Της Ευθυμίας Γκαμπέση,
«Τα μαθητικά τα χρόνια δεν τα αλλάζω με τίποτα» λέμε και ξανά λέμε, κουβαλώντας όμορφες και περιπετειώδεις αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια στο δεύτερό μας σπίτι, που δεν είναι άλλο από το σχολείο. Ωστόσο, δεν είναι για όλους έτσι… Καθημερινά, αμέτρητα παιδιά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό δέχονται εκφοβισμό και τρομερή καταπίεση, η εξέλιξη των οποίων μπορεί να επιφέρει καταστροφικές και ανεπανόρθωτες καταστάσεις. Τρανταχτό παράδειγμα, άλλωστε, αποτελεί το ολοένα και αυξανόμενο φαινόμενο του “school shooting” στις Ηνωμένες Πολιτείες, με πολυάριθμα θύματα να μετρώνται σε κάθε χτύπημα.
Με τα παραπάνω να αποτελούν τον κεντρικό θεματικό άξονα του σημερινού βιβλίου, η πλοκή εμπλουτίζεται ακόμη περισσότερο με τις καλλιτεχνικές προσθήκες του συγγραφέα, σε μία προσπάθεια να ερμηνεύσει και, ταυτόχρονα, να ασκήσει κριτική στον σχολικό εκφοβισμό, χρησιμοποιώντας το αντικείμενο της τέχνης ως εργαλείο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Ο συγγραφέας του βιβλίου, Στέφανος Παπαδημητρίου, γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα, ενώ διαθέτει ένα πλούσιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Αρχικά, πραγματοποίησε τις σπουδές του στο Μιλάνο, και συγκεκριμένα, Αρχιτεκτονική Εσωτερικών Χώρων. Αργότερα, το 2015 απέσπασε το Μάστερ του στην Ιστορία της Τέχνης από το Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, το παλαιότερο πανεπιστήμιο της Ολλανδίας. Παρά τη διατριβή του στο εξωτερικό, έχει εργαστεί και εντός της χώρας ως designer, συντάκτης αρχιτεκτονικής, καθώς επίσης διδάσκει ιστορία και θεωρία της τέχνης. Το τρίτο του βιβλίο φέρει τον τίτλο Η Σφαγή των αθώων, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και είναι το έργο το οποίο πρόκειται να εξεταστεί-αναλυθεί στη συνέχεια.

Πριν εμβαθύνουμε στην πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή, θα ήθελα να απευθυνθώ στους αναγνώστες, διατυπώνοντας μία ερώτηση προς αυτούς: Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό όταν μαθαίνετε την είδηση για μία περίπτωση school shooting; «Τα καημένα τα παιδιά», «οι άμοιρες οικογένειες», «το χαμένο μέλλον των θυμάτων…» Άλλωστε, όλα τα παιδιά είναι αθώα, έτσι; Φυσικά, όλα τα παραπάνω ισχύουν, ωστόσο, έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι προκάλεσε αυτήν τη βάναυση ιδέα στο μυαλό του θύτη; Όλα αυτά τα παιδιά, που πληγώνουν με τον χειρότερο τρόπο, είναι πιστεύετε ανέγγιχτα συναισθηματικά; Όλα αυτά ξεκίνησαν από μία διαταραχή προσωπικότητας ή υπάρχει κάτι από πίσω, κάποιος εξωτερικός παράγοντας, που το έχει πυροδοτήσει;
Σε περίπτωση που μιλάμε για ένα τραγικό γεγονός, όπως μία ομαδική «σφαγή» τότε επικεντρωνόμαστε στο αποτρόπαιο έγκλημα, στη βαναυσότητα, στη διαταραχή, τη διαστροφή· «Είναι τρελός αυτός που το έκανε, διαταραγμένος, ψυχοπαθής». Συχνά, όμως, παραβλέπουμε τις αιτίες από πίσω, δεν ψάχνουμε ποτέ το γιατί φτάνει εκεί που φτάνει ο άνθρωπος, τι το τόσο τραγικό τον οδηγεί σε αυτό το σημείο. Φυσικά, υπάρχει κι άλλος ένας παράγοντας, ο οποίος συχνά δεν θίγεται καν: Πώς μπορούμε να τα βάλουμε τόσο άσχημα με ένα παιδί που δεν έχει καν αναπτύξει πλήρως την προσωπικότητά του, πόσω μάλλον δεν έχει μάθει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του; Ζητάει τη δικαιοσύνη από μόνο του εφόσον κανένας δεν μπορεί να του την προσφέρει. Όταν, λοιπόν, σου δείχνουν με τόσο στυγερό τρόπο το άσχημο πρόσωπο των ανθρώπων και της κοινωνίας, τόσο πιο καρφωμένο θα είναι στο δικό σου πρόσωπο το χαμόγελο αφού έπραξες ό,τι έπραξες, όχι για να εκδικηθείς απαραίτητα, αλλά ενεργώντας λυσσαλέα προκειμένου να βρεις το δίκιο σου κι ας είναι με αθέμιτα μέσα.
Έτος 1996, στο Πήλιο. Η ανοιξιάτικη εκδρομή του σχολείου του Ερμή καταλήγει σε μία τραγωδία (ίσως και με την θεατρική έννοια). Μαθητές και καθηγητές βρίσκονται όλοι νεκροί στην αίθουσα του πρωινού. Ο Ερμής βρίσκεται στο δωμάτιό του, περιμένοντας να καταφθάσει η αστυνομία. Όταν του κάνουν ερωτήσεις δεν πανικοβάλλεται, δεν αποκρύπτει τίποτα, δεν μετανοεί. Αντ’ αυτού, επαναλαμβάνει ξανά και ξανά πως ο ίδιος είναι και ο μοναδικός υπαίτιος. Αιτία θανάτου: δηλητηριασμός. Ενώ θα ήταν αναμενόμενο η αφήγηση και περιγραφή των γεγονότων να επικεντρωθεί στο τραγικό γεγονός, παίρνει διαφορετική τροπή, ακολουθώντας τα βήματα του Ερμή πριν το τραγικό συμβάν, σκιαγραφώντας το προφίλ του μαθητή του γυμνασίου.

Η αφήγηση πραγματοποιείται από τον φίλο του και μοναδικό επιζώντα, ο οποίος μας εισάγει στον εσωτερικό κόσμο του Ερμή, σχηματίζοντας μία διαφορετική εικόνα από αυτήν που τον παρουσιάζει ως ένα αδίστακτο «τέρας». Στην πραγματικότητα ήταν ένα ήσυχο παιδί έξυπνο, εσωστρεφές, κρατώντας όλες του τις σκέψεις και τα προβλήματα για τον ίδιο. Ενώ ποτέ δεν προκαλούσε τους συμμαθητές του, συχνά γινόταν αντικείμενο ταπείνωσης, περιθωριοποίησης και κακοπροαίρετου καπρίτσιου των υπολοίπων. Δεδομένης αυτής της κατάστασης και με την απαραίτητη παρέμβαση των ενηλίκων να απουσιάζει, ο Ερμής, δυστυχώς, ήταν ήδη από πολύ νωρίς καταδικασμένος.
Μία παρεξήγηση που γίνεται συχνά είναι να νομίζουμε πως το ότι η εσωστρέφεια και ντροπαλότητα ενός ανθρώπου συνεπάγεται εκ των προτέρων και μία μίζερη, βαρετή, άχρωμη ζωή. Στην περίπτωση του Ερμή ίσχυε κάτι διαφορετικό, αφού τα χρώματα και η ζωγραφική εν γένει ήταν η έμπνευση και το πάθος του. Ένα πάθος που δεν ευδοκίμησε ποτέ, έμεινε στη σιωπή σαν ανεκπλήρωτη δυνατότητα, χαμένο μαζί με την ψυχή που το φιλοξενούσε. Ο Ερμής μπορεί, εν τέλει, να είχε χάρισμα στη ζωγραφική αλλά ποτέ να μην του δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία να το ξεδιπλώσει και να το αναπτύξει. Έτσι, δέσμιος στην απομόνωσή του και την αποστροφή, το ταλέντο μένει ανεκμετάλλευτο, κλειδωμένο και ποτέ επαρκώς αναγνωρισμένο. Καταλήγει να είναι ο Τζόττο (σπουδαίος Ιταλός ζωγράφος του 14ου αιώνα), εάν δεν τον είχε βρει ποτέ ο Τσιμαμπουέ.