Του Λάμπρου Νούσια,
Η γαλλική εξωτερική πολιτική διαχρονικά κινείται γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα: την επιδίωξη ανεξαρτησίας, τη διατήρηση στρατηγικής ισορροπίας και τη φιλοδοξία να λειτουργεί ως δύναμη παγκόσμιου κύρους, ανεξάρτητα από τις υπερατλαντικές συμμαχίες. Από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι τον 21ο αιώνα, η Γαλλία αναπτύσσει μια διπλωματία που επιδιώκει να συνδυάσει το ρεαλιστικό εθνικό συμφέρον με τον διεθνιστικό ιδεαλισμό.
Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν η παγκόσμια σκηνή ήταν διπολική και κυριαρχούνταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση, η Γαλλία αρνήθηκε να δεχθεί τον ρόλο του «δευτερεύοντος συμμάχου». Ο πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ είδε την εξάρτηση της Δύσης από την αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα ως κίνδυνο για την εθνική κυριαρχία και αντέδρασε με καθοριστικά βήματα. Αποσύροντας τη χώρα από τη στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ το 1966 και αναπτύσσοντας τη δική της πυρηνική αποτρεπτική δύναμη, τη λεγόμενη “Force de frappe”, με την οποία ο Ντε Γκωλ έβαλε τις βάσεις για μια ανεξάρτητη Γαλλία με παγκόσμια φιλοδοξία.
Η προσέγγισή του δεν ήταν απλώς στρατιωτική. Η Γαλλία επιχείρησε να αναπτύξει δίαυλο επικοινωνίας και με το ανατολικό μπλοκ. Με τη διάσημη περιοδεία του Ντε Γκωλ στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση, όπως και με την επίσημη αναγνώριση της Κίνας του Μάο το 1964 — πολύ πριν από τις ΗΠΑ — η Γαλλία διαμόρφωνε μια εξωτερική πολιτική με στόχο την πολυμέρεια και την αποφυγή της απόλυτης προσκόλλησης σε έναν μόνο πόλο εξουσίας. Αυτή η επιλογή, την κατέστησε πιο αξιόπιστη σε περιοχές του κόσμου, που δεν ταυτίζονταν με τις δυτικές ή σοβιετικές γραμμές, όπως στη Μέση Ανατολή και την Αφρική.

Αυτή η πολυδιάστατη στρατηγική, αν και προκάλεσε εντάσεις εντός του ΝΑΤΟ, απέδωσε μακροπρόθεσμα. Η Γαλλία κατάφερε να διατηρήσει κύρος και αξιοπιστία τόσο στη Δύση όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, καθώς η στάση της δεν φαινόταν πλήρως ευθυγραμμισμένη με τον αμερικανικό ψυχροπολεμικό παρεμβατισμό. Ενίσχυσε την εικόνα της ως ανεξάρτητης πυρηνικής δύναμης, ενώ ταυτόχρονα απέφυγε τα βαριά πολιτικά διλήμματα άλλων συμμάχων που εξαρτιόνταν πλήρως από την Ουάσινγκτον.
Η μεταψυχροπολεμική εποχή έφερε προσαρμογές, αλλά όχι ριζική μεταστροφή. Παρόλο που, ο Νικολά Σαρκοζί το 2009 επανένταξε τη Γαλλία στη στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ, η χώρα συνέχισε να ενεργεί με δική της στρατηγική λογική. Οι παρεμβάσεις στη Λιβύη, στο Μάλι, στο Τσαντ και σε άλλες περιοχές του Σαχέλ αποδεικνύουν ότι η Γαλλία θέλει να έχει άμεση παρουσία και επιρροή σε περιοχές, που θεωρεί γεωπολιτικά κρίσιμες.
Η κρίση στην Ουκρανία, μετά την εισβολή της Ρωσίας το 2022, αποτέλεσε άλλη μία κρίσιμη στιγμή για τον ρόλο της Γαλλίας. Η στάση της χαρακτηρίστηκε από μια προσπάθεια συνδυασμού της έμπρακτης υποστήριξης προς την Ουκρανία με τη διατήρηση μιας ανοικτής, αν και δυσχερούς, επικοινωνίας με τη Μόσχα. Ο Μακρόν, παρ’ ότι κατηγορήθηκε από ορισμένους εταίρους του στην Ανατολική Ευρώπη ότι «συνομιλεί υπερβολικά» με τον Πούτιν, πίστευε εξαρχής ότι η διπλωματία πρέπει να παραμείνει εργαλείο — ακόμη και απέναντι σε έναν αντίπαλο που παραβίασε ωμά το διεθνές δίκαιο.
Στο πεδίο της στρατιωτικής βοήθειας, η Γαλλία απέστειλε ουσιαστική στήριξη στην Ουκρανία, περιλαμβάνοντας σύγχρονα οπλικά συστήματα όπως τα αυτοκινούμενα πυροβόλα Caesar και την εκπαίδευση ουκρανών στρατιωτών. Επιπλέον, το Παρίσι ενίσχυσε το ευρωπαϊκό πλαίσιο δράσης, υποστηρίζοντας τις κυρώσεις της Ε.Ε. και πιέζοντας για ενίσχυση των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων στο πλαίσιο της ΠΕΣΚΟ και άλλων μηχανισμών.
Η δυναμική της γαλλικής στάσης γίνεται πιο κατανοητή όταν συγκριθεί με τη στάση των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν τάχθηκε με απόλυτη σαφήνεια υπέρ της Ουκρανίας, με κολοσσιαία πακέτα στρατιωτικής και οικονομικής στήριξης. Ωστόσο, η Γαλλία βλέπει την υπερβολική εξάρτηση από τις ΗΠΑ ως στρατηγικό κίνδυνο για την ευρωπαϊκή κυριαρχία. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ — ότι οι ΗΠΑ ίσως αποσύρουν τη στήριξη ή ακόμη και την προστασία τους από χώρες του ΝΑΤΟ που δεν πληρώνουν αρκετά — ενίσχυσαν την επιχειρηματολογία του Μακρόν ότι η Ευρώπη πρέπει να αποκτήσει ανεξάρτητη αμυντική δυνατότητα.

Η Γαλλία, εν προκειμένω, λειτούργησε και πάλι ως φωνή που επιδιώκει ισορροπία και όχι μονοδιάστατη προσκόλληση. Η πρόταση του Μακρόν για αποστολή ευρωπαίων εκπαιδευτών στην Ουκρανία, παρότι προκάλεσε αμηχανία σε ορισμένες πρωτεύουσες, υπογραμμίζει ότι η Γαλλία δεν διστάζει να παίρνει πρωτοβουλίες. Το Παρίσι επιθυμεί μια Ευρώπη που να λειτουργεί με δική της βούληση, όχι ως παράρτημα των εξελίξεων στην Ουάσινγκτον.
Παράλληλα, με την ενεργή εμπλοκή της στα ζητήματα της Ουκρανίας και της Ρωσίας, η Γαλλία επιδιώκει να διαμορφώσει μια ισορροπημένη σχέση και με την Κίνα, η οποία αποτελεί έναν κρίσιμο παγκόσμιο παίκτη, όχι μόνο οικονομικά αλλά και γεωστρατηγικά. Η γαλλική προσέγγιση απέναντι στο Πεκίνο κινείται ανάμεσα σε έναν ρεαλισμό συνεργασίας και μια ηθική διάσταση που υπαγορεύει την ανάδειξη θεμάτων όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ελευθερία έκφρασης. Ο Εμανουέλ Μακρόν έχει επισκεφθεί την Κίνα με στόχο την ενίσχυση των οικονομικών δεσμών, όμως σε καίριες στιγμές —όπως στην κρίση του Χονγκ Κονγκ ή στο θέμα των Ουιγούρων— η Γαλλία δεν απέφυγε να διατυπώσει δημόσια κριτική. Αν και η Ε.Ε. έχει χαράξει μια πιο επιθετική γραμμή απέναντι στην κινεζική διείσδυση, η Γαλλία επιμένει ότι η Ευρώπη πρέπει να λειτουργεί ως ενιαίο μπλοκ, που όμως να διατηρεί δίαυλο επικοινωνίας με όλες τις μεγάλες δυνάμεις, χωρίς να μπαίνει αυτόματα σε μια λογική νέου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Μια άλλη διάσταση της σύγχρονης στρατηγικής της Γαλλίας είναι η προσπάθεια ηγεσίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως σε θέματα κοινής άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Ο Μακρόν προωθεί τη δημιουργία μιας «ευρωπαϊκής πολιτικής κοινότητας» που να υπερβαίνει τα στενά όρια της οικονομικής συνεργασίας και να αγγίζει ζητήματα ασφάλειας, ενέργειας και γεωπολιτικής επιρροής. Η πρότασή του για συγκρότηση ενιαίας ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η έμφαση στην ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης, αλλά και η επιμονή του σε μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας που θα περιλαμβάνει και τα Δυτικά Βαλκάνια, δείχνουν ότι η Γαλλία δεν περιορίζεται σε ρόλο διαμεσολαβητή. Αντιθέτως, επιδιώκει να ηγηθεί μιας Ευρώπης που θα μπορεί να επιβιώνει και να επιβάλλεται γεωπολιτικά σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Why did France leave NATO—and then return? History, διαθέσιμο εδώ
- France and NATO: 1966–2009. NATO Official Website, διαθέσιμο εδώ
- France’s independent foreign policy during the Cold War. RAND Research Memoranda, διαθέσιμο εδώ
- Sino-French Normalization, 1964. Wilson Center, διαθέσιμο εδώ
- A Diplomatic Nuclear Explosion: Sino-French Relations in the 1960s. Wilson Center, διαθέσιμο εδώ