Της Δήμητρας Καπίδου,
Στην εποχή της ψηφιοποίησης, κάθε μας κίνηση στον ψηφιακό κόσμο αφήνει ίχνη: από μηνύματα και φωτογραφίες ως δεδομένα τοποθεσίας και ηλεκτρονικά έγγραφα. Τα στοιχεία αυτά γνωστά στην δικανική διαδικασία και ως ψηφιακές αποδείξεις αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σπουδαιότητα στις δίκες, καθώς μπορούν να επιβεβαιώσουν ή να αντικρούσουν κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων. Ωστόσο, η χρήση τους εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη διασφάλιση της αυθεντικότητάς τους και τα όρια μεταξύ νομιμότητας και παραβίασης της ιδιωτικότητας. Η συζήτηση γύρω από τα ζητήματα αυτά αποτελεί σήμερα ένα δυναμικό και σύνθετο πεδίο, στο οποίο διασταυρώνονται η νομική επιστήμη, η τεχνολογία και οι θεμελιώδεις αρχές προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου καθιστώντας αναγκαία την αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ της αποδεικτικής τους αξίας και της διασφάλισης των ατομικών ελευθεριών.
Με τον όρο «ψηφιακές αποδείξεις» νοούνται τα δεδομένα που αποθηκεύονται, παράγονται ή διαβιβάζονται σε ηλεκτρονική μορφή και αξιοποιούνται για να τεκμηριώσουν γεγονότα ή καταστάσεις σε δικαστικές διαδικασίες. Αυτά μπορούν να είναι εικόνες και βίντεο, ηχητικά αρχεία, έγγραφα, μηνύματα ή ακόμη και απλά δεδομένα από συσκευές. Στην ελληνική έννομη τάξη η αποδοχή και ενσωμάτωση των ψηφιακών μέσων στην αποδεικτική διαδικασία έχει σταδιακά εδραιωθεί μέσα από συγκεκριμένες νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες επιδιώκουν να προσαρμόσουν το παραδοσιακό δίκαιο της απόδειξης στις απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής. Με την πρωτοποριακή ρύθμιση που εισήγαγε ο νομοθέτης στο άρθρο 444 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) προσδιορίζεται με σαφήνεια η έννοια των μηχανικών απεικονίσεων, η οποία ως προς την αποδεικτική της ισχύ εξομοιώνεται πλήρως με εκείνη των ιδιωτικών εγγράφων, αποκτώντας έτσι την ίδια βαρύτητα στην αποδεικτική διαδικασία.

Καθημερινά, τα δικαστήρια καλούνται να αξιολογήσουν μια πληθώρα ηλεκτρονικών στοιχείων. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη της νομολογίας (Απόφαση Μον.Πρ.Αθ.1932/2011) στην κατηγορία των ηλεκτρονικών εγγράφων εντάσσονται τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e–mail), στα οποία η ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα λειτουργεί ως αξιόπιστη ηλεκτρονική υπογραφή. Η λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου βασίζεται σε ένα σύστημα μοναδικής ταυτοποίησης. Κάθε χρήστης, διαθέτει έναν αποκλειστικό κωδικό πρόσβασης και μια μοναδική ηλεκτρονική διεύθυνση που τον διακρίνει από όλους τους άλλους χρήστες. Όταν αυτή η διεύθυνση εμφανίζεται σε ένα μήνυμα, δημιουργεί άμεση και αδιαμφισβήτητη σύνδεση μεταξύ του αποστολέα και του περιεχομένου. Σχετικά με την αποδεικτική αξία, το άρθρο 445ΚΠολΔ ορίζει ότι το νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο ηλεκτρονικού μηνύματος που βρίσκεται αποθηκευμένο στον υπολογιστή του παραλήπτη συνιστά ισχυρό αποδεικτικό μέσο για την προέλευση της δήλωσης από τον αποστολέα. Με αυτό τον τρόπο και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις ασφαλείας, ένα e–mail μπορεί να αποκτήσει την πλήρη αποδεικτική δύναμη που προβλέπει ο νόμος.
Παράλληλα με τα e–mails, τα απλά μηνύματα SMS έχουν επίσης αποκτήσει σημαντική θέση στο νομικό τοπίο. Τα σύντομα γραπτά μηνύματα της κινητής τηλεφωνίας, ανεξάρτητα από τον τρόπο που παρουσιάζονται στην δίκη, εντάσσονται στην κατηγορία των ιδιωτικών ηλεκτρονικών εγγράφων, εφόσον αποτελούν ψηφιακά δεδομένα που αποθηκεύονται και επεξεργάζονται από το κινητό τηλέφωνο του χρήστη. Την ίδια νομική αντιμετώπιση τυγχάνουν και τα μηνύματα από εφαρμογές όπως το Viber. Αυτές οι πλατφόρμες συνδυάζουν χαρακτηριστικά τόσο των SMS όσο και των e–mails, διότι απαιτούν ταυτοποίηση μέσω τηλεφωνικού αριθμού, αλλά λειτουργούν ως ηλεκτρονικές εφαρμογές. Τα μηνύματα αυτά, δεν θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα, όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους διαδίκους και αφορούν συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του απορρήτου ή της ελεύθερης επικοινωνίας, αφού οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στην συζήτηση κάνουν χρήση των μηνυμάτων στο πλαίσιο της μεταξύ τους δικαστικής διαφοράς. Αντιθέτως, όταν τα SMS προσκομίζονται από κάποιον τρίτο και αφορούν την συνομιλία άλλων προσώπων, τότε αξιολογούνται ως παράνομα αποδεικτικά μέσα. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιτραπεί η χρήση τους λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, όταν ο διάδικος που τα επικαλείται δεν διαθέτει κάποιο άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο και το περιεχόμενο των μηνυμάτων είναι κρίσιμο για την απόδειξη των ισχυρισμών του (Απόφαση Μον.Πρ.Λαμ.208/2023).
Οι φωτογραφίες και τα βίντεο, ειδικά όταν αναρτώνται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook ή το Instagram, αποτελούν ένα αναδυόμενο πεδίο αξιοποίησης ως αποδεικτικά μέσα σε πολιτικές δίκες. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ, τέτοιου είδους μηχανικές απεικονίσεις μπορούν να ισοδυναμούν με ιδιωτικά έγγραφα με τον όρο ότι είναι γνήσιες και νομίμως αποκτηθήσες. Παρόλα αυτά, εκτυπώσεις που αποτυπώνουν αναρτήσεις οι οποίες είναι ορατές μόνο σε περιορισμένο αριθμό ατόμων, όπως για παράδειγμα στους «φίλους» του χρήστη, θεωρούνται απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα, αφού προσκομίζονται χωρίς την συναίνεση του ατόμου που τις ανάρτησε. Αυτό συμβαίνει γιατί τέτοιο υλικό δεν έχει εκτεθεί στη δημόσια σφαίρα, δηλαδή σε κάποιο δημόσιο προφίλ και επομένως καλύπτεται από την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Από την άλλη πλευρά, όταν τα προσωπικά δεδομένα δημοσιοποιούνται ευρέως, με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίστανται εύκολα προσβάσιμα από μεγάλο αριθμό ατόμων, τότε παύουν να προστατεύονται στον ίδιο βαθμό, γιατί πλέον δεν πληρούν την προϋπόθεση της ιδιωτικότητας που επιβάλλουν τα νομοθετήματα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Εν κατακλείδι, η βαθμιαία ενσωμάτων των ψηφιακών αποδείξεων στις δικαστικές διαδικασίες, αντανακλά την μετάβαση της κοινωνίας στην νέα ψηφιακή εποχή και την ανάγκη του δικαίου να προσαρμοστεί σε αυτή. Αν και η αξιοποίησή τους προσφέρει σημαντικές δυνατότητες ως προς την αποκάλυψη της αλήθειας και την διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, δεν σταματά να συνοδεύεται από ουσιώδεις προκλήσεις, κυρίως ως προς την γνησιότητα και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η οριοθέτηση μεταξύ του θεμιτού και του παράνομου αποδεικτικού υλικού, παραμένει κρίσιμο ζητούμενο, ενώ παράλληλα απαιτεί προσεκτική, κατά περίπτωση, στάθμιση. Η εξέλιξη του νομικού πλαισίου αλλά και η ευαισθητοποίηση των νομικών λειτουργών αποτελούν, τέλος, καθοριστικές παραμέτρους για μία ορθολογική και ισορροπημένη απονομή της δικαιοσύνης στην ψηφιακή εποχή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Νίκας Θ. Νικόλαος, 2022, εκδόσεις Σάκκουλα
- Κλημεντίδη Σουζάνα, Τα αποδεικτικά μέσα στην εποχή των Social Media – Η περίπτωση του Facebook, ot.gr, διαθέσιμο εδώ
-
Αγγέλου Ναταλία, The use of Email, SMS and App Messages as evidence in civil trials, knowledgeportal.karatza-partners.gr, διαθέσιμο εδώ