26.1 C
Athens
Πέμπτη, 28 Αυγούστου, 2025
ΑρχικήΙστορία«Ιστορία πρόβλημα» vs «Ιστορία καθρέπτης»: Δυο διαφορετικές προσεγγίσεις του ιστορικού παρελθόντος (Μέρος...

«Ιστορία πρόβλημα» vs «Ιστορία καθρέπτης»: Δυο διαφορετικές προσεγγίσεις του ιστορικού παρελθόντος (Μέρος Α’)


Του Γιώργου Κωνσταντινίδη,

Γερμανικός κλασικός ιστορισμός

Η μετάβαση από μια περισσότερο «αρχαιογνωστικού» και λογοτεχνικού περιεχομένου ιστορία, σε μια αυστηρώς επαγγελματική και επιστημονική ήταν αργή, αλλά αποφασιστικού χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, αρχής γενομένης από τη Πρωσία των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, τα γερμανικά πανεπιστήμια (όπως του Βερολίνου το 1810), προώθησαν μια εμπειρικού – κριτικού τύπου προσέγγιση της ιστορίας, όπου παράλληλα μεταβαλλόταν και ο ίδιος ο ρόλος του ιστορικού.

Κατά το κίνημα λοιπόν του κλασικού γερμανικού ιστορικισμού (Historismus), με κύριο εκπρόσωπο τον ιστορικό Leopold Von Ranke (1795-1886) – ο οποίος είχε πραγματοποιήσει τη διδακτορική του διατριβή στον Θουκυδίδη, καθώς ταυτιζόταν με τη μεθοδολογία του αρχαίου Έλληνα ιστορικού – ενισχύθηκε ο διδακτικός ρόλος της ιστορίας, η οποία είχε πλέον χειραφετηθεί από την αποκλειστική αρχαιογνωσία και τη λογοτεχνία. Για την επιστημονική πλέον προσέγγιση της ιστορικής έρευνας, είχε εισαχθεί έως το 1848 σε όλα τα γερμανικά πανεπιστήμια, το Ιστορικό Φροντιστήριο, το οποίο επικεντρωνόταν στη μελέτη και κριτική επεξεργασία μεσαιωνικών εγγράφων.

Επιπλέον, με την επαγγελματοποίηση της ιστορικής επιστήμης, γίνεται ευδιάκριτος ο διαχωρισμός μεταξύ επαγγελματία και ερασιτέχνη ιστορικού, καθώς για να εισχωρήσει κανείς σε αυτόν τον γνωστικό κλάδο, όφειλε να αποκτήσει σαφή και ευρεία κατάρτιση μέσω της απόκτησης πτυχίων και μετά από την εκμάθηση συγκεκριμένων μεθοδολογικών εργαλείων, ώστε να είναι εφικτή η ερμηνεία των πρωτογενών πηγών. Επιπρόσθετα, για τους βασικούς εκπροσώπους του ρεύματος του ιστορισμού, (L. Ranke, J. Droysen, W. Humboldt, H. Treitschke), η ιστορική έρευνα θα θεωρούνταν επιστημονική, μόνο όταν ο ίδιος ο ιστορικός «αναπαριστούσε τα γεγονότα όπως ακριβώς εκείνα συνέβησαν», αμερόληπτος, (wie es eigentlich gewesen) ως ένας «καθρέφτης» που αντανακλά την εικόνα του αντικειμένου που βρίσκεται μπροστά του. Αυτή η θεώρηση πήγαζε από το γεγονός ότι, το κίνημα του ιστορισμού θεωρούσε τα ιστορικά φαινόμενα ως κάτι το «μοναδικό και ανεπανάληπτο» (όπως ακριβώς και τα ιστορικά έθνη βλ. παρακάτω), το οποίο όφειλε να αναπαρασταθεί στην ολότητα του, μέσω της εμπεριστατωμένης αλληλεπίδρασης του ερευνητή με τις πρωτογενείς πηγές.

Leopold von Ranke (1795-1886). Πηγή Εικόνας: kompas.com

Αυτό το πρωτοπόρο κίνημα λοιπόν, έδινε βασική προτεραιότητα στην εξακρίβωση της «ιστορικής αλήθειας» μέσω ενός δυναμικού συνδυασμού μεθοδολογικών εργαλείων φιλολόγων – ιστοριοδιφών – ιστορικού δικαίου μαζί με τη μέθοδο της ιστορικής αφήγησης, η οποία επιτυγχανόταν μετά την επαρκή συλλογή και εξακρίβωση των πηγών από τον ιστορικό. Οι κυριότερες πηγές που χρησιμοποιούνταν κυρίως, ήταν κρατικά αρχεία, διπλωματικά έγγραφα, διπλωματικές συνθήκες, κυβερνητικές επίσημες πηγές, στρατιωτικά αρχεία, χρονικά, τα οποία όλα εξετάζονταν διεξοδικά και κριτικά από τον ιστορικό αλλά εν απουσία προκαταλήψεων από μεριάς του.

Μολαταύτα, το είδος της ιστορικής έρευνας στο οποίο δόθηκε έμφαση περισσότερο, ήταν η πολιτική και στρατιωτική ιστορία, καθώς κατά τη διάρκεια του μακρύ 19ου αιώνα, ο γερμανικός εθνικισμός άνθιζε όλο και περισσότερο. Τα ιστορικά έργα λοιπόν (όπως και στην ελληνική περίπτωση βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλος), είχαν ως βασικό στόχο να καλλιεργήσουν μια εθνική συνείδηση και να συγκροτήσουν έμπρακτα μια κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι θα αισθάνονταν ως συλλογικότητες με σκοπό για ολοκλήρωση. Ο ιστορικισμός σε άλλα συμφραζόμενα, κατευθύνεται στις ίδιες συντεταγμένες με τον γερμανικό ρομαντισμό και τον εθνικισμό του 18ου (τέλη) και 19ου αιώνα. Για το πνευματικό αυτό κίνημα, το άτομο υπάρχει μονάχα μέσα στο κράτος, το οποίο μπορεί να αναπτυχθεί στην ολότητά του μόνο στο βαθμό που είναι ανεξάρτητο.

Εντούτοις, παρά τη πρωτοπορία και τη μέγιστη συμβολή του ιστορικισμού στην ιστοριογραφία, το ρεύμα αυτό περιοριζόταν κυρίως στη μελέτη μεγάλων μαχών, συγκρούσεων και συνθήκων ειρήνης, σημαντικών ιστορικών προσωπικοτήτων (το έργο του Droysen για παράδειγμα για τον Μέγα Αλέξανδρο) για τους σκοπούς που ήδη αναφέραμε. Επιπρόσθετα, στα τέλη του 19ου και στην αυγή του 20ου αιώνα, στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ, υπήρχε έντονα και η άποψη πως έπρεπε να δοθεί μια ώθηση και σε άλλους τομείς όπως η οικονομία, η κοινωνία και ο πολιτισμός. Να μετατοπιστεί δηλαδή το ιστορικό ενδιαφέρον από το «μοναδικό» προς τη μελέτη του ευρύτερου συνόλου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Iggers G. (1999), Η ιστοριογραφία στον 20ο αιώνα (μτφ. Ματαλας Παρασκευάς), εκδ. Νεφέλη
  • Bloch M. (1994), Απολογία για την ιστορία (μτφ. Κ. Γαγανάκης), εκδ. ΕΙΕ
  • Λιάκος Α. (2007), Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία, εκδ. Πόλις
  • Νέες Τάσεις στην επιστήμη της ιστοριογραφίας: Ιστορία των νοοτροπιών, ekpaideytikhepikairothta.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Τι πρέπει να γνωρίζει ένας ιστορικός για την επιστήμη και το επάγγελμα του?, repository.kallipos.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Κωνσταντινίδης
Γιώργος Κωνσταντινίδης
Προπτυχιακός φοιτητής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία, με έμφαση στις οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές εξελίξεις από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Επιδιώκει τη διεπιστημονική προσέγγιση της ιστορικής μελέτης, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που διαμορφώνουν τον σύγχρονο κόσμο.