Της Ευθυμίας Γκαμπέση,
Μια γυναίκα βρίσκεται νεκρή στην κουκέτα ενός τρένου στη Μασσαλία με προορισμό το Παρίσι. Αιτία θανάτου, στραγγαλισμός. Μάρτυρες, κανείς. Ύποπτοι… όλοι! Οι συνεπιβάτες είναι άγνωστοι μεταξύ τους, η υπόθεση υστερεί τρανταχτών στοιχείων και ο αστυνομικός «Γκράτσι» —όπως αποκαλούν τον ντεντέκτιβ Γκρατσιανό— μάλλον είναι αρκετά κουρασμένος για να βάλει τα δυνατά του στην εξιχνίαση του μυστηρίου που διαδραματίζεται στο ρομαντικό Παρίσι.
Το βαγόνι των δολοφόνων αποτελεί το αστυνομικό μυθιστόρημα του Sebastien Japrisot (1931-2003), γραμμένο το 1962 σε μετάφραση του Ανδρέα Παππά, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. Ο συγγραφέας του βιβλίου, και ένας από τους Σύγχρονους Κλασικούς όπως αναγράφεται και στο εξώφυλλο, χρησιμοποιεί ως εργαλεία όχι μόνο την ερευνητική υπόθεση, η οποία έχει την ικανότητα να ιντριγκάρει από μόνη της τον αναγνώστη, αλλά αξιοποιεί και τη συγγραφική του δεινότητα για να σκιαγραφήσει τους χαρακτήρες που εμπλέκονται στο μυστήριο.
Η Ζορζέτ Τομά ήταν μία νεαρή μελαχρινή γυναίκα με λευκή επιδερμίδα και γαλανά μάτια, ιδιαίτερα όμορφη, λίγο εγωίστρια κατά την αδερφή της και με χαραγμένα τα αρχικά της σε όλα της τα εσώρουχα. Συνεπώς, δεν θα ήταν καθόλου απίθανο να επιδιώξει να τη φλερτάρει ένας από τους συνεπιβάτες της, ένας άνθρωπος κλειστός, κάπως περίεργος και βιαστικός να φύγει από το τρένο. Από την άλλη, η σαρανταπεντάρα ηθοποιός με το έντονα ξανθό μαλλί και μία «έφεση» στους νεότερους άνδρες και η νεαρή Μπομπά, μία ξανθιά κοπέλα με τη σοβαρότητα να μην αποτελεί το δυνατό της στοιχείο. Αυτοί ήταν μόνο μερικοί από τους συνεπιβάτες της μακαρίτισσας στη μοιραία κουκέτα. Ακόμη κι αν έχουν, όμως, οι αστυνομικοί όλα τα απαραίτητα αρχεία με τις πληροφορίες των επιβατών, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.

«Κανένας δεν είναι αθώος» επαναλαμβάνει ο νέος ξανθός αστυνομικός με το Μοντγκόμερι, ωστόσο, κανένας δεν φαίνεται να είναι και αρκετά «ένοχος» για να έχει διαπράξει το αποτρόπαιο έγκλημα. Ο Γκράτσι, ο οποίος έχει αναλάβει την υπόθεση, είναι ένας ψιλόλιγνος άνδρας με βλοσυρά χαρακτηριστικά και εμφανή την ψυχική του ταλαιπωρία από το επάγγελμά του. Είναι αυτός λόγος για τη σκόπελο στην ανακάλυψη της αλήθειας; Πιθανότατα όχι, ενδεχομένως, όμως, είχαν πέσει αρκετά οι αποδόσεις του, με αποτέλεσμα να αργήσουν να φτάσουν στον, ή στους, δολοφόνους.
Το να καταφύγει η αστυνομία στην πιθανότητα η δολοφονία της άτυχης κοπέλας να αποτελεί καρπό υπερβολικής ζήλειας ενός από τους εραστές της είναι το μόνο εύκολο, δεν πρόκειται, όμως, για μία τόσο απλή περίπτωση. Πράγματι, της Ζορζέτ δεν της έλειπε η συντροφιά ενός αρσενικού, άλλοτε και πολλών, ωστόσο, δεν ήταν τύπος —μήτε και οι εραστές της— που θα έμπλεκε σε καταστάσεις φθόνου και ερωτικής ζήλειας.
Νέοι «παίκτες» εμφανίζονται, η ταυτότητα μερικών αγνοείται και, εν τέλει, όλοι οι πιθανοί ύποπτοι… δολοφονούνται, πράγμα που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Όπως δείχνουν όλα τα δεδομένα, οι αστυνομικοί έχουν να διαλευκάνουν μία πολύπλοκη υπόθεση, με την έλλειψη κινήτρου να είναι η μεγαλύτερη αιτία για το αδιέξοδό τους.