26.2 C
Athens
Τετάρτη, 27 Αυγούστου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ διαθήκη στην Αστική Νομοθεσία: Ιδιόγραφη, Δημόσια και Μυστική

Η διαθήκη στην Αστική Νομοθεσία: Ιδιόγραφη, Δημόσια και Μυστική


Της Μαριλίνας Πολυνού,

Η διαθήκη καθιερώνεται ως λόγος κληρονομικής διαδοχής από το άρθρο 1710 §1 ΑΚ και αποτελεί το μοναδικό μέσο που διαθέτει ο κληρονομούμενος (με εξαίρεση τις επιτρεπτές εν ζωή αιτία θανάτου δικαιοπραξίες) για να ρυθμίσει την τύχη των περιουσιακών –και όχι μόνο– σχέσεών του για τον χρόνο μετά τον θάνατό του. Η διαθήκη αποτελεί το βασικό μέσο άσκησης της ελευθερίας διάθεσης. Περιεχόμενο της διαθήκης είναι, κατά κανόνα, η εγκατάσταση κληρονόμων είτε για ολόκληρη την περιουσία είτε για ποσοστό αυτής είτε για ορισμένο ειδικό αντικείμενο (κληροδοσία).

Ο Αστικός Κώδικας καθιερώνει τρεις τακτικούς τύπους διαθηκών: την ιδιόγραφη, τη δημόσια και τη μυστική, οι οποίες υπόκεινται σε τυπικές διατυπώσεις. Επίσης, προβλέπει τους τύπους των έκτακτων διαθηκών, η σύνταξη των οποίων γίνεται με απλουστευμένες διατυπώσεις λόγω των ειδικών περιστάσεων στις οποίες βρίσκεται ο διαθέτης. Στις έκτακτες διαθήκες περιλαμβάνονται η διαθήκη εν πλω, η διαθήκη εκστρατείας και η διαθήκη αυτού που βρίσκεται σε αποκλεισμό. Άξιο λόγου είναι η αρχή της ισοτιμίας όλων των ειδών διαθήκης, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η συμπλήρωση ή η ανάκληση ολικής ή μερικής διαθήκης οποιουδήποτε είδους από διαθήκη διαφορετικού είδους, τακτικού ή έκτακτου. Έτσι, είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να συμπληρωθεί ή να ανακληθεί δημόσια διαθήκη από ιδιόγραφη, μυστική ή έκτακτη, και αντιστρόφως.

Ας ξεκινήσουμε με την ιδιόγραφη διαθήκη. Σύμφωνα με το άρθρο 1721 §1 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη είναι εκείνη που (α) γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, (β) φέρει χρονολογία και (γ) υπογράφεται από αυτόν. Τα τρία αυτά στοιχεία αποτελούν συστατικό τύπο, η ύπαρξη των οποίων είναι αναγκαία για την εγκυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης ως δικαιοπραξίας (άρθρο 1718 ΑΚ). Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν υπόκειται σε καμία άλλη τυπική προϋπόθεση· συνεπώς, δεν απαιτείται να σημειωθεί τόπος σύνταξης ούτε να χρησιμοποιηθούν πανηγυρικές εκφράσεις. Μετά τον θάνατο του διαθέτη, η ιδιόγραφη διαθήκη δημοσιεύεται, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι –κληρονόμοι και δανειστές– να πληροφορηθούν εύκολα και γρήγορα την ύπαρξη και το ακριβές περιεχόμενό της. Για τον σκοπό αυτό, ο νόμος καθιερώνει υποχρέωση του κατόχου της ιδιόγραφης διαθήκης να την εμφανίσει, μόλις πληροφορηθεί τον θάνατο του διαθέτη, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Μερικά από τα πλεονεκτήματα της ιδιόγραφης διαθήκης είναι ότι ο νόμος δεν απαιτεί για τη σύνταξή της την τήρηση πολλών τυπικών διατυπώσεων, μπορεί να συνταχθεί από οποιονδήποτε και οποτεδήποτε, ακόμη και από τον ίδιο τον διαθέτη λίγο πριν τον θάνατό του, και επίσης ότι δεν απαιτείται η συμμετοχή τρίτων προσώπων, όπως συμβολαιογράφου ή μαρτύρων. Αυτό εξασφαλίζει την απλότητα της σύνταξης, τη μυστικότητα της διαθήκης και την πλήρη διαχείριση της από τον διαθέτη μόνο. Βασικό μειονέκτημα της ιδιόγραφης διαθήκης είναι ότι μπορεί να χαθεί εύκολα και υπάρχει κίνδυνος να επηρεαστεί το περιεχόμενό της από τρίτα πρόσωπα κατά τη σύνταξή της. Επιπλέον, υπάρχει πιθανότητα αλλοίωσης ή καταστροφής της ακόμη και από άτομα με αντίθετα συμφέροντα. Η ιδιόγραφη διαθήκη προκαλεί συχνά ερμηνευτικά προβλήματα, καθώς μπορεί να είναι δύσκολο να διακριθεί αν πρόκειται για οριστική διαθήκη ή απλό σχέδιο, ιδίως λόγω της απουσίας τυπικών απαιτήσεων που θα έκαναν σαφή την πρόθεση του διαθέτη.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Δημόσια είναι η διαθήκη που συντάσσεται με δήλωση τελευταίας βούλησης του διαθέτη ενώπιον συμβολαιογράφου, παρουσία τριών μαρτύρων ή εναλλακτικά ενός δεύτερου συμβολαιογράφου και ενός μάρτυρα (ΑΚ 1724). Η σύνταξη της δημόσιας διαθήκης απαιτεί την τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 1725 έως 1737 ΑΚ. Σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις, η δημόσια διαθήκη αποτελεί συμβολαιογραφικό έγγραφο και, πέρα από τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, υπόκειται και σε αυστηρές πρόσθετες διατυπώσεις. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται ότι η διαθήκη περιέχει γνήσια και ανεπηρέαστη δήλωση της τελευταίας βούλησης του διαθέτη. Κατά τη σύνταξη της δημόσιας διαθήκης παρίστανται και μάρτυρες, η παρουσία των οποίων εξασφαλίζει όχι μόνο την ακριβή καταγραφή της δήλωσης της βούλησης του διαθέτη, αλλά και τη δυνατότητα παροχής διευκρινίσεων σχετικά με τις διατάξεις της διαθήκης μετά τον θάνατό του. Για το λόγο αυτό, η δημόσια διαθήκη θεωρείται η πλέον πανηγυρική μορφή συμβολαιογραφικού εγγράφου.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα από τα πλεονεκτήματα της δημόσιας διαθήκης είναι ότι η αυστηρή τυπική διαδικασία εξασφαλίζει τη γνησιότητα του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης του διαθέτη. Σε αντίθεση με την ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία ενέχει τον κίνδυνο να επηρεαστεί η βούληση του διαθέτη από τρίτα πρόσωπα κατά τη σύνταξή της, η δημόσια διαθήκη, ως δημόσιο έγγραφο, διαθέτει πλήρη αποδεικτική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι η γνησιότητά της θεωρείται δεδομένη και μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, και όχι με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Ιδιαίτερη χρησιμότητα έχει ο συγκεκριμένος τύπος διαθήκης για πρόσωπα που δεν μπορούν να γράψουν ή να υπογράψουν λόγω σωματικών περιορισμών, όπως π.χ. σε περίπτωση ολικής παράλυσης, καθώς και για όσους δεν μπορούν να διαβάσουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η τελευταία βούληση του διαθέτη καταγράφεται προφορικά ενώπιον του συμβολαιογράφου, ο οποίος τη μεταφέρει στο έγγραφο. Τα μειονεκτήματα της δημόσιας διαθήκης, συμπίπτουν με τα πλεονεκτήματα της ιδιόγραφης…

Τέλος, υπάρχει η μυστική διαθήκη, που συντάσσεται με παράδοση από τον ίδιο το διαθέτη στον συμβολαιογράφο ενώπιον μαρτύρων (ΑΚ 1738). Ο διαθέτης πρέπει προφορικά να δηλώσει ότι το έγγραφο περιέχει την τελευταία του βούληση, με ποινή ακυρότητας. Η μυστική διαθήκη αποτελεί ενδιάμεσο τύπο μεταξύ ιδιόγραφης και δημόσιας, καθώς συντάσσεται σε δύο στάδια: τη σύνταξη του εγγράφου και την παράδοσή του στον συμβολαιογράφο ενώπιον μαρτύρων. Το έγγραφο μπορεί να έχει συνταχθεί από τρίτο πρόσωπο, σε αντίθεση με την ιδιόγραφη διαθήκη. Διαφέρει από τη δημόσια διαθήκη, γιατί ο διαθέτης δεν ανακοινώνει την τελευταία του βούληση ενώπιον του συμβολαιογράφου και των μαρτύρων, αλλά περιορίζεται να παραδώσει το έγγραφο δηλώνοντας ότι περιέχει την τελευταία του βούληση.

Συνοψίζοντας, η ελληνική νομοθεσία προβλέπει τρεις βασικούς τύπους διαθηκών —ιδιόγραφη, δημόσια και μυστική—, καθένας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η ιδιόγραφη διαθήκη προσφέρει απλότητα και μυστικότητα, αλλά ενέχει κινδύνους αλλοιώσεων και αμφισβήτησης. Η δημόσια διαθήκη εξασφαλίζει γνησιότητα και αυξημένη αποδεικτική δύναμη, ενώ η μυστική συνδυάζει στοιχεία των δύο προηγούμενων, παρέχοντας ευελιξία αλλά διατηρώντας την εμπιστευτικότητα. Η γνώση των διαφόρων τύπων διαθήκης και των ιδιαιτεροτήτων τους είναι καθοριστική για τη διασφάλιση της τελευταίας βούλησης του διαθέτη και την προστασία των δικαιωμάτων των κληρονόμων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Γεωργιάδης, Α. (2023), Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, 3η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαριλίνα Πολυνού
Μαριλίνα Πολυνού
Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 2003 στην Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε σε ένα χωριό έξω από αυτή. Βρίσκεται στο τέταρτο έτος σπουδών του τμήματος Νομικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Έχει πιστοποίηση στην Αγγλική και στην Γερμανική γλώσσα. Της αρέσει ιδιαίτερα ο αθλητισμός, τα ταξίδια και η ανάγνωση βιβλίων οποιασδήποτε φύσεως, ιδίως νομικών συγγραμμάτων. Πιστεύει πως ο εθελοντισμός συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και ειδικότερα η αρθρογραφία στην έκφραση των ιδεών και στη δημιουργία μια γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ συντάκτη και αναγνώστη.