24.1 C
Athens
Κυριακή, 17 Αυγούστου, 2025
ΑρχικήΟικονομίαΟικονομική ιστορία της Αθήνας μέσα από το Δουργούτι: Από παραγκούπολη στον τουριστικό...

Οικονομική ιστορία της Αθήνας μέσα από το Δουργούτι: Από παραγκούπολη στον τουριστικό εξευγενισμό (Μέρος 2ο)


Της Γεωργίας Παγιαβλά,

Σε αυτό το άρθρο επιχειρείται μια λαϊκή ανάγνωση της οικονομικής ιστορίας της Αθήνας μέσα από το Δουργούτι. Η διαδρομή χωρίζεται σε τρεις μεγάλες χρονικές φάσεις — τρία μέρη:

  • 1920—1949: Προσφυγιά, παραγκουπόλεις, πόλεμος, αντίσταση (Μέρος 1ο) (Διαθέσιμο εδώ)
  • 1950—1974: Οικονομική ανάπτυξη, αστικοποίηση, εργατικές κατοικίες (Μέρος 2ο)
  • 1975—σήμερα: Μεταπολίτευση, κοινωνική αλλαγή και τουριστικός εξευγενισμός (Μέρος 3ο)
Φωτογραφία του Δουργουτίου στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Πηγή φωτογραφίας: ETH-Bibliothek Zürich, Bildarchiv / Fotograf: Gerber, Hans /Com_L04-0306-0002 / CC BY-SA 4.0 (http://doi.org/10.3932/ethz-a-000667351 ). Δημιουργός: Gerber Hans

«Σκοτώσαμε την ώρα μας τριγυρνώντας μέσα στη γειτονιά, απορώντας όχι τόσο για τη βρωμιά, όσο για τη συγκινητική προσπάθεια των ανθρώπων να στολίσουν τα άθλια καλύβια τους.

Μόλο που ήταν φτιαγμένα από σκουπιδαριό, έβρισκες εδώ πιότερη χάρη και χαρακτήρα παρά σε μια καινούρια πόλη. Σου έφερνε στο νου βιβλία, εικόνες, όνειρα, θρύλους, σου θύμισε ονόματα σαν του Λιούς Κάρολ, Ιερώνυμου Μπος, Μπρέγκελ, Μαξ Ερνστ, Χανς Ράιχελ, Σαλβαντόρ Νταλί, Γκόγια, Τζιόττο, Πάουλ Κλεε, για να αναφέρω μερικούς μόνο.

Μέσα από τη φοβερή φτώχεια και τον πόνο έβγαινε μια φλόγα που ήταν ιερή, σου έδινε αμέσως ένα αίσθημα σεβασμού. Δε σου ερχόταν καθόλου να γελάσεις σαν έβρισκες μια μισογερμένη παράγκα να έχει ένα λιακωτό φτιαγμένο από τενεκέδες.»

«Κολοσσός του Αμαρουσίου» του Henry Miller

Το 1950 το Δουργούτι ήταν μια από τις πιο χαρακτηριστικές παραγκουπόλεις της Αθήνας, αποτέλεσμα της πρακτικής της αυτοστέγασης. Η αστική τάξη επέλεγε συνειδητά τον τόπο κατοικίας της και προτιμούσε τις κεντρικές και προνομιούχες περιοχές της πόλης (περί τα ανάκτορα, Λυκαβηττό ή αργότερα τα βόρεια προάστια) έχοντας ταυτόχρονα τον απόλυτο έλεγχο στην πολεοδομική εξέλιξη (εκμεταλλευόμενη θεσμικά εργαλεία όπως ο Ν. 3741/1929 περί οριζόντιας ιδιοκτησίας). Σε αντίθεση, τα λαϊκά στρώματα δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα και αναγκάζονταν να εγκαθίστανται σε αυθαίρετους οικισμούς στις παρυφές της πόλης αναζητώντας μια στοιχειώδη στέγη μέσα σε δύσκολες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Η αυθαίρετη αυτοστέγαση στην Αθήνα έγινε σιωπηρά αποδεκτή από την πολιτική ηγεσία, την αστική τάξη και το μεγάλο κεφάλαιο, καθώς εξυπηρετούσε διαφορετικά συμφέροντα. Για το κράτος, ήταν μια φθηνή λύση στο στεγαστικό ζήτημα, που επέτρεπε πολιτική χειραγώγηση μέσω μελλοντικής νομιμοποίησης. Για την αστική τάξη, απέτρεπε κοινωνικές εντάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ριζοσπαστικοποίηση και για το μεγάλο κεφάλαιο, μείωνε το κόστος στέγασης των εργατών, εξασφαλίζοντας φθηνή αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.

Τη μεταπολεμική περίοδο (1950—1974) ακολούθησε έντονη αστικοποίηση στην Αθήνα. Η γειτονιά του Δουργουτίου, με τη δαιδαλώδη δομή της και την πυκνότητα κατοίκησης, λειτουργούσε ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου ως κρησφύγετο για πολιτικά αντιφρονούντες. Στα στενά σοκάκια και τα πρόχειρα δρομάκια, εσωτερικοί μετανάστες από τα Ιωάννινα, την Εύβοια, την Ηλεία, τη Μεσσηνία και άλλες περιοχές της χώρας αναζητούσαν στέγη, καταφεύγοντας σε παραπήγματα που είχαν αφήσει πίσω τους οι προηγούμενοι κάτοικοι — κυρίως Αρμένιοι πρόσφυγες.

Τα σπίτια, χτισμένα πρόχειρα το ένα κολλητά στο άλλο, άφηναν ελάχιστο ιδιωτικό χώρο. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο ήταν σχεδόν ανύπαρκτος· οι αυλές, οι διάδρομοι και τα στενά μετατρέπονταν σε κοινόχρηστους χώρους, όπου η καθημερινότητα διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια όλων. Ωστόσο, αυτή η έλλειψη ιδιωτικότητας συνοδευόταν από ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας· οι κάτοικοι μοιράζονταν νερό, τρόφιμα, ακόμα και εργαλεία, δημιουργώντας ένα άτυπο, αλλά ζωτικό δίκτυο στήριξης.

Η χωροθέτηση των παραπηγμάτων στο Δουργούτι, το 1959. Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Η εικόνα της γειτονιάς εκείνης της εποχής αποτυπώθηκε μοναδικά στην ταινία Μαγική Πόλις του Νίκου Κούνδουρου (1954). Η ταινία, σε αντίθεση με τα τότε δημοσιεύματα του Τύπου που στιγμάτιζαν το Δουργούτι ως τόπο παραβατικότητας και κοινωνικών προβλημάτων, μετέφερε με ρεαλισμό την καθημερινότητα των κατοίκων, αναδεικνύοντας όχι μόνο τη φτώχεια και τις δύσκολες συνθήκες, αλλά και το ανθρώπινο πρόσωπο μιας κοινότητας που αγωνιζόταν να σταθεί όρθια μέσα στην καρδιά της μεταπολεμικής Αθήνας. Στην ταινία, ο Κοσμάς — τον οποίο υποδύεται ο Γιώργος Φούντας — είναι ένας νέος που έχει μεγαλώσει στο Δουργούτι, προσπαθώντας ωστόσο να ξεφύγει από το περιοριστικό και πνιγηρό περιβάλλον της γειτονιάς. Μέσα από τη δική του ιστορία προβάλλεται η αντίθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πρόσωπα της Αθήνας: το σύγχρονο, αστικό κέντρο και τις φτωχογειτονιές στα όρια της πόλης.

Άρθρο εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ, «Το αιωνίος άλυτον στεγαστικόν πρόβλημα. Τριάντα ολόκληρα χρόνια ζωής μέσα σε ελεεινές ξυλοπαράγκες»

Στη παραγκούπολη του Δουργουτίου γυρίστηκε και η μικρού μήκους ταινία του Κώστα Φέρρη Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, ενώ λιγότερη τύχη είχε το ντοκιμαντέρ του Πάνου Παπακυριακόπουλου το 1961, η προβολή του οποίου απαγορεύτηκε με το σκεπτικό ότι «δυσφημούσε τη χώρα τουριστικά» και ανέδεικνε «υπερβολικά τη φτώχεια κάποιων συνοικιών της Αθήνας».

Στη γειτονιά αυτή μεγάλωσε και ο χαράκτης Τάσος Αλεβίζος (γνωστός ως Τάσσος), ο οποίος, ως εσωτερικός μετανάστης, έζησε την εφηβεία και τα νεανικά του χρόνια δίπλα στους πρόσφυγες της περιοχής. Οι εικόνες που αποκόμισε τότε — όπως ο ίδιος έχει ομολογήσει — τον συνόδευσαν σε όλη του τη ζωή και ενέπνευσαν τη σειρά χαρακτικών του με τίτλο Αρχόντισσες. Παράλληλα, ο Henry Miller, στο βιβλίο του Ο Κολοσσός του Αμαρουσίου, αφιερώνει σελίδες στο Δουργούτι, αποτυπώνοντας και αυτός εικόνες από τη δική του «Μαγική Πόλη».

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: athinorama

«Μ’ αρέσει αυτή η γειτονιά. Ετσι όπως είναι. Χωμένη μες στην πολιτεία. Δίπλα στη μεγάλη λεωφόρο. Στριμωγμένη, λες και πάει να σκάσει. Το κάθε σπιτάκι κολλητά με τ’ άλλο. Μια σανίδα τα χωρίζει. Ακούς τις κουβέντες του διπλανού σου. Ξέρεις τι ώρα ξυπνάει το πρωί. Τι ώρα κοιμάται. Τώρα λες πλένεται, τώρα ανοίγει την πόρτα. Μερικοί φουντώνουν, γιατί να περνάνε έτσι οι μέρες; Οταν βγεις στη λεωφόρο μυρίζει θάλασσα. Οσο κατηφορίζεις σε πιάνει η αρμύρα στη μύτη. Αν πας πάλι προς τα πάνω αισθάνεσαι πως μπαίνεις στην καρδιά της πόλης. Μυρίζει άσφαλτο και δέντρα του κήπου. Φώτα, αυτοκίνητα, είναι ωραία. Τι διάολο, πρέπει κι εδώ κάτι ν’ αλλάξει. Πώς μπορεί να χωρέσει η ιστορία ενός ανθρώπου εδώ μέσα; Πρέπει να στριμώχνουν όχι μόνο τα πόδια τους αλλά και τα όνειρά τους».

Από την ταινία «Μαγική πόλις» του Νίκου Κούνδουρου.

Η «λαοφιλής» βασίλισσα Φρειδερίκη επισκέφθηκε τον Ασύρματο στα Πετράλωνα, «λερώνοντας» τα χέρια της με λίγο τσιμέντο για να εγκαινιάσει τα νέα προσφυγικά σπίτια, όπου, με δική της πρωτοβουλία, χτίστηκαν 170 πέτρινες κατοικίες. Η ανέγερση προβλήθηκε έντονα από τον Τύπο, συνδεδεμένη με το βασιλικό έρανο που υποτίθεται ότι χρηματοδότησε το έργο, κόστους περίπου 18 δισ. δραχμών. Στο πλαίσιο της «αναβάθμισης» της πόλης, οι πρόσφυγες εγκατέλειπαν σταδιακά τις παράγκες, ενώ η παρουσία της βασίλισσας στις τελετές θεμελίωσης, όπως και η προπαγανδιστική αξιοποίηση του γεγονότος, ενίσχυαν την εικόνα της ως προστάτιδας των φτωχών, ενώ στην πραγματικότητα αυτά τα σπίτια κάλυπταν κατ’ελάχιστο της ανάγκες του πληθυσμού ενώ λιγοστοί ήταν και οι δικαιούχοι. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1961, η ίδια συνοικία θα γινόταν σκηνικό για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη Συνοικία το όνειρο, που απέδιδε την καθημερινότητα στις φτωχογειτονιές.

Τελετή θεμελίωσης παρουσία της β. Φρειδερίκης. Πηγή: Michael Mille

Η παρέμβαση αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη πολιτική και κοινωνική ατζέντα που αφορούσε όλες τις παραγκουπόλεις της Αθήνας — από το Δουργούτι και τον Ασύρματο μέχρι τα Μανιάτικα, τον Βύρωνα και τη Δραπετσώνα. Οι «παράγκες» είχαν μετατραπεί σε πολιτικό ζήτημα ήδη από τη δεκαετία του ’50, καθώς συνδέονταν όχι μόνο με την εικόνα υπανάπτυξης της πρωτεύουσας, αλλά και με τον φόβο κοινωνικής αναταραχής. Για την πολιτική ηγεσία, η εξάλειψή τους λειτουργούσε τόσο ως μέτρο «εκσυγχρονισμού» όσο και ως μηχανισμός ελέγχου των φτωχών στρωμάτων, τα οποία — συγκεντρωμένα σε τέτοιους οικισμούς — θεωρούνταν ευάλωτα στη ριζοσπαστικοποίηση.

Έτσι, με το σύνθημα «Θάνατος στην Παράγκα» το 1965, ο Γεώργιος Παπανδρέου εγκαινίασε την επόμενη φάση αυτής της πολιτικής, με την κατασκευή μεγάλων συγκροτημάτων πολυκατοικιών για τον προσφυγικό πληθυσμό. Να σημειωθεί ότι το τελικό πρόγραμμα εφαρμόστηκε από το Υπουργείο Πρόνοιας το 1967 και ολοκληρώθηκε το 1971, υπό το καθεστώς της δικτατορίας, σε μια από τις προσπάθειες του καθεστώτος να αποκτήσει λαϊκά ερείσματα. Αν και παρουσιάστηκε ως κοινωνική μέριμνα, η λογική πίσω από το σχέδιο αντιμετώπιζε τους πρόσφυγες και τους φτωχούς ως ομοιογενή «μάζα» προς μετακίνηση και εγκατάσταση σε τυποποιημένα, απομονωμένα κτίρια, διακόπτοντας τους δεσμούς που είχαν αναπτυχθεί στους άτυπους οικισμούς.

Το έργο κάλυψε συνολική έκταση 63.000 τ.μ., μέρος της οποίας ήταν ήδη δημόσια γη, ενώ το υπόλοιπο αποκτήθηκε μέσω απαλλοτριώσεων. Χτίστηκαν 35 πολυκατοικίες με 865 διαμερίσματα, τα οποία παραχωρήθηκαν σε πρόσφυγες και γηγενείς που ζούσαν μέχρι τότε σε παραπήγματα. Η επιλογή των δικαιούχων βασίστηκε σε απογραφή και η κατανομή των διαμερισμάτων έγινε με κλήρωση, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας. Ωστόσο, δεν εφαρμόστηκαν κριτήρια εντοπιότητας, γεγονός που οδήγησε σε μετακινήσεις πληθυσμών. Χαρακτηριστικά, οικογένειες από τον Ταύρο και τον Άγιο Σώστη εγκαταστάθηκαν στο Δουργούτι, ενώ κάτοικοι του Δουργουτιού μετεγκαταστάθηκαν στον Ασύρματο, το Περιστέρι, τη Νέα Ιωνία και τη Νέα Σμύρνη.

Η απόκτηση πλήρους κυριότητας των διαμερισμάτων δεν ήταν δωρεά, καθώς οι δικαιούχοι όφειλαν να καταβάλουν ποσό ίσο με το κόστος κατασκευής για να λάβουν το οριστικό παραχωρητήριο. Η τελευταία κρατική πολυκατοικία που χτίστηκε στη γειτονιά ήταν η 12όροφη, η οποία και συμβόλιζε το τέλος μιας εποχής, γιατί «κλείνει το θέμα προσφυγική στέγαση». Με την ολοκλήρωση του συγκροτήματος, η γειτονιά απέκτησε για πρώτη φορά πλήρη ρυμοτομικό σχέδιο, αλλά και μια νέα κοινωνική δομή.

Η ταινία «Ο Πρόσφυγας» (1969), σε σκηνοθεσία Χρήστου Κυριακόπουλου και σενάριο Νίκου Φώσκολου με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Φούντα και την Καίτη Παπανίκα, παρουσιάζει στις τελευταίες σκηνές της τις νέες προσφυγικές πολυκατοικίες που ανεγέρθηκαν επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου στο πλαίσιο της πολιτικής «Θάνατος στην παράγκα». Οι σκηνές γυρίστηκαν στη διασταύρωση Φρειδερίκου Σμιθ και Κασομούλη Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: filmy.gr

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Κοινωνιολογίας, διαθέσιμο εδώ
  • Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, διαθέσιμο εδώ
  • Documento, Δουργούτι: Ο αρμενικός συνοικισμός στον Νέο Κόσμο, διαθέσιμο εδώ
  • Azator Archive, Δουργούτι, η μαγική πόλη, διαθέσιμο εδώ
  • Μηχανή του Χρόνου, Από τις παράγκες στα Πετράλωνα. Οι απόκληροι της Μικρασίας και τα “πέτρινα” της Φρειδερίκης. Δείτε από ψηλά…, διαθέσιμο εδώ
  • Ζαχαράκης Μ (2016) Συνοπτική Ιστορία Δουργουτίου, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Παγιαβλά
Γεωργία Παγιαβλά
Αποφοίτησε από το Tμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ, παράλληλα, ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Απασχολήθηκε σε μια αστική ΜΚΟ για την Απολιγνιτοποίηση στη Μεγαλόπολη και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο Tμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με κατεύθυνση Χωρικές Πολιτικές και Ανάπτυξη στην Ευρώπη. Συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο, ενώ, συγχρόνως, φοιτά στο προπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Χόμπυ της η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και οι περίπατοι στην Αθήνα.