24.8 C
Athens
Σάββατο, 10 Μαΐου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αναψηλάφηση στην πολιτική δίκη

Η αναψηλάφηση στην πολιτική δίκη


Της Ευμορφίλης Μεξίδου, 

Σύμφωνα με τον ευρέως αποδεκτό ορισμό, αναψηλάφηση είναι το έκτακτο ένδικο μέσο, με το οποίο προσβάλλεται ενώπιον του αυτού δικαστηρίου τελεσίδικη απόφαση για ορισμένους λόγους που ανάγονται είτε στην παραβίαση θεμελιωδών δικονομικών αρχών είτε στην έμμεση νόθευση της αποδεικτικής της βάσεως από δόλιες ενέργειες του αντιδίκου ή του δικαστή και ζητείται η εξαφάνιση της και η εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως. Το αντικείμενο της σχετικής δίκης είναι επομένως διπλό: συνοψίζεται στο (διαπλαστικό) αίτημα εξαφανίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και στο (διαγνωστικό) αίτημα επανασυζητήσεως της υποθέσεως. Η άσκηση της αναψηλαφήσεως δεν προκαλεί μεταβιβαστικό ούτε κατά κανόνα ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Με αναψηλάφηση προσβάλλονται οι τελειωτικές (α. 539 παρ. 1 ΚΠολΔ) και τελεσίδικες αποφάσεις κάθε τακτικού πολιτικού δικαστηρίου ακόμη και του Αρείου Πάγου, εφόσον δικάζει κατ’ ουσίαν (α. 539 ΚΠολΔ). Αυτό συμβαίνει και όταν δεν υπάρχει αντικείμενο για περαιτέρω εκδίκαση, ιδίως όταν η αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, οπότε ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση, αλλά την κρατά και διατυπώνει ο ίδιος το διατακτικό με βάση το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η απόφασή του αυτή προσβάλλεται τότε με αναψηλάφηση. Δεν υπόκειται επομένως στο ένδικο μέσο της αναψηλαφήσεως η απόφαση του Αρείου Πάγου, της Ολομέλειας και των τμημάτων, όταν αυτός δικάζει ως ακυρωτικό. Αναψηλάφηση χωρεί τόσο κατά των οριστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ’ αντιμωλία όσο και κατά των οριστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην, αρκεί αυτές να έχουν καταστεί με οποιονδήποτε τρόπο τελεσίδικες να μην υπόκειται, δηλαδή πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση. Αν η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, η αναψηλάφηση απευθύνεται κατά της πρωτόδικης αποφάσεως. Ενώ αν η έφεση έγινε δεκτή ή απορρίφθηκε για λόγους ουσιαστικούς, αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης του Εφετείου. Αντίστοιχα, αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε, η αναψηλάφηση πρέπει να απευθύνεται κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας. Συμπροσβάλλεται τότε και η ερήμην απόφαση αν δεν έχει παρέλθει ως προς αυτήν η προθεσμία της αναψηλαφήσεως (α. 540 ΚΠολΔ). 

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Kaboompics.com

Τί ισχύει ως προς την νομιμοποίηση; Δικαίωμα προς άσκηση αναψηλαφήσεως έχουν όλοι οι διατελέσαντες διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, ο αναιρεσείων, ο αναιρεσίβλητος, οι κυρίως και προσθέτως παρεμβάντες οι καθολικοί και οι οιονεί καθολικοί διάδοχοί τους, οι μετά την άσκηση της αγωγής ειδικοί διάδοχοί τους, καθώς και οι εισαγγελείς πρωτοδικών και εφετών αν ήταν διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Τρίτοι δεν έχουν δικαίωμα ασκήσεως αναψηλαφήσεως, ούτε πλαγιαστικώς. Στα ανωτέρω πρόσωπα προστέθηκαν πρόσφατα και οι προσεπικληθέντες. Επιπροσθέτως, η παθητική νομιμοποίηση ρυθμίζεται κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνον της εφέσεως. Η αναψηλάφηση πρέπει να απευθύνεται εναντίον των προσώπων που υπήρξαν διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή σε περίπτωση θανάτου αυτών κατά των καθολικών διαδόχων τους ή κατά των κληροδόχων τους. Επί απλής ομοδικίας η αναψηλάφηση δεν είναι ανάγκη να απευθύνεται εναντίον όλων των ομοδίκων της αντίπαλης πλευράς. Επί αναγκαίας ομοδικίας όμως η αναψηλάφηση απευθύνεται υποχρεωτικά εναντίον όλων των αναγκαίων ομοδίκων της αντίπαλης πλευράς, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

Όπως συμβαίνει σε όλα τα ένδικα μέσα και γενικά σε κάθε αίτηση προς παροχή έννομης προστασίας, και για την άσκηση αναψηλαφήσεως, απαιτείται η συνδρομή εννόμου συμφέροντος. Έννομο συμφέρον προς άσκηση αναψηλαφήσεως δικαιολογείται και εδώ, όταν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βλαπτική για τον διάδικο που την προσβάλλει. Αυτό συμβαίνει κατά κανόνα όταν αυτός ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει στη σχετική δίκη, όταν δηλαδή δεν έγιναν ολοκληρωτικά δεκτά τα αιτήματα του. Κατ’ εξαίρεση, δικαιολογεί έννομο συμφέρον και ο διάδικος που νίκησε, ιδίως προς αποτροπή βλαπτικού δεδικασμένου από τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης αποφάσεως προκειμένου να παραιτηθεί από το διαπλαστικό του δικαίωμα στις δίκες ακυρώσεως ή λύσεως του γάμου. Εκτός από το στοιχείο της βλάβης κρίσιμο αποδεικνύεται και στην αναψηλάφηση το στοιχείο του εννόμου συμφέροντος. Η αναψηλάφηση θα πρέπει να αποβλέπει στην απόσειση της βλάβης και να είναι αντικειμενικά πρόσφορη να επιφέρει τη συνέπεια αυτή. Όταν η ευδοκίμηση της αναψηλαφήσεως δεν πρόκειται να επηρεάσει θετικά τη νομική θέση του αιτούντος, δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον προς άσκησή της. Δεύτερη αναψηλάφηση αποκλείεται ακόμη και όταν η πρώτη απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, όπως ορίζει το άρθρο 541 ΚΠολΔ. Δεν αποκλείεται πάντως η δεύτερη αναψηλάφηση να εκτιμηθεί ως δικόγραφο προσθέτων λόγων, εφόσον πληρούνται φυσικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 547 ΚΠολΔ. 

Σύμφωνα με το α. 544 ΚπολΔ αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο:

1) αν στην ίδια υπόθεση εκδόθηκαν, μεταξύ των ίδιων διαδίκων που είχαν παραστεί με την ίδια ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια αποφάσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους,

2) αν διάδικος δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη δίκη, εφόσον ύστερα δεν εγκρίθηκε ρητά ή σιωπηρά η διεξαγωγή της δίκης,

3) αν το ίδιο πρόσωπο είχε παραστεί ως διάδικος στο όνομά του ή εκπροσώπησε διαδίκους με περισσότερες ιδιότητες, οι οποίοι είχαν αντίθετα συμφέροντα στη δίκη,

4) αν κάποιος είχε παραστεί ως πληρεξούσιος διαδίκου χωρίς πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν εγκρίθηκε ύστερα η διεξαγωγή της δίκης,

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: pixabay

5) αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλαστή, είτε διότι γράφει ψευδώς ότι το δικαστήριο συγκροτήθηκε από τον αναγκαίο σύμφωνα με το νόμο αριθμό δικαστών, είτε διότι, όπως προκύπτει από το πρακτικό της διάσκεψης, δεν εκδόθηκε με την πλειοψηφία που απαιτεί ο νόμος ή δεν έχει τις υπογραφές των προσώπων που ορίζει ο νόμος και δεν είναι δυνατή η υπογραφή της από τα πρόσωπα αυτά,

6) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν,

7) αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα τα οποία δεν μπορούσε να τα προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης,

8) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται,

9) αν ο διάδικος κλήτευσε στη δίκη τον αντίδικό του ως άγνωστης διαμονής, αν και γνώριζε τη διαμονή του.

10) αν το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης επηρεάστηκε ουσιωδώς από δωροληψία ή από άλλη εκ προθέσεως παράβαση καθήκοντος συμπράττοντος στην έκδοσή της δικαστή, εφόσον η δωροληψία ή η παράβαση καθήκοντος αποδεικνύονται με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση της δωροληψίας ή της παράβασης καθήκοντος γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν.

Η αναψηλάφηση, τέλος, ασκείται με την κατάθεση της στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (α. 495). Από τη σύνταξη δε της εκθέσεως καταθέσεως του δικογράφου της ολοκληρώνεται η άσκησή της και αναπτύσσονται τα αποτελέσματά της. Το δικόγραφο της αναψηλάφησης οφείλει να περιέχει πέρα από τα συνήθη στοιχεία των άρθρων 118-120, έναν τουλάχιστον ορισμένο λόγο αναψηλαφήσεως, τα γεγονότα από τα οποία προκύπτει η τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως της, αίτηση για εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και αίτηση για την ουσία της υποθέσεως. Αν απουσιάζει ή δεν είναι ορισμένο ένα ή και περισσότερα από τα ανωτέρω στοιχεία, η αίτηση της αναψηλαφήσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. 


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, εκδόσεις Σάκκουλα, 2022


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ευμορφίλη Μεξίδου
Ευμορφίλη Μεξίδου
Γεννήθηκε το 2003 στην Θεσσαλονίκη όπου και μεγάλωσε. Διανύει το 4ο έτος της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, έχοντας μεγάλη αγάπη για το αντικείμενο. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά και γερμανικά. Ειναι λάτρης των λογοτεχνικών βιβλίων και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την γυμναστική, τον εθελοντισμό και την ανάγνωση νομικών συγγραμμάτων. Θεωρεί την αρθογραφία σπουδαία ενασχόληση, διότι έτσι προάγεται η ελευθερία της έκφρασης, μία από τις πολλές εκφάνσεις της δημοκρατίας, και ταυτόχρονα διευρύνονται οι πνευματικοί ορίζοντες τόσο του αρθρογράφου, όσο και του αναγνώστη.