18.8 C
Athens
Τετάρτη, 1 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΗ θολή πολυπλοκότητα της εκτίμησης και οικειοποίησης κουλτούρας

Η θολή πολυπλοκότητα της εκτίμησης και οικειοποίησης κουλτούρας


Της Χρυσάνθης Παπαναστασίου,

Η πολιτιστική κληρονομιά, η παράδοση, τα έθιμα και όλα τα καλλιτεχνικά προϊόντα τους, αποτελούν το επιστέγασμα κάθε έθνους. Είναι το αποτέλεσμα χρόνιων πρακτικών, συνοψίζουν την ιδιοσυγκρασία και τη φιλοσοφία ενός λαού, ενώ παράλληλα, δημιουργούν την πολιτιστική συνέχεια, που αποτελεί κύριο παράγοντα της κοινωνικής ενοποίησης. Η μείζων σημασία της, λοιπόν, καθώς και η μοναδικότητα των συνηθειών και αγαθών που τη συνοδεύουν, καθιστούν τη διαφύλαξή της, ίσως, το σπουδαιότερο διακύβευμα των τελευταίων χρόνων.

Αυτή η σύγχρονη ανάγκη για προστασία των πολιτιστικών κεκτημένων, ενδεχομένως, ριζώνει στη μοντέρνα κοινωνική ρευστότητα που έχει δημιουργήσει η παγκοσμιοποίηση. Οι εθιμικές συνήθειες τείνουν να εγκαταλείπονται ή να αντικαθίστανται από άλλες κοινότοπες, με την ιστορική και πολιτιστική σημασία τους να χάνεται στην αχλή του χρόνου, αφήνοντας πίσω μόνο τα πιο προσιτά στην ευρύτερη κοινωνία στίγματά τους. Μεγάλη μερίδα φυλετικών ομάδων τείνουν να απαρνιούνται ένα σημαντικό μέρος της εθνικής τους κληρονομιάς, προκειμένου να ενταχθούν κυρίως στα δυτικά πρότυπα και στη λεγόμενη «λευκή κουλτούρα», θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο, θα είναι περισσότερο αποδεκτές. H συμπεριφορά αυτή, όμως, δεν εντοπίζεται μόνο από τα ίδια τα άτομα, αλλά και από τρίτους, που συχνά τείνουν να εξαλείφουν τα στοιχεία ιδιαιτερότητας ορισμένων φυλετικών ομάδων ή να τα συγχέουν, δημιουργώντας την εσφαλμένη εικόνα μίας μάζας, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τη λανθασμένη απεικόνιση, ιδίως, όταν γίνεται λόγος για τα media, ολόκληρων εθνοτήτων ή τη «μορφοποίηση» των χαρακτηριστικών τους, προκειμένου να «χωρέσουν στο δυτικό καλούπι», διαπράττοντας το διαδεδομένο “whitewashing”.

Φυσικά, η πρακτική αυτή, μόνο αρνητική και επιζήμια μπορεί να είναι για τη διατήρηση της ολότητας και αυθυπαρξίας της κάθε επιμέρους κουλτούρας και την καθιστά έρμαιο της λήθης. Γιατί, άλλωστε, το παρελθόν συνιστά τη βάση της εξέλιξης και ανάπτυξης της πολιτιστικής συνέχειας, αποτελώντας το σημείο αναφοράς που καθιστά μια απλή ομάδα ανθρώπων λαό. Το φαινόμενο αυτό υπήρξε αρκετά έντονο κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, με αυτό να τείνει να φθίνει, και όλο και περισσότερα άτομα φαίνεται να «αγκαλιάζουν» την εθνική τους ταυτότητα και να σπάνε τα δεσμά της κοινωνικής επιθυμίας μαζοποίησης, η οποία αποτελεί στρέβλωση των βασικών αρχών που πρεσβεύει η παγκοσμιοποίηση. Στόχος είναι η διεύρυνση των συνόρων σε ιδεολογικό επίπεδο, που αποσκοπεί στη συνεφαρμογή ευεργετικών μέτρων και την παράλληλη κοινωνική και οικονομική εξέλιξη, η οποία δεν θα μηδενίζει τη διαφορετικότητα, μα θα την προαγάγει.

Πηγή εικόνας: gettyimages.com. Φωτογράφος: Ollie Millington

Ωστόσο, στο άλλο άκρο της πολιτισμικής κατάχρησης, βρίσκεται ένα νεοεμφανιζόμενο φαινόμενο που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση σχετικά με την απεικόνιση της πολιτισμικής παράδοσης, ιδίως λαών εκτός Ευρώπης. Το φαινόμενο του “cultural appropriation”, όπως ονομάζεται, που κατά κυριολεξία σημαίνει οικειοποίηση κουλτούρας, αποτελεί μία κοινωνική μάστιγα, και υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να κριθεί ως μία μοντέρνα μορφή εσωτερικευμένου ρατσισμού. Ο κόσμος της τέχνης αποτελεί τη βασικότερη πηγή αυτού του αρνητικού φαινομένου, με τα παραδείγματα να πληθαίνουν καθημερινά. Η δυσκολία που συναντάται σχετικά με την ανίχνευση αυτής της πρακτικής, είναι η λεπτή γραμμή που το διαχωρίζει από το “cultural appreciation”, δηλαδή την εκτίμηση μίας κουλτούρας και την αναγνώρισή της ως πηγή έμπνευσης. Το επιχείρημα αυτής της ρευστότητας είναι αυτό που επικαλούνται και όσοι έχουν υποστεί σχετικές κατηγορίες. Προκειμένου να καταστεί στοιχειωδώς σαφής η εν λόγω διάκριση, πρέπει να αναγνωριστούν τα διακριτικά στοιχεία της «οικειοποίησης κουλτούρας».

Σύμφωνα με έναν διαδεδομένο ορισμό, για να χαρακτηριστεί ως τέτοια μία πρακτική, στόχος του ατόμου που την επιχειρεί πρέπει να είναι ο χλευασμός ή η γελιοποίηση ενός φυλετικού χαρακτηριστικού ή συμπεριφοράς, με πιο συχνά παραδείγματα την επιλογή κάποιου είδους ρουχισμού για κωμικούς λόγους, ή τη μίμηση μίας στερεοτυπικά συνυφασμένης με έναν λαό συμπεριφοράς. Το φαινόμενο αυτό, μάλιστα, είναι τόσο διαδεδομένο, που έχει αφομοιωθεί πλήρως στην καθημερινή κοινωνική πρακτική, με αποτέλεσμα να μη μας γεννούν εκ πρώτης όψεως προβληματισμό οι αποκριάτικες στολές που αναπαριστούν μία εθνικότητα ή μία φυλετική ομάδα. Το συγκεκριμένο παράδειγμα, αν και «σχολικό», είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό, και δίνει το έναυσμα για την ανάλυση του δεύτερου χαρακτηριστικού αυτής της πολιτιστικής εκμετάλλευσης, που είναι η παντελής έλλειψη γνώσεων σχετικών με την υπό εκμετάλλευση κουλτούρα. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για μία απλή άγνοια και συγγνωστή πλάνη, καθώς ο «θύτης» φαίνεται πάντα να έχει μία συνειδητή αμάθεια όσον αφορά την κουλτούρα ή την κοινωνική ομάδα που προσβάλλει. Αν δεν υπήρχε, άλλωστε, αυτή η αμάθεια και το πνεύμα του «ωχαδερφισμού» και της ανέμελης χιουμοριστικής αδιαφορίας, θεωρώ πως κανένας γονιός δεν θα επέλεγε να ντύσει το παιδί του «γκέισα» ή «αφρικανό», που μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον αποτελούσαν αρκετά δημοφιλείς στολές.

Πηγή εικόνας: news.law.fordham.edu

Το πραγματικό πρόβλημα που καταδεικνύει η διαιώνιση αυτού του φαινομένου είναι ο τρόπος που οι άνθρωποι του «Δυτικού κόσμου» αντιλαμβάνονται και μεταχειρίζονται αυτά τα προϊόντα παράδοσης, αλλά και τους ίδιους τους λαούς. Πρόκειται για μία ασυνείδητη αντικειμενοποίηση, μία χρήση αυτών των χαρακτηριστικών ως καλλωπιστικών ή σατιρικών μέσων, γεγονός αντίθετο προς την ύπαρξή τους. Άραγε, πού τραβάμε τη γραμμή αναφορικά με το τι αποτελεί αστείο και τι προσβολή της παράδοσης; Γιατί βρίσκουμε κωμικό ένα κιμονό και όχι ένα κιλτ, και γιατί επιλέγουμε να μετατρέπουμε το ξένο ή πιο απρόσιτο σε άψυχο αντικείμενο; Είναι, μήπως, κάποιες παραδόσεις πιο «ζωντανές» και ιερές από άλλες, ή μήπως απλά επιλέγουμε τι σεβόμαστε περισσότερο; Αυτός είναι και ο λόγος που η προβληματική αυτή ξεκίνησε με τον όρο του εσωτερικευμένου ρατσισμού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μάλιστα, έχει η παρατήρηση ορισμένων μελετητών, που σημειώνουν πως οι πιο συνήθεις κουλτούρες-θύματα είναι εκείνες που σχετίζονται με πρώην αποικιοκρατούμενες ή υπόδουλες χώρες, γεγονός που καθιστά δηκτικό τον ψόγο που θα όφειλε να συνοδεύει όσους καταφεύγουν σε τέτοιες συμπεριφορές.

Όμως, και σε πλήρη ταύτιση με ορισμένες σύγχρονες προσεγγίσεις του φαινομένου, το cultural appropriation δεν εστιάζεται μόνο στη γελοιοποίηση ή στον κωμικό παράγοντα, αλλά και στην ίδια την ιδιοποίηση, χωρίς την απόδοση ευσήμων. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα συχνό τα τελευταία χρόνια, με πολλά άτομα που κυριαρχούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να «λανσάρουν» πρακτικές, ιδίως στον κόσμο της μόδας και της ομορφιάς, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στην κουλτούρα και την παράδοση ορισμένων λαών, χωρίς την παραμικρή αναγνώριση για την ανακάλυψη ή την εδραίωσή τους. Η άκριτη υιοθέτηση ενός είδους ένδυσης ή μίας συμπεριφοράς για χάρη μίας τάσης, χωρίς να αναγνωρίζεται ως δείγμα πολιτιστικής κληρονομιάς, αποτελεί στρέβλωση της αρχής της εκτίμησης της παράδοσης και ορισμό της οικειοποίησης κουλτούρας. Οι «ρουτίνες ομορφιάς» που προέρχονται από ασιατικές κουλτούρες, ή οι κομμώσεις με επιρροές από αφρικανικούς λαούς, με μοναδική αναγνώριση ίσως τον τίτλο του trend, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο χώρος της μουσικής είναι, επίσης, εμποτισμένος με αυτά τα στοιχεία, με παραδοσιακούς ήχους ή φράσεις σε μορφή “mantra”, που απλώς λειτουργούν ως «δεύτερη φωνή», ή μουσική υπόκρουση, χωρίς εύσημα σε καλλιτέχνες ή δημιουργούς.

Έτσι, η πολιτιστική κληρονομιά και η διαφύλαξή της, αποτελεί βασικό θέμα στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, αφού πληθαίνουν τα κοινωνικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτή. Στόχος είναι η προστασία, αλλά και η αναγνώριση της μοναδικότητάς της, που θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός παγκόσμιου μωσαϊκού, όπου κάθε μοναδική κοινωνική ομάδα θα συμβάλλει στην ολοκλήρωση του έργου, αποφεύγοντας τη μονοχρωμία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • What does cultural appropriation really mean?, nytimes.com, διαθέσιμο εδώ
  • World Heritage Day: The significance of cultural heritage to a country’s development, vliruos.be, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χρυσάνθη Παπαναστασίου
Χρυσάνθη Παπαναστασίου
Γεννήθηκε το 2003 και μεγάλωσε στον Βόλο. Είναι φοιτήτρια Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά. Τα ενδιαφέροντά της εστιάζονται στα σύγχρονα κοινωνικά και νομικά ζητήματα τόσο σε εθνική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι λάτρης των ταξιδιών, ενώ στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία, γεγονός που καλλιέργησε και την αγάπη της για την αρθρογραφία.