Της Άννας Ηλίου,
Η αγάπη, όπως τη γνωρίζουμε, δεν είναι ένα στιγμιαίο πάθος, αλλά ένα εξελικτικό κατασκεύασμα που αναδιαμορφώνει τα νευρωνικά μονοπάτια του εγκεφάλου. Κι αν η φλόγα του έρωτα φουντώνει με θόρυβο, η μακροχρόνια αγάπη καίει σιωπηλά, σταθερά, μετατρέποντας την επιθυμία σε συντροφικότητα, την έλξη σε αμοιβαιότητα, και το «εγώ» σε «εμείς».
Πίσω από την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου δεσίματος, κρύβεται μια απλή, αλλά μαγευτική αλήθεια: είμαστε βιολογικά προγραμματισμένοι να αγαπάμε. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος διαθέτει ένα εξελιγμένο σύστημα επιβράβευσης, που ενεργοποιείται όχι μόνο όταν βλέπουμε τον αγαπημένο μας, αλλά και όταν νιώθουμε ασφάλεια, εμπιστοσύνη και συνεκτικότητα στη σχέση. Αυτή η διαδικασία δεν εξαντλείται στον έρωτα· κορυφώνεται στις σταθερές και μακρόπνοες σχέσεις όπου η αγάπη μετατρέπεται σε στήριγμα, συνήθεια και βαθιά αίσθηση του «ανήκειν».

Η ντοπαμίνη, νευροδιαβιβαστής της απόλαυσης και της κινητοποίησης, και η ωκυτοκίνη, η επονομαζόμενη «ορμόνη της αγκαλιάς», συνεργάζονται αρμονικά στον εγκέφαλο. Η πρώτη ενισχύει το πάθος, την επιθυμία και την εγρήγορση, ενώ η δεύτερη προάγει τη σύνδεση, την ηρεμία και τη φροντίδα. Μαζί, μετατρέπουν την τυχαία έλξη σε αφοσιωμένο δεσμό.
Κάθε φορά που ένα ζευγάρι κοιτάζεται στα μάτια, γελάει μαζί ή συγχρονίζει αυθόρμητα τις κινήσεις του, ο εγκέφαλος επιβραβεύει αυτή την αλληλεπίδραση. Ο βιο-συμπεριφορικός συγχρονισμός, δηλαδή η ταυτόχρονη εναρμόνιση σωματικών και συναισθηματικών καταστάσεων, ενισχύει το δέσιμο και μετατρέπει την αλληλεπίδραση σε μνήμη· μνήμη που χαράσσεται όχι μόνο στον νου, αλλά και στο σώμα, δημιουργώντας ένα μοτίβο οικειότητας.
Η επιστήμη έρχεται να επιβεβαιώσει αυτά τα βιώματα και σε νευροβιολογικό επίπεδο. Η μακροχρόνια αγάπη έχει αποτελέσει αντικείμενο εντυπωσιακών νευροαπεικονιστικών ερευνών, κυρίως μέσω της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI). Σε άτομα που διατηρούσαν δεσμό επί πολλά χρόνια αλλά δήλωναν ακόμη ερωτευμένα, παρατηρήθηκε ενεργοποίηση του συστήματος ανταμοιβής του εγκεφάλου. Η απάντηση αυτών των περιοχών —οι ίδιες που ενεργοποιούνται και στην αρχή του έρωτα— δείχνει ότι η μακροχρόνια αγάπη δεν είναι απλώς μια συνήθεια, αλλά μπορεί να διατηρεί ζωντανό τον συναισθηματικό πυρήνα της προσκόλλησης. Επιπλέον, η παρατηρούμενη ενεργοποίηση συνοδευόταν από αυξημένη ρύθμιση των περιοχών που σχετίζονται με τη συναισθηματική σταθερότητα και την πρόβλεψη, υποδεικνύοντας ότι η αγάπη όντως αλλάζει μορφή στο χρόνο, ωριμάζει, αλλά δεν ξεθωριάζει.
Ορμονικά, ο ρόλος της ωκυτοκίνης και της ντοπαμίνης παραμένει καθοριστικός. Η πρώτη ενισχύει την εμπιστοσύνη, την ενσυναίσθηση και την αίσθηση ασφάλειας, ενώ η δεύτερη προσδίδει το στοιχείο της επιθυμίας και της κινητοποίησης ακόμα κι όταν έχει περάσει «ο μήνας του μέλιτος» ενός ζευγαριού. Στις μακροχρόνιες σχέσεις, η συνέργεια αυτών των ορμονών δεν παράγει απλώς ευχάριστα συναισθήματα, αλλά διαμορφώνει νευρωνικά μοτίβα που ενισχύουν τη δέσμευση, την επιβράβευση της κοινής ζωής και την προσδοκία της συνεχιζόμενης παρουσίας του άλλου. Η αγάπη, λοιπόν, που διαρκεί φαίνεται πως έχει το δικό της βιολογικό αποτύπωμα: ένα αποτύπωμα που αναγνωρίζεται από τον εγκέφαλο, ενισχύεται από τις ορμόνες και ενσωματώνεται στην προσωπική μας ιστορία.

Ταυτόχρονα, δεδομένου ότι οι άνθρωποι αλλάζουν με τον χρόνο, επόμενο είναι να αλλάζει και ο τρόπος που σχετιζόμαστε μαζί τους. Ο εγκέφαλος επιστρατεύει για αυτό μια σύνθετη γνωστική διεργασία, γνωστή ως mentalizing: την ικανότητα να σκεφτόμαστε τι μπορεί να σκέφτεται ή να νιώθει ο άλλος. Μέσω αυτής της διεργασίας, διατηρούμε μια εσωτερική εικόνα του συντρόφου μας, που εμπλουτίζεται με την πάροδο του χρόνου και μας επιτρέπει να κατανοούμε τις ανάγκες, τις προθέσεις και τις συναισθηματικές του καταστάσεις, ακόμη κι όταν αυτές δεν εκφράζονται ρητά. Αυτός ο «νοητικός χάρτης» του άλλου ενισχύει τη σταθερότητα του δεσμού και εξηγεί γιατί η σχέση μπορεί να διατηρείται και να αντέχει ακόμη και σε περιόδους απόστασης, κρίσης ή σιωπής.
Καθώς οι δεσμοί αγάπης εξελίσσονται, ενεργοποιούν όχι μόνο τα αρχαία μονοπάτια του εγκεφάλου, αλλά και τις πιο σύγχρονες εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με την ηθική, τη μνήμη, την ενσυναίσθηση και τη μακροπρόθεσμη σκέψη. Γι’ αυτό και η αγάπη που διαρκεί δεν είναι απλώς βιολογική· είναι και βαθιά ανθρώπινη. Ένα συνεχές «ναι» στον άλλον — ακόμη και όταν αλλάζει. Μια απόδειξη ότι ο νους, το σώμα και η ατομική μας εμπειρία μπορούν να συγχρονιστούν για κάτι μεγαλύτερο: τη συνύπαρξη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Neural correlates of long-term intense romantic love, Social Cognitive and Affective Neuroscience, Oxford Academic, διαθέσιμο εδώ
- The Neurobiology of Human Attachments, Trends in Cognitive Sciences, Cell Press, διαθέσιμο εδώ