Της Αντωνίας Αποστόλου,
Η φτώχεια για χρόνια ήταν συνδεδεμένη με την ανεργία και την οικονομική κρίση που σάρωσε την Ελλάδα στη δεκαετία του 2010. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα φαινόμενο το οποίο ίσως είναι ακόμη πιο ανησυχητικό, κι αυτό είναι η αύξηση της φτώχειας μεταξύ ανθρώπων που εργάζονται. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι που έχουν δουλειά και καταβάλλουν καθημερινή προσπάθεια, αδυνατούν να καλύψουν βασικές τους ανάγκες. Το φαινόμενο αυτό, γνωστό διεθνώς ως in-work poverty, λαμβάνει πλέον διαστάσεις κοινωνικής κρίσης και απειλεί την κοινωνική συνοχή της χώρας.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, περίπου 8,8% των εργαζομένων στην Ελλάδα ζουν σε συνθήκες έντονης υλικής και κοινωνικής στέρησης. Αυτό σημαίνει ότι αδυνατούν να καλύψουν τα καθημερινά τους έξοδα, να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, να εξασφαλίσουν επαρκή διατροφή ή να συμμετάσχουν σε βασικές κοινωνικές δραστηριότητες. Παράλληλα, σχεδόν ένας στους τρεις δηλώνει ότι δε διαθέτει την οικονομική δυνατότητα ούτε για μία μικρή εκδρομή αναψυχής. Επομένως, η εργασία παύει να αποτελεί εγγύηση για αξιοπρεπή διαβίωση.
Το ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: Πώς γίνεται σε μια χώρα όπου η οικονομία εμφανίζει ανάπτυξη και το ΑΕΠ αυξάνεται, ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι να βυθίζονται στη φτώχεια; Η απάντηση δε βρίσκεται εύκολα μιας και εμπλέκονται πολλοί παράγοντες αυξάνοντας έτσι την συνθετότητα της. Αρχικά, οι μισθοί παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με το κόστος ζωής και το βιοτικό επίπεδο. Ο κατώτατος μισθός, αν και έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, δύσκολα επαρκεί για να καλύψει το ενοίκιο σε μια μεγάλη πόλη, πόσο μάλλον όλες τις υπόλοιπες ανάγκες ενός νοικοκυριού. Επιπλέον, η εκτόξευση των τιμών στα βασικά αγαθά (από τα τρόφιμα μέχρι την ενέργεια ) έχει συρρικνώσει δραματικά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Εξίσου καθοριστικός είναι και ο ρόλος της επισφαλούς απασχόλησης. Μεγάλο μέρος της νεολαίας εργάζεται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερικής απασχόλησης ή «ευέλικτα» ωράρια που συχνά σημαίνουν χαμηλές αποδοχές και έλλειψη κοινωνικής ασφάλειας. Στον τουρισμό και την εστίαση, για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι μπορεί να δουλεύουν δεκαπέντε ώρες την ημέρα για λίγους μήνες τον χρόνο και τον υπόλοιπο να είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι. Έτσι, η εργασία, αντί να προσφέρει σταθερότητα, συντηρεί έναν φαύλο κύκλο αβεβαιότητας και φτώχειας.

Οι κοινωνικές συνέπειες αυτού του φαινομένου είναι εκτεταμένες. Όταν οι εργαζόμενοι αδυνατούν να ζήσουν αξιοπρεπώς, η απογοήτευση και η δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα μεγαλώνουν. Οι νέοι, βλέποντας πως οι κόποι τους δεν ανταμείβονται, επιλέγουν συχνά τον δρόμο της μετανάστευσης. Η «διαρροή εγκεφάλων» δεν είναι πια μόνο ζήτημα έλλειψης ευκαιριών αλλά και ζήτημα χαμηλών απολαβών που δεν προσφέρουν προοπτική ζωής στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, η φτώχεια εντός εργασίας εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Εκείνοι που έχουν πρόσβαση σε σταθερές, καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας απομακρύνονται οικονομικά και κοινωνικά από όσους εγκλωβίζονται σε κακοπληρωμένες δουλειές. Δημιουργείται έτσι μια κοινωνία «δύο ταχυτήτων», όπου η εργασία παύει να είναι το ενοποιητικό στοιχείο και μετατρέπεται σε έναν ακόμη δείκτη ανισότητας.
Απέναντι σε αυτή την πρόκληση, απαιτούνται άμεσα και στοχευμένα μέτρα. Η αύξηση των κατώτατων μισθών είναι ένα πρώτο βήμα, αλλά δεν αρκεί αν δε συνοδευτεί από πολιτικές που θα περιορίσουν το αυξανόμενο κόστος ζωής. Εξίσου σημαντική είναι η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων και η πάταξη της αδήλωτης ή ψευδο-αυτοαπασχόλησης, που στερεί από τους εργαζόμενους βασικά δικαιώματα. Παράλληλα, χρειάζονται μέτρα κοινωνικής πολιτικής – από επιδόματα στέγασης έως φορολογικές ελαφρύνσεις – ώστε να ανακουφιστούν τα νοικοκυριά που βρίσκονται στο όριο της επιβίωσης.
Η εργασία, στη συλλογική συνείδηση, αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνικής προόδου. Αν, όμως, οι εργαζόμενοι παραμένουν φτωχοί παρά τον κόπο τους και δεν αμείβονται επαρκώς για τη δουλειά τους, τότε διαρρηγνύεται ο ίδιος ο κοινωνικός ιστός και συνοχή. Η φτώχεια εντός εργασίας δεν είναι μόνο οικονομικό ζήτημα αλλά είναι πρωτίστως πολιτικό και ηθικό. Αφορά την ίδια τη δικαιοσύνη του κοινωνικού μας συστήματος. Είναι λοιπόν μία καλή ευκαιρία να αναδείξει το καλό της πρόσωπο…
Η Ελλάδα έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο δίλημμα. Είτε θα αναγνωρίσει ότι η εργασία πρέπει να αμείβεται με τρόπο ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να ζουν με άνεση κι αξιοπρέπεια είτε θα προσαρμόσει με ανάλογο τρόπο τις πολιτικές της. Ειδάλλως θα αναγκαστεί να βρεθεί αντιμέτωπη με μια κοινωνία όπου η πλειονότητα εργάζεται σκληρά κι αδιάκοπα χωρίς να μπορεί να ζήσει με άνεση. Η επιλογή είναι ξεκάθαρη και καθοριστική για το μέλλον της κοινωνίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Dramatic rise in working poverty in Greece – Second worst in EU, milletnews.com, διαθέσιμο εδώ
- Living conditions in Europe-material deprivation and economic strain, ec.europa.eu, διαθέσιμο εδώ