31.8 C
Athens
Παρασκευή, 4 Ιουλίου, 2025
ΑρχικήΚοινωνίαΥγείαΚενά μνήμης και απόσυρση: Tα παρεπόμενα της παιδικής κακοποίησης

Κενά μνήμης και απόσυρση: Tα παρεπόμενα της παιδικής κακοποίησης


Της Άννας Ηλίου,

Η παιδική ηλικία αποτελεί το θεμέλιο της ψυχικής και γνωστικής ανάπτυξης. Όταν αυτό το θεμέλιο διαβρώνεται από τραυματικές εμπειρίες, όπως η κακοποίηση και η παραμέληση, οι συνέπειες δεν περιορίζονται στα παιδικά χρόνια, αλλά διατρέχουν ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου. Ανάμεσα στα πιο ανησυχητικά και συχνά αόρατα συμπτώματα αυτών των εμπειριών βρίσκονται η απώλεια μνήμης και η ψυχολογική διάσχιση (ή αποσύνδεση) – φαινόμενα που λειτουργούν ταυτόχρονα ως μηχανισμοί άμυνας και τραυματικές απολήξεις.

Μνήμη υπό κατάρρευση

Τα άτομα που έχουν βιώσει συναισθηματική, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία εμφανίζουν συχνά κενά μνήμης, ιδιαίτερα σε περιόδους έντονου στρες. Αυτά τα κενά δεν σχετίζονται με την κοινή «αφηρημάδα», αλλά αποτελούν μια μορφή ψυχολογικής απόσυρσης: το μυαλό αποσύρεται από το τραύμα για να προστατευθεί.

Ειδικότερα, η ικανότητα επεξεργασίας και ανάκλησης πληροφοριών –γνωστή ως «εργαζόμενη μνήμη»– φαίνεται να επηρεάζεται βαθιά. Έρευνα σε δείγμα 376 γυναικών έδειξε πως όσες είχαν υποστεί συναισθηματική, σωματική κακοποίηση ή είχαν υπάρξει μάρτυρες ενδοοικογενειακής βίας εμφάνιζαν σημαντικά ελλείμματα στην εργαζόμενη μνήμη, που περιλαμβάνει:

  • Λεκτική ανάκληση (π.χ. απομνημόνευση ονομάτων)
  • Αριθμητική μνήμη
  • Ικανότητα συγκέντρωσης και προσοχής
  • Εκτελεστική λειτουργία (οργάνωση, προγραμματισμός, λήψη αποφάσεων)

Η παραμέληση φάνηκε να επηρεάζει περισσότερο την εκτελεστική λειτουργία, ενώ η ψυχολογική κακοποίηση και η μαρτυρία βίας συνδέθηκαν ισχυρά με τις περισσότερες γνωστικές παραμέτρους. Νευροαπεικονιστικές μελέτες δείχνουν πως περιοχές όπως ο ιππόκαμπος και ο προμετωπιαίος φλοιός –κρίσιμοι κόμβοι για τη μνήμη, την προσοχή και την εκτελεστική λειτουργία– παρουσιάζουν τροποποιήσεις στη μορφολογία και τη λειτουργικότητά τους. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα δεν περιορίζονται σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά στην πράξη, μεταφράζονται σε αδυναμία συγκέντρωσης, ακαταστασία, ξεχασμένες υποχρεώσεις, ακόμη και δυσκολίες στον επαγγελματικό και κοινωνικό χώρο.

Πηγή Εικόνας και Δικαιώματα Χρήσης: istockphoto.com / kieferpix

Η διάσχιση/αποσύνδεση ως μηχανισμός επιβίωσης

Η διάσχιση αποτελεί μια πιο βαθιά και συστημική απάντηση στο τραύμα. Δεν είναι απλώς αποσύνδεση από τη μνήμη, αλλά από την ίδια την εμπειρία, το σώμα, την ταυτότητα. Πολλές φορές, μπροστά σε επαναλαμβανόμενη κακοποίηση, το παιδί υιοθετεί μια κατάσταση αποστασιοποίησης – «φεύγει» ψυχικά, ακόμα κι αν το σώμα του παραμένει παρόν.

Αυτή η στρατηγική, όσο σωτήρια είναι για την επιβίωση, τόσο καταστροφική μπορεί να γίνει μακροπρόθεσμα. Η αποσύνδεση μπορεί να εξελιχθεί σε χρόνιο μοτίβο, επηρεάζοντας τη λειτουργία της μνήμης, της συναισθηματικής ρύθμισης και της προσωπικότητας και στην ενήλικη ζωή. Άνθρωποι με υψηλά επίπεδα διάσχισης συχνά νιώθουν αποσυνδεδεμένοι από τις αναμνήσεις τους, βιώνουν στιγμές αποπροσωποποίησης και νιώθουν «σαν να παρακολουθούν τη ζωή τους από απόσταση».

Μεγάλη μετα-ανάλυση 65 μελετών (συνολικά 7.352 ατόμων) υπέδειξε ότι όσοι έχουν ιστορικό κακοποίησης έχουν σταθερά υψηλότερες βαθμολογίες στην Κλίμακα Αποσυνδετικών Εμπειριών. Τα σκορ ήταν ιδιαίτερα υψηλά σε περιπτώσεις σεξουαλικής και σωματικής κακοποίησης και αυξάνονταν ακόμη περισσότερο όταν υπήρχε συνδυασμός των δύο μορφών βίας. Η διαφορά ήταν εντυπωσιακή: στους μη-κακοποιημένους ενήλικες, οι βαθμολογίες ήταν υποδιπλάσιες ή χαμηλότερες.

Οι πιο κρίσιμοι παράγοντες που σχετίζονταν με υψηλότερα επίπεδα διάσχισης ήταν:

  • Πρώιμη ηλικία έναρξης της κακοποίησης
  • Μεγάλη διάρκεια κακοποίησης
  • Θύτης ο γονέας ή φροντιστής του παιδιού

Από τη νευροβιολογική άμυνα στην ψυχολογική επανένταξη

Η απόσυρση και τα γνωστικά ελλείμματα που συναντώνται μετά από παιδικό τραύμα δεν είναι δυσλειτουργίες με την κλασική έννοια. Είναι εκφράσεις επιβίωσης: τρόποι με τους οποίους ο παιδικός εγκέφαλος αναγκάστηκε να μεταβάλλει τη λειτουργία του για να προστατευτεί από το ανυπόφορο. Όταν οι ίδιες αυτές στρατηγικές συνεχίσουν να δρουν στην ενήλικο ζωή, μπορεί να μην εξυπηρετούν πλέον την επιβίωση, αλλά παρεμποδίζουν τη λειτουργικότητα, τη σύνδεση, την ταυτότητα. Δεν πρόκειται για ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά ή «περίεργες προσωπικότητες». Είναι νευρογνωστικά αποτυπώματα επαναλαμβανόμενου τραύματος.

Η θεραπεία δεν έχει ως στόχο να εξαναγκάσει την ανάμνηση όσων το άτομο δεν μπορεί ή δεν θέλει να ανακαλέσει. Σε αρκετές περιπτώσεις, η πλήρης ανάκτηση του παρελθόντος δεν είναι δυνατή — ούτε απαραίτητη. Εκείνο που έχει σημασία είναι να επανεγκαθιδρυθεί το αίσθημα ασφάλειας, να ενισχυθεί η εσωτερική συνέχεια και να αποκατασταθεί η σχέση με τον εαυτό και τον κόσμο.

Η μνήμη είναι κάτι παραπάνω από γεγονότα. Είναι εμπειρία και νόημα. Και η θεραπεία, υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι η επιστροφή στο παρελθόν, αλλά η δυνατότητα να πει κανείς συνειδητά:

«Δεν είμαι πια εκεί. Τώρα είμαι εδώ. Και είμαι ασφαλής


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Dissociation in victims of childhood abuse or neglect: a meta-analytic review, Psychological Medicine, Cambridge University Press, διαθέσιμο εδώ
  • The Effects of Maltreatment in Childhood on Working Memory Capacity in Adulthood, Europe’s Journal of Psychology, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άννα Ηλίου
Άννα Ηλίου
Γεννήθηκε το 2002 στη Θεσσαλονίκη, όπου και μεγάλωσε κι ακόμη κατοικεί. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Ιατρικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κι εθελόντρια στους Γιατρούς του Κόσμου. Εκτός από την Ιατρική, μεγάλη της αγάπη είναι η ελληνική γλώσσα και γραμματική, ενώ στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ποίηση· είτε ως απλή αναγνώστρια είτε ως ερασιτεχνική συγγραφέας. Απολαμβάνει τους περιπάτους στην πόλη παρέα με φίλους και καλή μουσική.