25.2 C
Athens
Πέμπτη, 21 Αυγούστου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαDeepfakes: Νομική προσέγγιση

Deepfakes: Νομική προσέγγιση


Της Βασιλικής Χαραλάμπους,

Η ιλιγγιώδης εξέλιξη της τεχνολογίας δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο τον τομέα του δικαίου, σε ένα σημείο καμπής της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ολοένα και συχνότερα παρουσιάζονται στο διαδικτυακό τόπο τα λεγόμενα deep fakes, ήτοι η τεχνολογία εναλλαγής προσώπων (βαθιά ψευδές υλικό) σε φωτογραφίες και βίντεο με τη μορφή της δημιουργίας συνθετικών μέσων τα οποία απεικονίζουν μια κατάσταση που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, δίνοντας την εντύπωση ότι τα ρεαλιστικά αυτά κατασκευάσματα είναι αληθινά. Ένα τέτοιο εργαλείο στα χέρια επιτήδειων θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφικά μονοπάτια καταπάτησης Ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ήδη δειλά δειλά έχουν εκδηλωθεί κάποια επικίνδυνα φαινόμενα, ακόμη και σήμερα όπου το συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις, όπου φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί μέσω deepfake όχι μόνο ευαίσθητα δεδομένα σεξουαλικού περιεχομένου, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά το δοκούν και με οιοδήποτε τρόπο, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζεται και μια ανεξέλεγκτη δυνατότητα δημιουργίας κάθε είδους ψευδούς υλικού, γεγονός που θα δημιουργούσε μελλοντικά τον κίνδυνο δικαστικής πλάνης μέσω την χρήσης τους στην δικαστική διαδικασία, η οποία θα εδύνατο ακόμη να οδηγήσει και σε κατάφωρες άδικες και ανεπιεικείς δικαστικές αποφάσεις.

Στην πραγματικότητα η δημιουργία μέσω της εναλλαγής εικόνων κάνει χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς μέσω της «εκπαίδευσης» του τεχνολογικού μοντέλου και της συνεχούς του ανατροφοδότησης αυτός μονίμως βελτιστοποιεί τα αποτελέσματα του, ώστε τα τελευταία πλέον ελάχιστα να απέχουν από τις αληθινές απεικονίσεις.

Ένα έτερο ζήτημα που τίθεται να προτείνω είναι αυτό της χρήσης των deepfakes στο πλαίσιο της ανακριτικής διείσδυσης. Ως ανακριτική διείσδυση ορίζεται στο άρθρο 254 ΚΠΔ για συγκεκριμένα εγκλήματα, ειδικότερα: «Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187, του άρθρου 187Α, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 207, του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 208, του άρθρου 208Α εκτός από τις ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις, της παρ. 1 του άρθρου 209, των άρθρων 323Α, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 σε βάρος ανηλίκου, των παρ. 1 και 3 του άρθρου 339, της παρ. 1 του άρθρου 342, των άρθρων 348Α, 348Β, 348Γ και 351Α του Ποινικού Κώδικα η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια:

α) συγκαλυμμένης έρευνας, κατά την οποία ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο ιδιώτης που ενεργεί υπό τις οδηγίες του, προσφέρεται να διευκολύνει την τέλεση κάποιου από τα εγκλήματα της παρ. 1, την οποία ο δράστης του εν λόγω εγκλήματος είχε προαποφασίσει. Η διενέργεια της συγκαλυμμένης έρευνας γίνεται υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, για δε τις ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ή του ιδιώτη συντάσσεται αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153. Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ή του ιδιώτη, οι οποίες δεν μνημονεύονται αναλυτικά στην έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου,

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Igor Omilaev

β) ανακριτικής διείσδυσης, κατά την οποία ανακριτικός υπάλληλος με συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας αναλαμβάνει διεκπεραιωτικά καθήκοντα σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση με σκοπό την εξιχνίαση της δομής της, την αποκάλυψη των μελών της, καθώς και τη διακρίβωση των εγκλημάτων της παρ. 1, την τέλεση των οποίων τα μέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει. Τα ίδια καθήκοντα μπορεί να αναλάβει και ιδιώτης υπό τους όρους των παρ. 2 έως 6 και εφόσον κατά τα λοιπά για τη δράση του είναι ενήμερος ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών. Ο ενεργών την ανακριτική διείσδυση μπορεί να φέρει συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας και φορολογικά ή άλλα στοιχεία και να συναλλάσσεται με αυτά για τις ανάγκες της έρευνας που διεξάγει. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία έκδοσης των εν λόγω στοιχείων συγκάλυψης ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη. Η διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης γίνεται υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, για δε τις ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ανακριτικού υπαλλήλου ή του ιδιώτη συντάσσεται αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153. Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ανακριτικού υπαλλήλου ή του ιδιώτη, οι οποίες δεν μνημονεύονται αναλυτικά στην έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου».

Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτών των ανακριτικών πράξεων κάλλιστα η χρήση ψευδών απεικονίσεων θα μπορούσε να αποσπάσει την ομολογία υπόπτων ή να οδηγήσει σε εξάρθρωση εγκληματικών οργανώσεων, δημιουργώντας της κατάλληλες συνθήκες ώστε στην κυριολεξία να εξαναγκασθούν στην εκμαίευση της αλήθειας. Το κατά πόσον είναι τούτο θεμιτό και συμβατό με τις βασικές αρχές του ποινικού διάκου, ως αυτές καταγράφονται όχι μόνον στον ποινικό κώδικα και στον κώδικα ποινικής δικονομίας αλλά και στο σύνταγμα μας καθώς και σε κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος κατά την γνώμη της γράφουσας δεν χρειάζεται να αναλυθεί περαιτέρω. Η αυθεντικοποίηση αυτών των ψηφιακών μέσων φαίνεται να αποτελεί μια λύση στον ανωτέρω κίνδυνο, πλην όμως ακόμη και σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχουν τεχνολογικά μέσα για την εξακρίβωση της γνησιότητας των οπτικών και ακουστικών deepfakes. Ακολούθως, η έλλειψη εθνικής νομοθεσίας έτι περαιτέρω επιτείνει τους κινδύνους, καθώς η έλλειψη ενός προστατευτικού πλαισίου καθίσταται επιτακτική. Ήδη αργά αλλά σταθερά βήματα εμφανίζονται από την πλευρά της ευρωπαϊκής ένωσης, καθώς ιδιαίτερα σημαντικό εγχείρημα παρουσιάζεται η EU AI Act, ήτοι ένας κανονισμός της ευρωπαϊκής ένωσης που στοχεύει στην εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη σε όλη την Ευρώπη.

Το ζήτημα είναι ακόμη προς μελέτη και παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον ακόμη και από την ποινική του σκοπιά, ενώ φυσικά δεν θα πρέπει να λησμονείται και ο κίνδυνος της καταχρηστικής και παρελκυστικής επίκλησης της πλαστότητας των αποδεικτικών στοιχείων με στόχο την παρακώλυση της ποινικής διαδικασίας διαδικασίας σε μια προσπάθεια παρεμπόδισης της ποινικής δικαιοσύνης εντός εύλογου χρόνου. Τα ζητήματα είναι επομένως πολλά γι’ αυτό και επιτακτική κρίνεται η ανάγκη δημιουργίας ενός συστήματος αυθεντικοποίησης των deepfakes προτού αυτά εισαχθούν ως αποδεικτικά στοιχεία στην ποινική διαδικασία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Μανούλα Σ., Deepfakes ή ο Εκβιασμός της Ποινικής Αποδεικτικής Διαδικασίας στην Εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης, QUALEX TN, 2025
  • Ορφανός Σ., Τεχνητή Νοημοσύνη και Ποινική Δίκη, QUALEX TN, 2025

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Χαραλάμπους
Βασιλική Χαραλάμπους
Είναι επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών. Θα ήθελε να ασχοληθεί με τη μάχιμη δικηγορία και βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τον τομέα του ποινικού δικαίου. Στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει πολύ να διαβάζει βιβλία Ψυχολογίας και Φιλοσοφίας, ενώ έχει και μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Φρόυντ και τον Ντοστογιέφσκι. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά και λίγα ισπανικά.