Του Σπύρου Σκοτώρη,
Το Διαιτητικό Δικαστήριο Αθλητισμού (CAS: Court of Arbitration for Sport) αποτελεί ένα διεθνές διαιτητικό δικαστήριο με έδρα τη Λοζάνη της Ελβετίας στο οποίο υπάγονται διαφορές σχετιζόμενες με τον αθλητισμό. Η οργάνωσή του διέπεται από τα άρθρα S20επ. του Κώδικα Αθλητικής Διαιτησίας, ο οποίος θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι αποτελεί ένα συνοπτικό κείμενο αποτελούμενο από 70 μόλις διατάξεις, έκτασης 30 σελίδων. Πιο συγκεκριμένα, η διοικητική οργάνωση του CAS περιγράφεται στο άρθρο S22 του εν λόγω κειμένου, όπου γίνεται σαφές ότι το δικαιοδοτικό έργο των 300 περίπου διαιτητών συνεπικουρείται από το Δικαστικό Γραφείο στο οποίο βρίσκεται ένας Γενικός Γραμματέας και ένας ή περισσότεροι σύμβουλοι που δύνανται να τον εκπροσωπούν. Οι αρμοδιότητες του Δικαστικού Γραφείου είναι αυτές που του απονέμονται από τον Κώδικα Διαιτησίας.
Το δικαιοδοτικό έργο του CAS διακρίνεται σε τρεις διαφορετικές διαδικασίες σύμφωνα με το άρθρο S20: στην Τακτική Διαδικασία, στη Διαδικασία Εφέσεων και στη διαδικασία που αφορά ζητήματα Αντι-ντόπινγκ, διαδικασία που δημιουργήθηκε πρόσφατα και τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του 2019. Ο διαχωρισμός των δύο πρώτων δικαιοδοσιών μεταξύ τους και κατά συνέπεια ο επιμερισμός της ύλης του δικαστηρίου έλαβε χώρα το 1994, όταν και συντελέστηκε η εκ βάθρων αναμόρφωση του Διαιτητικού. Κατά την Τακτική Διαδικασία εκδικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό αθλητικές διαφορές με εμπορικό χαρακτήρα υπό την ευρεία έννοια των διεθνών συναλλαγών όπως είναι ζητήματα που αφορούν διαφόρων ειδών συμβόλαια τηλεοπτικών δικαιωμάτων, μετεγγραφών ποδοσφαιριστών ή ακόμη και συμβόλαια που αφορούν σε έννομες σχέσεις μεταξύ παιχτών, αθλητικών ομάδων και ατζέντηδων. Σημαντικό πεδίο καθ’ ύλην αρμοδιότητας αποτελούν επίσης και οι διαφορές αφορώσες στην αστική ευθύνη που ανακύπτει στα αθλητικά πράγματα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους τραυματισμούς των αθλητών κατά την διάρκεια των αγώνων. Αντίθετα, κατά τη Διαδικασία Εφέσεων εκδικάζονται διαφορές που ανακύπτουν από αποφάσεις οργάνων των διαφόρων Ομοσπονδιών, Ενώσεων ή αθλητικών οργανισμών εφόσον η διαιτησία ως μορφή επίλυσης προβλέπεται στο καταστατικό τους ή έχει συναφθεί συγκεκριμένη συμφωνία υπαγωγής σε διαιτησία. Συνήθως πρόκειται για αποφάσεις που επιβάλουν πειθαρχικές ποινές, οι οποίες, αφού τελεσιδικήσουν στις εγχώριες πειθαρχικές επιτροπές – δικαστήρια, προσβάλλονται στο CAS το οποίο δικάζει σε τελευταίο βαθμό.
Κατ’ αρχήν, η απόφαση περί υπαγωγής μίας εισερχόμενης υπόθεσης σε κάποια από τις τρεις διαδικασίες εναπόκειται στο Δικαστικό Γραφείο, σύμφωνα με το άρθρο S20. Η επιλογή της εκάστοτε διαδικασίας είναι δεσμευτική για τα μέρη και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Εντούτοις, αν κατά την πρόοδο των διαδικασιών προκύψει ότι η αρχική υπαγωγή ήταν εσφαλμένη το Δικαστικό Γραφείο δύναται να αποφασίσει, έπειτα από συζήτηση με το Πάνελ που δικάζει στην προκειμένη, την αλλαγή της εφαρμοζόμενης διαδικασίας, χωρίς να επηρεάζονται τα όσα έχουν συμβεί ενδιάμεσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή, οι μέχρι τότε πράξεις διατηρούν την εγκυρότητά τους.

Η Τακτική Διαδικασία ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου Αθλητισμού αποτελείται από δύο στάδια: το γραπτό και το προφορικό. Κατά τη γραπτή διαδικασία, τα διάδικα μέρη καταθέτουν τα υπομνήματά τους με τους ισχυρισμούς τους και τα αποδεικτικά μέσα που πρόκειται να χρησιμοποιήσουν ακολουθώντας τις οδηγίες του προέδρου του διαιτητικού σχηματισμού, ενώ αυτονόητα δίνεται ο απαραίτητος χρόνος για το διαδικαστικό στάδιο των δευτερολογιών-απαντήσεων. Στη συνέχεια αποφασίζεται από το Πάνελ, δηλαδή από τον σχηματισμό του Δικαστηρίου, αν θα ακολουθήσει ακροαματική διαδικασία ή όχι προκειμένου να υποστηριχθούν και να αντικρουστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί και να εξεταστούν οι τυχόν μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες. Γενικά, η φιλοσοφία του Διαιτητικού είναι να προωθεί την προφορική διαδικασία η οποία ειρήσθω εν παρόδω συνηθίζεται να πραγματοποιείται κεκλεισμένων των θυρών.
Στη Διαδικασία Εφέσεων, που αποτελεί και την πιο συνηθισμένη στην πράξη, το ένδικο μέσο της προσφυγής πρέπει να κατατεθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας που γενικά ορίζεται στις 21 ημέρες από την παραλαβή της προσβαλλόμενης απόφασης, εκτός αν υπάρχει ειδικότερη προθεσμία από την εκάστοτε ομοσπονδία οπότε και υπερισχύει αυτή, είτε μακρότερη είτε βραχύτερη (άρθρο R49). Η εκπρόθεσμη έφεση απορρίπτεται υποχρεωτικά ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, παρέχεται χρονικό διάστημα 10 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας προσφυγής προκειμένου να καταθέσει ο εκκαλών το υπόμνημα με τους πλήρεις πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς του σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα που πρόκειται να χρησιμοποιήσει. Από την κατάθεση των λόγων έφεσης, δίνεται στον εφεσίβλητο χρονικό διάστημα 20 ημερών προκειμένου να αναπτύξει και ο ίδιος τους ισχυρισμούς του. Η διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας εδώ είναι σχεδόν βέβαιη όπως προκύπτει από τη νομολογία ενώ το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της είναι η αρχή της de novo ακρόασης. Ειδικότερα, το CAS, στηριζόμενο στο άρθρο R57 του Κώδικα Αθλητικής Διαιτησίας, έχει πλήρη διακριτική ευχέρεια δικάζοντας την υπόθεση να δεχτεί αποδεικτικά στοιχεία που κατατίθενται όψιμα, ενώ υπήρχαν ήδη κατά την εκδίκαση στους προηγούμενους βαθμούς. Επιπλέον, καθώς δεν δεσμεύεται ούτε από τους λόγους της έφεσης ούτε από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, έχει τη δυνατότητα να εξετάσει πλήρως όλα τα πραγματικά και νομικά δεδομένα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μάριος Α. Θεοδώρου, Η Διεθνής Αθλητική Διαιτησία – Από τη σκοπιά του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου (CAS), Νομική Βιβλιοθήκη, 2025
- Κώδικας Αθλητικής Διαιτησίας, tas-cas.org, διαθέσιμο εδώ