Της Δήμητρας Καπίδου,
Η οικογένεια αποτελεί τον πρώτο κύκλο αγάπης, ασφαλείας και στήριξης στη ζωή κάθε ανθρώπου. Είναι ο χώρος όπου μοιραζόμαστε χαρές και δυσκολίες και χτίζουμε σχέσεις που μας συνοδεύουν σε όλη την πορεία μας. Όταν όμως οι εντάσεις και οι διαφωνίες εισβάλλουν σε αυτό τον πυρήνα, η ψυχική επιβάρυνση είναι πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη μορφή διαφοράς. Σε τέτοιες στιγμές, η ανάγκη για έναν τρόπο επίλυσης που να σέβεται τα συναισθήματα, να προστατεύει τις σχέσεις και να δίνει προτεραιότητα στο συμφέρον όλων -και ιδιαίτερα των παιδιών-, γίνεται επιτακτική. Στη χώρα μας ειδικότερα, όπου οι δικαστικές διαδικασίες συχνά χαρακτηρίζονται από μακροχρόνιες διαδικασίες, υψηλό οικονομικό κόστος και έντονη τυπικότητα, η αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών (γνωστών και ως ADR) καθίσταται αναγκαία. Η διαμεσολάβηση, με τον ήπιο και συνεργατικό της χαρακτήρα, είναι ικανή να προσφέρει αυτό το πλαίσιο, παρέχοντας την ευκαιρία στα μέλη μια οικογένειας να ακούσουν και να ακουστούν, να ξαναχτίστηκε γέφυρες επικοινωνίας και να βρουν λύσεις που αντανακλούν τις αξίες και τις ανάγκες τους. Παρότι δεν μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως τον θεσμικό μηχανισμό απονομής δικαιοσύνης, λειτουργεί συμπληρωματικά προς αυτόν, προσφέροντας μια πιο ευέλικτη και ουσιαστική προσέγγιση στις οικογενειακές διαφορές.
Πιο συγκεκριμένα, η οικογενειακή διαμεσολάβηση αποτελεί μια εξωδικαστική διαδικασία επίλυσης οικογενειακών διαφορών οπού τα εμπλεκόμενα μέρη ρυθμίζουν προσωπικά και οικονομικά θέματα με τη συνδρομή ενός ουδέτερου τρίτου, του διαμεσολαβητή, προκειμένου να καταλήξουν σε μία βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική συμφωνία. Η διαδικασία παράγει προσαρμοσμένες στη βούληση των μερών λύσεις, εστιάζει στα συμφέροντα των παιδιών, διατηρεί τη συνεργασία μεταξύ των γονέων και αποτρέπει συναισθήματα πικρίας και εκδικητικότητας, επιλύοντας συνολικά τις οικογενειακές διαφορές χωρίς δικαστικές αντιδικίες. Από το 2020, με τον νόμο 4640/2019, καθιερώθηκε η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης για οικογενειακές διαφορές, ώστε οι σύζυγοι, γονείς και σύντροφοι να ενημερώνονται για τις δυνατότητες εξωδικαστικής επίλυσης πριν προσφύγουν στο δικαστήριο, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα διαφορών από γάμο, σύμφωνο συμβίωσης και διάφορες μορφές ελεύθερης ένωσης έως διασυνοριακές διαφορές, απαγωγή παιδιών και διανομή οικογενειακής ή κληρονομιαίας περιουσίας.

Η διαμεσολάβηση, διαφοροποιείται ουσιωδώς από την κλασική δικαστική διαδικασία ως προς τη φύση, τον σκοπό και τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης. Σε αντίθεση με τη δίκη, όπου η τελική απόφαση εκδίδεται μονομερώς από τον δικαστή και έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, στη διαμεσολάβηση η επίλυση βασίζεται στη βούληση των μερών και διαμορφώνεται μέσω διαλόγου, υπό την καθοδήγηση ενός ουδέτερου τρίτου. Επιπλέον, η διαμεσολάβηση παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα ταχύτητας και κόστους, δεδομένου ότι η διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί εντός ολίγων συνεδριών, έναντι των πολυετών καθυστερήσεων της δικαστικής οδού. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η εχεμύθεια της διαδικασίας, η οποία διασφαλίζει την προστασία της ιδιωτικότητας των μερών και αντιπαραβάλλεται προς τον δημόσιο χαρακτήρα των δικαστικών συνεδριάσεων. Τέλος, ο θεσμός της διαμεσολάβησης προάγει την επικοινωνία και τη διατήρηση των σχέσεων, κάτι που αναδεικνύεται ιδιαίτερα κρίσιμο σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, όπου το ζητούμενο δεν είναι μόνο η επίλυση της διαφοράς αλλά και η ομαλή συνέχιση των οικογενειακών δεσμών.
Η διαδικασία της οικογενειακής διαμεσολάβησης μπορεί να ξεκινήσει εθελοντικά, με πρωτοβουλία των μερών πριν ή κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαμάχης, ενώ σε συγκεκριμένες περιστάσεις όπως, για παράδειγμα, σε ζητήματα γονικής μέριμνας, προβλέπεται και υποχρεωτική αρχική προσφυγή των μερών σε διαμεσολαβητή. Ο τελευταίος, συνήθως επιλέγεται από κοινού από τις εμπλεκόμενες πλευρές ή, εφόσον δεν υπάρχει συμφωνία, διορίζεται από τον αρμόδιο φορέα. Στη πρώτη συνάντηση του διαμεσολαβητή με τα μέρη, γίνεται μια συζήτηση, όπου ακούγονται εκατέρωθεν θέσεις και ορίζονται οι διαδικαστικοί κανόνες. Στην συζήτηση αυτή εκφράζονται οι απόψεις των μερών επί του ζητήματος, καθώς και υποβάλλονται διευκρινιστικές ερωτήσεις. Στη συνέχεια, επισημαίνονται τα θέματα που πρέπει να διευθετηθούν, αλλά και τα κοινά συμφέροντα που μπορεί να έχουν οι πλευρές, δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο μια ζώνη πιθανής συμφωνίας. Στο τέλος της διαδικασίας, συνάγονται ευρηματικές προσεγγίσεις με στόχο το αμοιβαίο όφελος, οι οποίες εξετάζονται και τα μέρη υιοθετούν έναν δίκαιο διακανονισμό. Μετά το πέρας της διαδικασίας, ο διαμεσολαβητής καταρτίζει γραπτό πρακτικό που περιλαμβάνει στοιχεία για τα μέρη, τους νομικούς παραστάτες, τον τρόπο προσφυγής στη Διαμεσολάβηση και τη συμφωνία ή μη των μερών. Το πρακτικό υπογράφεται από όλα τα μέρη και μπορεί να κατατεθεί στο αρμόδιο δικαστήριο, ώστε να λάβει εκτελεστότητα. Με την κατάθεσή του, η άσκηση αγωγής για την ίδια διαφορά είναι απαράδεκτη και η τυχόν εκκρεμής δίκη καταργείται.
Η οικογενειακή διαμεσολάβηση τοποθετεί τον άνθρωπο στο επίκεντρο της διαδικασίας, αναγνωρίζοντας ότι οι συγκρούσεις δεν αφορούν μόνο νομικές απαιτήσεις αλλά και συναισθηματικές, κοινωνικές και ψυχολογικές διαστάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ο διαμεσολαβητής δίνει έμφαση στην ενσυναίσθηση, στην προσεκτική ακρόαση και στην αναγνώριση των συναισθημάτων όλων των μερών, διασφαλίζοντας την προστασία των πιο ευάλωτων προσώπων, όπως τα παιδιά. Επιπροσθέτως, η προσέγγιση αυτή ενθαρρύνει την αποκατάσταση της επικοινωνίας και την επίτευξη συναινετικών λύσεων που προάγουν την επανασύνδεση των σχέσεων, παράλληλα με την επίλυση της σύγκρουσης. Οι διαμεσολαβητές εκπαιδεύονται στην τεχνική διαχείρισης έντονων συναισθημάτων και τραυματικών καταστάσεων προκειμένου η διαδικασία να παραμείνει ασφαλής, εμπιστευτική και εποικοδομητική, δημιουργώντας συνθήκες για ένα αποτέλεσμα «win–win» που σέβεται τις ανάγκες και τις προσδοκίες όλων των μερών.

Συμπερασματικά, η χρήση της διαμεσολάβησης στις οικογενειακές διαφορές δεν είναι απλώς μια νομική διαδικασία · είναι μια διαδικασία που επαναφέρει την ανθρώπινη διάσταση στις σχέσεις που πλήττονται από συγκρούσεις. Μέσω της διαμεσολάβησης, κάθε μέλος της οικογένειας έχει την δυνατότητα να ακουστεί και να κατανοήσει, να μοιραστεί φόβους και ανάγκες και να ανακαλύψει κοινούς δρόμους που οδηγούν σε συμφιλίωση. Είναι μια διαδικασία που μετατρέπει τη σύγκρουση σε διάλογο, τον πόνο σε κατανόηση και την αποξένωση σε γέφυρες επικοινωνίας. Με αυτό τον τρόπο, η οικογένεια όχι μόνο βρίσκει λύσεις στα προβλήματά της, αλλά ξαναβρίσκει και τη χαμένη αίσθηση εμπιστοσύνης, αγάπης και αλληλεγγύης που την καθιστά δυνατή και ανθεκτική.
ΕΝΔΕΙΚΤΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αμανατίδης Η. (2009), Η Διαδικασία της Διαμεσολάβησης, Περιοδικό Ενώπιον, τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου
- The Advantages of Mediation Over Traditional Lawsuits, findlaw.com, διαθέσιμο εδώ
- Family mediation, e-justice.europa.eu, διαθέσιμο εδώ