Του Κωνσταντίνου Μπαρτζώκα,
Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απλώς μια νέα τεχνολογία. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα έξυπνο εργαλείο που απαντάει στις ερωτήσεις μας ή μας προτείνει το επόμενο τραγούδι στο Spotify. Σήμερα, η τεχνητή νοημοσύνη μοιάζει να μετατρέπεται σε μια νέα μορφή εξουσίας, που αλλάζει το τοπίο της πολιτικής, της οικονομίας και της καθημερινής ζωής, διαμορφώνοντας όχι μόνο τον κόσμο γύρω μας αλλά και το πώς σκεφτόμαστε, τι επιλέγουμε, ακόμα και ποιοι είμαστε.
Πίσω από την εικόνα της αόρατης και «μαγικής» τεχνολογίας, κρύβεται μια πραγματικότητα που συχνά αγνοούμε. Τα τεράστια data centers που στηρίζουν τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης απαιτούν εκτάσεις γης, τεράστια ποσά ενέργειας και καθαρού νερού για ψύξη, προκαλώντας προβλήματα σε τοπικές κοινότητες (και όχι μόνο!). Η εξόρυξη των απαραίτητων μεταλλευμάτων και η κατασκευή υποδομών βασίζονται σε περιοχές με χαμηλή περιβαλλοντική προστασία, ενώ η εκπαίδευση των ίδιων των μοντέλων στηρίζεται σε φθηνό εργατικό δυναμικό στον Παγκόσμιο Νότο.
Αυτό το τελευταίο είναι μια από τις πιο αθέατες και ανησυχητικές όψεις του οικοσυστήματος της τεχνητής νοημοσύνης. Παρά την εικόνα του πλήρως αυτοματοποιημένου συστήματος, κάθε μοντέλο στηρίζεται σε τεράστιους όγκους δεδομένων που πρέπει πρώτα να καθαριστούν, να επισημανθούν και να οργανωθούν από ανθρώπους. Αυτή η δουλειά, που συχνά χαρακτηρίζεται ως «ψηφιακή χειρωνακτική εργασία», ανατίθεται σε ανθρώπους σε χώρες όπως η Κένυα, η Βενεζουέλα και οι Φιλιππίνες. Πρόκειται για μορφωμένους ανθρώπους που, λόγω ανεργίας και ανισοτήτων, εργάζονται με ελάχιστα ημερομίσθια κάτω από επισφαλείς συνθήκες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εταιρείες καθυστερούν πληρωμές ή διακόπτουν συμβόλαια χωρίς εξήγηση. Και ενώ τα προϊόντα που παράγονται αποφέρουν τεράστια κέρδη σε επενδυτές, οι άνθρωποι που κάνουν αυτή τη δουλειά παραμένουν αόρατοι και αναλώσιμοι.
Αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο του βιβλίου της Karen Hao, Empire of AI, το οποίο καταγράφει με εντυπωσιακή λεπτομέρεια την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης ως μιας νέας αυτοκρατορίας. Μέσα από την αφήγηση του επεισοδίου αποπομπής και επιστροφής του Sam Altman από την OpenAI, η Hao δεν περιγράφει απλώς μια κρίση ηγεσίας, αλλά αποδομεί ολόκληρο το αφήγημα περί ιδεαλισμού και διαφάνειας που χαρακτήριζε αρχικά την εταιρεία. Η OpenAI ξεκίνησε ως ένα πείραμα ηθικής τεχνολογίας, με στόχο την ανάπτυξη τεχνητής γενικής νοημοσύνης προς όφελος της ανθρωπότητας.

Στην πράξη, όμως, εξελίχθηκε σε έναν υπερσυγκεντρωτικό και εμπορευματοποιημένο οργανισμό, που ακολούθησε τη λογική του ανταγωνισμού και της κερδοφορίας. Η Hao παρουσιάζει την τεχνητή νοημοσύνη ως ένα αποικιοκρατικό σύστημα, το οποίο απορροφά δεδομένα, ενέργεια, εργασία και δημιουργικότητα από κάθε γωνιά του πλανήτη για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα μιας τεχνολογικής ελίτ. Μέσα από ρεπορτάζ σε πέντε ηπείρους, επιβεβαιώνει πως η «πρόοδος» αυτή βασίζεται σε αόρατες θυσίες: εργαζόμενοι σε επισφαλείς θέσεις, κοινότητες που χάνουν τους φυσικούς τους πόρους, δημιουργοί που βλέπουν το έργο τους να χρησιμοποιείται χωρίς συναίνεση. Για την Hao, το ζήτημα δεν είναι απλώς τεχνικό, αλλά πολιτικό και ηθικό: ποιος αποφασίζει πώς θα είναι το μέλλον, ποιος συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων και ποιος μένει έξω από το δωμάτιο.
Το πιο ανησυχητικό όμως δεν είναι μόνο το τι κάνουν οι ισχυροί, αλλά το τι κάνουμε εμείς. Η τεχνητή νοημοσύνη μάς διευκολύνει τόσο πολύ, που αρχίζουμε να της παραδίδουμε όχι μόνο τον χρόνο μας αλλά και την ίδια μας την κρίση. Αντί να αποφασίζουμε, αρχίζουμε να ακολουθούμε προτάσεις. Αντί να αναρωτιόμαστε, δεχόμαστε. Αντί να διαμορφώνουμε τη ζωή μας, την «συμπληρώνουμε» με προτάσεις που μας λέει το κινητό. Μια πρόβλεψη, μια σύσταση, μια ευκολία που γίνεται συνήθεια, και τελικά εσωτερικευμένος έλεγχος.
Ο Μπρένταν ΜακΚορντ, ιδρυτής και πρόεδρος του Cosmos Institute, προτείνει την ιδέα ενός νέου τύπου δημιουργού: του «φιλόσοφου-τεχνολόγου». Εμπνευσμένος από την πλατωνική έννοια του «φιλόσοφου-βασιλιά», αλλά απορρίπτοντας το συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας που αυτή συνεπάγεται, ο ΜακΚορντ υποστηρίζει ότι δεν χρειαζόμαστε μια υπερ-νοημοσύνη ή έναν ηγέτη που γνωρίζει τι είναι καλό για όλους, αλλά ένα πλέγμα από ανθρώπους που ενσωματώνουν την ηθική και τη φιλοσοφία μέσα στην πράξη της τεχνολογικής δημιουργίας. Στην ελληνική, η διάκριση μεταξύ «τάξεως» και «κόσμου» αποτυπώνει ακριβώς αυτό: από τη μία η επιβολή από τα πάνω, από την άλλη η αρμονία που προκύπτει από πολλές, διαφορετικές συνεισφορές.
Ο φιλόσοφος-τεχνολόγος λειτουργεί μέσα από αυτή τη δεύτερη λογική, χτίζοντας εργαλεία που ενδυναμώνουν και δεν ελέγχουν, που σέβονται την ελευθερία και δεν την υποκαθιστούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του τύπου ανθρώπου, σύμφωνα με τον ΜακΚορντ, είναι ο Μπέντζαμιν Φραγκλίνος: εφευρέτης, μηχανικός, στοχαστής και πολιτικός, που κατάφερε να μετατρέψει φιλοσοφικές ιδέες της εποχής του σε πρακτικούς θεσμούς, όπως το δημόσιο σύστημα βιβλιοθηκών και το ίδιο το Σύνταγμα των ΗΠΑ. Για τον ΜακΚορντ, αυτό που κάνει τον Φραγκλίνο ξεχωριστό δεν είναι μόνο η τεχνική του δεινότητα, αλλά η ικανότητά του να ενώνει τη θεωρία με την πράξη, και τη γνώση με την πρόνοια για το κοινό καλό.
Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μεταμορφώσει τον κόσμο, όμως το ερώτημα δεν είναι αν αυτό θα συμβεί, αλλά ποιος θα τη διαμορφώσει και προς ποια κατεύθυνση. Το αν θα μείνουμε ελεύθεροι άνθρωποι που διαμορφώνουν τη ζωή τους ή θα αφήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη να συμπληρώνει τις φράσεις και τις αποφάσεις μας, είναι ίσως η τελευταία πραγματικά ανθρώπινη επιλογή που έχουμε. Δεν πρόκειται μόνο για τεχνολογία, αλλά για τον ίδιο τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αυτονομία, τη συλλογικότητα και το μέλλον μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- uncivilized, How AI is the New Empire,youtube.com,διαθέσιμο εδώ
- Big Think,The last human choice:surrendering agency to AI, youtube.com,διαθέσιμο εδώ