Της Έφης Σταμοπούλου,
Σε προηγούμενο άρθρο έγινε αναφορά στην κλασική τέχνη της γλυπτικής, της κεραμικής και της ζωγραφικής. Η κλασική Ελλάδα και ειδικότερα η Αθήνα ανέπτυξε σημαντικά και την αρχιτεκτονική της. Ο Περικλής με τη χρήση του ταμείου της Δηλιακής Συμμαχίας ανέλαβε ένα σπουδαίο οικοδομικό πρόγραμμα κατά τον 5ο αιώνα, τον λεγόμενο «Χρυσό Αιώναρχιτεα». Το πρόγραμμα αυτό δεν αποτελούσε απλά προϊόν αισθητικής, αλλά εξυπηρετούσε ακόμα πολιτικο—οικονομικούς, ιδεολογικούς και θρησκευτικούς σκοπούς, αναδεικνύοντας τελικώς την Αθήνα ως ηγεμονική δύναμη.
Τρία ήταν τα βασικά αρχιτεκτονικά ρεύματα της κλασικής εποχής που διακόσμησαν τα τότε σύγχρονα οικοδομικά έργα: ο δωρικός, ο ιωνικός και ο κορινθιακός ρυθμός. Ο πρώτος είναι ο πιο αυστηρός, ο πιο απλός, με κίονες χωρίς βάση (στηρίζονταν απευθείας στον στυλοβάτη) και με λιτά κιονόκρανα. Ο Παρθενώνας είναι ένα από τα πιο γνωστά οικοδομήματα με δωρικό κυρίως σχεδιασμό. Το Ερέχθειο, αντιθέτως, ακολούθησε τον δεύτερο, τον ιωνικό, έναν ρυθμό πιο κομψό, πιο λεπτό με βάση και διακοσμημένο κιονόκρανο που κατέληγε σε δύο κοχλίες εκατέρωθεν. Ο τρίτος και μεταγενέστερος ήταν ο Κορινθιακός, ο πιο διακοσμημένος ρυθμός, καθώς το κιονόκρανο του αποτελείται από υψηλό έχινο (κάλαθο) που περιβάλλεται από μία ή δύο σειρές φύλλων ακάνθου και έλικες.

Οι πιο διάσημες και διαχρονικές κατασκευές του Περικλή βρίσκονταν πάνω στην Ακρόπολη των Αθηνών και είχαν πρωτίστως θρησκευτική λειτουργία. Ο Παρθενώνας, το λαμπρότερο μνημείο της Αθήνας, χτίστηκε γύρω στο 447—438 π.Χ. προς τιμήν της θεάς Αθηνάς και αποτελεί δημιούργημα των σπουδαίων και φημισμένων αρχιτεκτόνων, Ικτίνο και Καλλικράτη. Ο ναός αντικατέστησε έναν παλαιότερο, ονόματι Εκατόμπεδο. Ο «νέος» Παρθενώνας είναι ένας δωρικός περίπτερος ναός, εξάστυλος, αμφιπρόστυλος με 8×17 κίονες και είναι κατασκευασμένος από πεντελικό μάρμαρο. Η χρήση κυρίως του δωρικού ρυθμού προσδίδει στο μνημείο λιτότητα, αυστηρότητα και στιβαρότητα. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για έναν υβριδικό ναό, καθώς ενσωματώνει ιωνικά στοιχεία στην εσωτερική διακόσμηση, όπως η ύπαρξη των τεσσάρων κιόνων στον οπισθόδομο και η συνεχής εσωτερική ζωφόρος εξωτερικά του σηκού.
Το επόμενο μνημείο που εντάχθηκε στο οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή ήταν η κατασκευή των Προπυλαίων. Η μνημειακή είσοδος στην Ακρόπολη σχεδιάστηκε από τον Μνησικλή περίπου το 437—431 π.Χ., έργο του οποίου το αρχικό σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε λόγω του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πρόκειται για εξάστυλο δωρικό μνημείο με επιστύλιο και δωρική ζωφόρο που φέρει τρίγλυφα και ακόσμητες μετόπες καθώς και αέτωμα στην πρόσοψη. Στο εσωτερικό του περιλαμβάνονται ιωνικοί κίονες που στήριζαν τα φατνώματα της οροφής, κατασκευασμένα από πεντελικό μάρμαρο. Η προσθήκη των ιωνικών κιόνων διευκόλυνε αφενός την είσοδο των επισκεπτών λόγω της λεπτότητάς τους (σε αντίθεση με τους ογκώδεις δωρικούς κίονες) κι αφετέρου επέτρεψε την εξισορρόπηση της υψομετρικής διαφοράς μέσα στα Προπύλαια, μεταξύ της κεντρικής αίθουσας και του χώρου που οδηγούσε στο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου. Εκτός από τον λειτουργικό τους ρόλο, η συνύπαρξη των δύο ρυθμών —δωρικού και ιωνικού— προέβαλε τον αρχιτεκτονικό πλούτο της κλασικής Αθήνας συνδυάζοντας την αυστηρότητα και την κομψότητα, αντιστοίχως, και συμβολίζοντας την πολιτισμική και πολιτική ηγεμονία της πόλης.

Το Ερέχθειο είναι ένα ακόμα εντυπωσιακό μνημείο της Ακρόπολης, σύνθετο οικοδόμημα, ιωνικού ρυθμού και με ιδιαίτερα εντυπωσιακή πρόσοψη. Άρχισε να κατασκευάζεται την τελευταία εικοσαετία του 5ου αι. π.Χ. Το κτήριο χωρίζεται σε δύο μέρη: το ανατολικό τμήμα με την εξάστυλη ιωνική πρόσταση, που ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά και στέγαζε το ξύλινο λατρευτικό της άγαλμα και το δυτικό, που ήταν αφιερωμένο στη λατρεία των Ποσειδώνα—Ερεχθέα, Ηφαίστου και Βούτη. Στη ΒΔ μεριά προεξέχει το Πρόπυλο με ιωνική εξάστυλη κιονοστοιχία σε σχήμα Π διακοσμημένη με ανάγλυφα κυμάτια, αστράγαλο, ανθέμια, διπλό πλοχμό και ρόδακες. Η πιο εντυπωσιακή όμως πλευρά του μνημείου που το κάνει να ξεχωρίζει από οποιοδήποτε άλλο μνημείο πάνω στην Ακρόπολη, είναι η ΝΔ γωνία του που κοσμείται αντί κιόνων με έξι γυναικείες μορφές, οι λεγόμενες Καρυάτιδες παραταγμένες σε σχήμα Π. Η ύπαρξή τους, εκτός από την αισθητική τους αξία, οι συμμετρικές στάσεις με την κατακόρυφη πτύχωση χαμηλά ενίσχυαν την εντύπωση της ευστάθειας και συνοχής του συνόλου. Η κόμμωση, επίσης, ισχυροποιούσε το πάχος της κεφαλής που έφερε το βάρος της οροφής. Σήμερα, οι πέντε από τις έξι εκτίθενται στο Μουσείο Ακρόπολης, ενώ η έκτη βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Το τελευταίο σημαντικό μνημείο που ανήκει στο οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή είναι ο Ναός της Αθηνάς Νίκης, έργο του Καλλικράτη. Πρόκειται για έναν μικρό, κομψό, τετράστυλο αμφιπρόστυλο ναό, ιωνικού ρυθμού, ανεγέρθηκε γύρω στο 426—421 π.Χ. Είχε πλούσιο γλυπτό διάκοσμο στη ζωφόρο και τα αετώματα. Το μνημείο χτίστηκε πάνω σε προγενέστερη θεμελίωση μυκηναϊκού πύργου του 13ου αι. π.Χ., που προστάτευε την πρόσβαση στην οχυρωμένη Ακρόπολη. Προς τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ο πύργος καλύφτηκε με λίθινη τοιχοποιία αφήνοντας ένα άνοιγμα στη βάση μέσω του οποίου ήταν ορατό το κυκλώπειο τείχος. Περίπου το 410 π.Χ. κατασκευάστηκε ένα μαρμάρινο στηθαίο (θωράκιο) με ανάγλυφες παραστάσεις με την απεικόνιση φτερωτών Νικών σε διάφορες στάσεις.

Με την λήξη του Περικλείου οικοδομικού προγράμματος στην Ακρόπολη δεν ολοκληρώθηκαν όλα τα μνημεία σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό. Παρ’ όλα αυτά, το ιερό απέκτησε μια νέα μορφή που αντανακλούσε το μεγαλείο της κλασικής Αθήνας. Πέρα από τα προαναφερθέντα —γνωστά μνημεία της Ακρόπολης— κατά τους κλασικούς χρόνους λειτουργούσαν κι άλλα, είτε πάνω είτε γύρω από τον Ιερό Βράχο, όπως ενδεικτικά: το Αρρηφόριον, ένα τετράγωνο κτήριο βορειοδυτικά του Ερεχθείου και η Χαλκοθήκη, ένα επίμηκες κτήριο που ανεγέρθηκε γύρω στο 400 π.Χ., στο οποίο φυλάσσονταν χάλκινα αντικείμενα. Υπήρχε επίσης το Ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, στοά δωρικού ρυθμού σε σχήμα Π, που κατασκευάστηκε επί τυραννίας Πεισίστρατου.
Επιπλέον κτήρια που αναγέρθηκαν κατά τα κλασικά χρόνια, εκτός Ακροπόλεως, περιλαμβάνουν, ενδεικτικά, τον Ναό του Ηφαίστου στον Κολωνό Αγοραίο στη βορειοδυτική πλευρά της Αγοράς. Η κατασκευή του ξεκίνησε το ίδιο διάστημα με τον Παρθενώνα, αλλά ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα. Πρόκειται για δωρικό περίπτερο, αμφιδίστυλο εν παραστάσι με διάταξη κιόνων 6×13 κατασκευασμένο από πεντελικό μάρμαρο, εκτός από την κατώτερη βαθμίδα της κρηπίδας, που ήταν πώρινη. Τέλος, ο ναός διέθετε πλούσιο γλυπτό διάκοσμο από παριανό μάρμαρο. Σημαντικό μνημείο της ίδιας περιόδου ήταν και ο Ναός του Ποσειδώνα, που χτίστηκε περίπου στα μισά του 5ου αι. π.Χ. στο Σούνιο. Επρόκειτο για δωρικό περίπτερο, αμφιδίστυλο εν παραστάσι ναό με 6×12 κίονες. Το ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα, δωρικός ναός εν παραστάσι με οπισθόδομο, λειτουργούσε ήδη από τον 8ο αι π.Χ. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., προστέθηκε μια δωρική στοά σε σχήμα Π, η λεγόμενη «Στοά των Άρκτων», η οποία, αν και παρέμεινε ημιτελής, προοριζόταν να φιλοξενήσει τις βάσεις με τα αναθήματα.

Το οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή και τα υπόλοιπα έργα των κλασικών χρόνων τόσο στην Ακρόπολη, όσο και στην υπόλοιπη Αττική, σημάδεψαν ανεξίτηλα την εικόνα της Αθήνας. Ο συνδυασμός της αυστηρότητας και της κομψότητας, της θρησκευτικής και της πολιτικής διάστασης, τα μνημεία κατέστησαν την Αθήνα πρότυπο καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής δημιουργίας και κληρονομιάς που εξακολουθεί να εμπνέει μέχρι σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η Ακρόπολη των Αθηνών, eclass.uth.gr, διαθέσιμο εδώ
- Τα Προπύλαια, theacropolismuseum.gr, διαθέσιμο εδώ
- Πλάντζος Δ., Ελληνική τέχνη και αρχαιολογία: 1200-30 π.Χ., Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα, 2016