28.3 C
Athens
Κυριακή, 8 Ιουνίου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΘεσσαλονίκη: Από την ίδρυση έως την αρχή της οθωμανικής κυριαρχίας

Θεσσαλονίκη: Από την ίδρυση έως την αρχή της οθωμανικής κυριαρχίας


Του Δημήτρη Σιώκα,

Η Θεσσαλονίκη, μια πόλη με βαθιά ριζωμένο ιστορικό αποτύπωμα και συνεχή παρουσία στο προσκήνιο της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας, ιδρύθηκε το 316 π.Χ. από τον Κάσσανδρο, βασιλιά της Μακεδονίας και έναν εκ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ίδρυση της πόλης υπήρξε στρατηγική επιλογή: Συνένωσε 26 μικρούς οικισμούς της περιοχής και φέρει το όνομα της συζύγου του Κασσάνδρου και ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης, θυγατέρας του βασιλέως Φιλίππου Β΄.

Από την απαρχή της, η Θεσσαλονίκη ευνοήθηκε από τη γεωγραφική της θέση: αγκυροβολημένη στον Θερμαϊκό κόλπο και διασταυρούμενη από σημαντικούς οδικούς και θαλάσσιους άξονες, αποτέλεσε εμπορικό και στρατιωτικό κόμβο. Η ένταξή της στο βασίλειο των Αντιγονιδών μετά τον θάνατο του Κασσάνδρου δεν μείωσε τη σημασία της· αντιθέτως, ενίσχυσε τον χαρακτήρα της ως διοικητικού και εμπορικού κέντρου της Μακεδονίας.

Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, η οποία εδραιώθηκε το 168 π.Χ. μετά τη μάχη της Πύδνας και την ήττα του Περσέα, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε μία από τις τέσσερις πρωτεύουσες των μακεδονικών μερίδων, ώσπου, περί το 146 π.Χ., η Μακεδονία μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία. Η πόλη γνώρισε νέα ακμή όταν η περίφημη Εγνατία Οδός, η οποία ένωνε το Δυρράχιο με την Κωνσταντινούπολη, πέρασε μέσα από τα τείχη της, καθιστώντας τη στρατηγικό σταθμό μετακίνησης στρατευμάτων και εμπορευμάτων. Εξαιτίας της θέσης της, η Θεσσαλονίκη απέκτησε το προνόμιο της αυτοδιοίκησης (civitas libera) και εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους αστικούς πυρήνες της ρωμαϊκής Βαλκανικής.

Η μετάβαση από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο στον χριστιανικό αποτυπώνεται στην πολυτάραχη ιστορία του 1ου αιώνα μ.Χ., όταν ο Απόστολος Παύλος επισκέφθηκε την πόλη κατά τη δεύτερη ιεραποστολική του περιοδεία (περί το 50 μ.Χ.), ιδρύοντας τη χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, μία από τις πρώτες της Ευρώπης. Η επιστολή του «Προς Θεσσαλονικείς» παραμένει μία από τις παλαιότερες του αποστολικού κανόνα, αντανακλώντας τη βαθιά πνευματική επίδραση της παρουσίας του στην πόλη.

Ο σταθμός Βενιζέλου στο Μετρό Θεσσαλονίκης. Πηγή εικόνας: iefimerida.gr

Κατά τη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας και των πρώτων βυζαντινών αιώνων, η Θεσσαλονίκη κατέστη ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά και στρατιωτικά κέντρα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα, η πόλη υπήρξε θέατρο συγκρούσεων αλλά και πνευματικής άνθησης. Το έργο των Αγίων Δημητρίου και Κυρίλλου, με το μαρτύριο του πρώτου και την εκχριστιανιστική δράση του δεύτερου –μαζί με τον αδελφό του Μεθόδιο– στους σλαβικούς λαούς, ενίσχυσε τη φήμη της Θεσσαλονίκης ως φρουρού της ορθοδοξίας και φορέα ελληνικού πολιτισμού.

Ωστόσο, η γεωγραφική της θέση, που την είχε καταστήσει τόσο προνομιούχο, την εξέθετε και σε κινδύνους. Από τον 6ο έως τον 9ο αιώνα, η πόλη δέχθηκε διαδοχικές επιθέσεις από Αβάρους, Σλάβους και Βούλγαρους. Παρά τις καταστροφές, ουδέποτε κατακτήθηκε ολοκληρωτικά, διατηρώντας τη συνέχεια της αστικής της ταυτότητας. Η ανθεκτικότητα αυτή καλλιέργησε θρύλους και αφηγήσεις, με εξέχουσα τη «Διήγηση περί Αχειροποιήτου», που αναφέρεται σε θαυματουργικές παρεμβάσεις για τη σωτηρία της πόλης.

Τον 10ο και 11ο αιώνα, η Θεσσαλονίκη γνώρισε νέα άνθηση υπό την αναδιοργάνωση του βυζαντινού κράτους. Ο πληθυσμός της αυξήθηκε, τα τείχη ενισχύθηκαν, και το εμπόριο αναζωπυρώθηκε. Παράλληλα, αναδείχθηκε ως πνευματικό κέντρο, φιλοξενώντας σχολές, ιερά, μοναστικές κοινότητες και διακεκριμένους λόγιους. Η συμβολή της στη θεολογική και λογοτεχνική παραγωγή του Βυζαντίου υπήρξε καθοριστική.

Ωστόσο, οι Κομνηνοί και αργότερα οι Παλαιολόγοι δεν κατάφεραν να προστατεύσουν την πόλη από τις μετέπειτα αναταράξεις. Το 1185, η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τους Νορμανδούς της Σικελίας υπό τον Γουλιέλμο Β΄, γεγονός που άφησε ανεξίτηλα σημάδια καταστροφής και πένθους στην αστική συνείδηση. Η απελευθέρωσή της από τον Αλέξιο Κομνηνό ήταν προσωρινή ανακούφιση· ακολούθησαν η Λατινική Κατοχή (1204–1224) και η ανάκτηση από τον Θεόδωρο Άγγελο Δούκα της Ηπείρου, που την καθιστά πρωτεύουσα του βραχύβιου «Δεσποτάτου της Θεσσαλονίκης».

Στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, καθώς η αυτοκρατορία φθίνει, η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζει εντεινόμενες πιέσεις. Η δυναστεία των Παλαιολόγων προσπαθεί να τη διατηρήσει, αλλά το κόστος των συνεχών πολιορκιών από τους Οθωμανούς είναι βαρύ. Το 1387, η πόλη παραδίδεται προσωρινά στους Οθωμανούς, αλλά ανακτάται λίγο αργότερα από τον Μανουήλ Β΄. Ωστόσο, το τέλος πλησιάζει. Το 1423, αδυνατώντας να την υπερασπιστούν, οι Βυζαντινοί την παραχωρούν στους Βενετούς. Αυτοί την κατέχουν για λίγα μόλις χρόνια, καθώς το 1430, ο σουλτάνος Μουράτ Β΄ την καταλαμβάνει οριστικά, εγκαινιάζοντας τη μακρά οθωμανική περίοδο.

Η Θεσσαλονίκη, μέσα σε τόσους αιώνες από την ίδρυσή της έως την πτώση της στα χέρια των Οθωμανών, παρέμεινε σταθερά μία από τις σπουδαιότερες πόλεις του ελληνισμού: Κέντρο πολιτικής, πνευματικής και θρησκευτικής ακτινοβολίας. Η ιστορία της έως το 1430 είναι ένα πολυεπίπεδο μωσαϊκό μεγαλείου, τραγωδίας και ανθεκτικότητας – μαρτυρία της δυναμικής ταυτότητας ενός τόπου που, αν και πολιορκήθηκε, ποτέ δεν έπαψε να είναι φορέας πολιτισμού και ένα πολυπολιτισμικό κέντρο που συνέδεε την Ευρώπη με την Ασία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Βακαλόπουλος Ε. Απόστολος (1983), Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.Χ.-1983, Εκδοτικός Οίκος Σταμούλη
  • Καραθανάσης Ε. Αθανάσιος (2012), Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 323 π.Χ.-2012, Αφοί Κυριακίδη
  • Παπανικολάου Λεωνίδας (2017), Ο Κάσσανδρος και η παράλληλη ελληνιστική εποχή, Αθήνα: Ήλεκτρον

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Σιώκας
Δημήτρης Σιώκας
Είναι γεννημένος το 2003, κατάγεται από τον Πλαταμώνα Πιερίας στον οποίο και μεγάλωσε, ενώ τα τελευταία χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει Φιλολογία στο ΑΠΘ. Μιλάει δύο ξένες γλώσσες, Αγγλικά και Γερμανικά. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη γραφή, γι’ αυτό και επιθυμεί να ασχοληθεί με την αρθρογραφία, ιδιαίτερα στον τομέα της Ιστορίας την οποία και αγαπάει.