18.9 C
Athens
Τετάρτη, 14 Μαΐου, 2025
ΑρχικήΚοινωνίαΓνωστική ασυμφωνία: Ο αόρατος μηχανισμός αυταπάτης

Γνωστική ασυμφωνία: Ο αόρατος μηχανισμός αυταπάτης

Της Χαράς Παπαϊωάννου,

Η γνωστική ασυμφωνία αποτελεί μία από τις πιο επιδραστικές θεωρίες της κοινωνικής ψυχολογίας και σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο που οι άνθρωποι προσπαθούν να διατηρήσουν μια εσωτερική αρμονία μεταξύ των πεποιθήσεών τους, των συναισθημάτων τους και των πράξεών τους. Εισήχθη ως όρος από τον Αμερικανό ψυχολόγο Λεόν Φεστινγκερ (Leon Festinger) το 1957, ο οποίος παρατήρησε ότι όταν τα άτομα βρίσκονται αντιμέτωπα με αντικρουόμενες σκέψεις, συναισθήματα ή συμπεριφορές βιώνουν ένα είδος ψυχολογικής έντασης, που προσπαθούν να εξαλείψουν ή να μειώσουν. Αυτή η ένταση είναι η λεγόμενη γνωστική ασυμφωνία.

Στην καθημερινότητά μας, η γνωστική ασυμφωνία εμφανίζεται με τρόπο σχεδόν αόρατο αλλά βαθιά επιδραστικό. Όταν, για παράδειγμα, κάποιος θεωρεί τον εαυτό του περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένο αλλά συνεχίζει να χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του για μικρές αποστάσεις, βιώνει μία εσωτερική σύγκρουση. Αντί να αλλάξει τη συμπεριφορά του, συχνά θα αναζητήσει δικαιολογίες που θα ελαφρύνουν το βάρος της αντίφασης, όπως το ότι «δεν υπάρχει καλή συγκοινωνία» ή ότι «είναι πιο ασφαλές λόγω πανδημίας». Αυτό το φαινόμενο, που οι άνθρωποι προσπαθούν να «επανασυντονίσουν» τις γνωστικές τους λειτουργίες ώστε να μειώσουν την ασυμφωνία, δεν είναι απλώς ατομικό αλλά έχει και έντονη κοινωνική διάσταση.

Η κοινωνική χροιά της γνωστικής ασυμφωνίας αποτυπώνεται καθαρά στις ανθρώπινες σχέσεις, στις πολιτικές απόψεις, ακόμη και στις πολιτισμικές αντιλήψεις. Ζούμε σε κοινωνίες που προσφέρουν μία πληθώρα αντικρουόμενων πληροφοριών και πιέσεων. Τα κοινωνικά πρότυπα, οι νόρμες και οι αξίες συγκρούονται συχνά με τις προσωπικές μας εμπειρίες και επιθυμίες. Όταν κάποιος ανήκει σε μία κοινωνική ομάδα που έχει συγκεκριμένες αξίες, π.χ. μια θρησκευτική ή πολιτική κοινότητα, και ο ίδιος αρχίσει να αμφισβητεί αυτές τις αξίες, τότε γεννιέται μια γνωστική ασυμφωνία που μπορεί να είναι τόσο ισχυρή ώστε να οδηγήσει είτε σε ριζικές αλλαγές είτε σε έντονη άρνηση της νέας πληροφορίας.

Η ασυμφωνία αυτή είναι επίσης εργαλείο κοινωνικού ελέγχου. Πολλές φορές, οι κοινωνίες διαμορφώνουν τους κανόνες και τις αφηγήσεις τους με τρόπο που να ενισχύουν συγκεκριμένες συμπεριφορές και να καταπνίγουν άλλες. Όταν ένας πολίτης παρατηρεί μία αδικία αλλά δεν αντιδρά — για παράδειγμα, δεν καταγγέλλει τη διαφθορά γιατί «όλοι έτσι κάνουν» — τότε η γνωστική ασυμφωνία εξουδετερώνεται μέσω του κοινωνικού συμβιβασμού. Οι άνθρωποι πείθουν τον εαυτό τους ότι δεν είναι υπεύθυνοι ή ότι η πράξη τους είναι λιγότερο σοβαρή απ’ όσο φαίνεται. Σε αυτή την περίπτωση, η ασυμφωνία δεν εξαφανίζεται, αλλά καταπνίγεται κοινωνικά, διαμορφώνοντας έτσι μια «πολιτισμική σιωπή».

Πηγή εικόνας: Istock/Δικαιώματα χρήσης:Olivier Le Moal

Ένα άλλο παράδειγμα έρχεται από τον χώρο της κατανάλωσης. Οι καταναλωτές μπορεί να νιώθουν τύψεις για τις αγορές προϊόντων που παράγονται υπό ανήθικες συνθήκες εργασίας. Αντί να σταματήσουν να αγοράζουν, μπορεί να προσπαθήσουν να αποκαταστήσουν τη γνωστική ασυμφωνία με τρόπους όπως η φιλανθρωπία ή η αγορά «οικολογικών» προϊόντων σε άλλους τομείς. Αυτή η διαδικασία αποκαλείται συχνά «ηθική εξισορρόπηση» και είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της κοινωνικά υποκινούμενης γνωστικής διαχείρισης.

Στις διαπροσωπικές σχέσεις, η γνωστική ασυμφωνία αναδεικνύεται με ιδιαίτερη ένταση. Όταν κάποιος αγαπά ένα άτομο αλλά ταυτόχρονα αυτό το άτομο τον πληγώνει ή συμπεριφέρεται με τρόπους που συγκρούονται με τις αξίες του, το άτομο θα επιχειρήσει είτε να αναπλαισιώσει την εμπειρία (π.χ. «το κάνει γιατί με αγαπά») είτε να απομακρυνθεί, σωματικά ή ψυχικά, από τη σχέση. Η κοινωνική επιρροή εδώ είναι καθοριστική: οι φίλοι, η οικογένεια, η κοινότητα, μπορεί να ενισχύσουν ή να καταστείλουν αυτές τις γνωστικές διαδικασίες, είτε ενισχύοντας τις δικαιολογίες είτε ενθαρρύνοντας τη ρήξη.

Η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας δεν είναι απλώς μια ψυχολογική παρατήρηση. Αποτελεί εργαλείο ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα στα κοινωνικά πλαίσια. Επιβεβαιώνει ότι δεν είμαστε πάντα λογικά όντα· αντιθέτως, η ανάγκη για συναισθηματική και γνωστική συνοχή οδηγεί συχνά σε παράλογες, αντιφατικές ή επιζήμιες για εμάς και τους άλλους συμπεριφορές. Η κοινωνική πίεση, οι συλλογικές αφηγήσεις και οι πολιτισμικοί κώδικες αποτελούν βασικούς ρυθμιστές αυτών των αντιφάσεων.

Σε έναν κόσμο όπου η πληροφόρηση είναι συνεχής και αντιφατική, και οι κοινωνικές προσδοκίες συχνά έρχονται σε σύγκρουση με τις προσωπικές αξίες, η γνωστική ασυμφωνία δε μπορεί να αποφευχθεί. Αυτό που έχει σημασία είναι η επίγνωση της ύπαρξής της και η συνειδητή προσπάθεια διαχείρισής της. Όχι απαραίτητα με την καταστολή της ή την απώθησή της, αλλά με την ειλικρινή αναμέτρηση μαζί της — γιατί μόνο έτσι μπορεί να επέλθει μια ουσιαστική προσωπική και κοινωνική αλλαγή.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • l.Festinger,(1957), A theory of cognitive dissonance, Stanford University Press

  • C.Tavris, & E.Aronson(2020), Mistakes were made (but not by me): Why we justify foolish beliefs, bad decisions, and hurtful acts, Edition:Mariner Books.
  • J.Stone&J.Cooper(2001), A Self-StandardsModel of Cognitive Dissonance, pdf.sciencedirectassets.com, διαθέσιμο εδώ 


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χαρά Παπαϊωάννου
Χαρά Παπαϊωάννου
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στην Ελευσίνα. Έχει αποφοιτήσει από το τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και σπουδάζει στο University of Essex στο τμήμα Ψυχολογίας. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά και κατέχει πιστοποιημένες γνώσεις στην εγκληματολογία και το ποινικό δίκαιο. Στον ελεύθερο χρόνο της αρέσει να ταξιδεύει, να ακούει μουσική και να μελετά εθνογραφίες,