προστατεύονται από την Πρώτη Τροπολογία, εκτός και αν η ομιλία «κατευθύνεται στην υποκίνηση ή πρόκληση επικείμενων παράνομων ενεργειών και είναι πολύ πιθανό να υποκινήσει ή να προκαλέσει τέτοιες πράξεις». Παρόλο, λοιπόν, που οι εκφράσεις του Holmes έχουν ξεπεραστεί νομικά, υποστηρικτές της λογοκρισίας κάνουν συχνή χρήση αυτών των όρων και των προτάσεων. Ο ίδιος ο Holmes, αντιλαμβανόμενος το βάρος των απόψεών του στην υπόθεση Schenck, απέκλινε από τις προηγούμενες απόψεις του και μάλιστα, σε μια παρόμοια υπόθεση (Abrams v. United States), η οποία έστελνε Ρώσους μετανάστες στη φυλακή, σύμφωνα με τον Espionage Act, μειοψήφησε. Αυτή η μειοψηφία ήταν η πρώτη από τις πολλές, στις οποίες ο Holmes θα έγραφε προς υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου και που συλλογικά θα έθεταν τα θεμέλια για τις αποφάσεις που διατύπωσε το δικαστήριο, στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και στις αρχές του ΄70 και που ισχύουν μέχρι και σήμερα.

Οι σκέψεις του Holmes θα γίνονταν, για άλλη μια φορά, δημοφιλείς. Στην υπόθεση Abrams, o Holmes υποστήριζε ότι η αγορά των ιδεών προσέφεραν την καλύτερη λύση για την απόρριψη του επιθετικού λόγου. Πιο συγκεκριμένα, έλεγε ότι «το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα μπορεί να προκύψει καλύτερα από μια ελευθερία στο εμπόριο των ιδεών· ότι η καλύτερη εξέταση μιας αλήθειας είναι η δύναμη μιας σκέψης να γίνει η ίδια αποδεκτή μέσα στον ανταγωνισμό της αγοράς και αυτή η αλήθεια είναι το μόνο έδαφος πάνω στο οποίο οι επιθυμίες τους μπορούν ασφαλώς να ικανοποιηθούν». Και αφού έγραψε τον μονόλογό του, θα έκλεινε με την εξής φράση: «Αυτή, πάντως, είναι η θεωρία του Συντάγματός μας».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Παλαιοκαστρίτης
Παναγιώτης Παλαιοκαστρίτης
Γεννήθηκε το 1992 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Σπουδάζει Νομική στο ΑΠΘ. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά. Έχει έντονο ενδιαφέρον για την Πολιτική Φιλοσοφία, την Ιστορία, την Κοινωνιολογία και τις διεθνείς σχέσεις. Φιλοδοξεί να αποκτήσει ένα μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία. Τέλος, ως χόμπι έχει την ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες.